Του Αλέξη Παπαχελά
Οι δεύτερες τετραετίες είναι πάντοτε κουραστικές, αν όχι εξαντλητικές. Το αν έχεις κάποιον αντίπαλο ή όχι, μικρή σημασία έχει· ενίοτε, το να έχεις έναν σκληρό ή ανταγωνιστικό αντίπαλο μάλιστα, που να απειλεί την πρωτιά σου, μπορεί να λειτουργεί σαν αντίδοτο στην κούραση. Στην εποχή μας, η πολιτική, ιδιαίτερα στα κορυφαία επίπεδα, είναι μια πολύ δύσκολη δουλειά. Πάντα ήταν, αλλά τώρα πια έχει δυσκολέψει ακόμη περισσότερο. Η παντελής απουσία ιδιωτικότητας, η πίεση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και η ανεξέλεγκτη τοξικότητα μπορούν να διαλύσουν ακόμη και τον πιο σκληροτράχηλο πολιτικό, που έχει «το στομάχι» για να τα βγάλει πέρα με την πίεση. Δείτε πόσοι νέοι, διάττοντες αστέρες, μεσουράνησαν στο παγκόσμιο πολιτικό στερέωμα και στο τέλος κατέληξαν σε ένα αμερικανικό πανεπιστήμιο ή κάποια startup.
Και βέβαια, εάν η πολιτική είναι μια δύσκολη τέχνη, στην Ελλάδα μοιάζει με ράγκμπι σε ανώμαλο έδαφος χωρίς κανόνες. Είναι, βλέπετε, αυτά που φαίνονται αλλά και όσα δεν φαίνονται, τα οποία πρέπει να αντιμετωπίσει κάποιος που κυβερνά τον τόπο. Το ισοζύγιο οικονομικής και πολιτικής ισχύος έχει μεταβληθεί πολύ εδώ και πολλά χρόνια. Οι άνθρωποι που θεωρητικά ασχολούνται με τις τύχες της χώρας αναλώνονται συνεχώς σε ένα γαϊτανάκι κουτσομπολιού, «σου ‘πα, μου ‘πες», και «νταραβεριού» χωρίς τέλος. Συνήθως είναι καρφωμένοι σε ένα κινητό, που δεν προσθέτει τίποτε απολύτως στην ενημέρωσή τους και τους απομονώνει από όποιον μπορεί να διατυπώσει μια αντίθετη άποψη.
Είναι επίσης μια χώρα στην οποία παραμονεύει η στραβή. Είναι τόσα τα σάπια ή σχεδόν σάπια δοκάρια πάνω στα οποία στηρίζεται, που μόνο ανασφάλεια μπορούν να προκαλέσουν. Αυτό ισχύει στην ΕΛ.ΑΣ., στις Ενοπλες Δυνάμεις, σε βασικές υπηρεσίες του ελληνικού κράτους.
Τα πράγματα αλλάζουν προς το καλύτερο, αλλά πολύ αργά. Τα πασαλείμματα είναι περισσότερα από τις ουσιαστικές και δομικές αλλαγές. Βασικές παθογένειες συνεχίζουν να αντέχουν στον χρόνο και να διώχνουν όποιον ξένο επενδυτή δεν έχει αποφασίσει να πληρώσει «διόδια» ή να κάνει μία επένδυση που έχει ελάχιστη εξάρτηση από το κράτος ή δεν απειλεί κάποιο ισχυρό εγχώριο συμφέρον.
Η χώρα βρίσκεται σε μια σπάνια παρένθεση σταθερότητας και ηρεμίας μέσα σε ένα πολύ ταραγμένο διεθνές περιβάλλον. Εχουμε μπροστά μας δύο χρόνια χωρίς κανένα προφανές πολιτικό εμπόδιο ή ορόσημο, πράγμα πολύ σπάνιο στην πολιτική μας ιστορία. Ο πρωθυπουργός επέλεξε, τελευταία, τη μέθοδο των σίγουρων επιλογών μηδενικού ρίσκου, διασφαλίζοντας την ομαλή εξέλιξη των πραγμάτων. Φτάνει όμως η ηρεμία; Φτάνει, αν αξιοποιηθεί για να αλλάξουν τα πράγματα ουσιαστικά. Δεν πρέπει να επαναπαυθούμε στην αίσθηση πως είμαστε σε μια περίοδο νηνεμίας ενώ όλοι οι άλλοι κλυδωνίζονται. Οι παρενθέσεις τελειώνουν κάποια στιγμή και οι μοναδικές ευκαιρίες, όπως αυτή που δόθηκε στον κ. Μητσοτάκη το 2019, δεν ξανάρχονται μετά, για χρόνια. Αυτό ενδιαφέρει και όχι τι θα δείξει η επόμενη δημοσκόπηση ή αν το κόμμα χάρηκε. Η Ιστορία έχει δείξει, άλλωστε, ότι ο φόβος για τολμηρές μεταρρυθμίσεις χαροποιεί το κόμμα, αλλά καθιστά εντελώς αδιέξοδη μια δεύτερη τετραετία.