Του Παύλου Νεοφύτου
Το φρεσκοβαμμένο λεωφορείο μίας άλλης εποχής, το οποίο έχει τοποθετηθεί τους τελευταίους μήνες σε στέγαστρο κοντά στον κυκλικό κόμβο του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου, ξενίζει εύλογα όποιον περαστικό το εντοπίζει να συναγωνίζεται στη θέα και τα χρώματα το μεγάλο συντριβάνι. Τίποτα σε αυτό δεν περιγράφει έκδηλα τον λόγο της ύπαρξης και τη σημασία του. Θα χρειαστεί να κάνει μία στάση κανείς, για να το πλησιάσει και να δώσει προσοχή στις 10 στο σύνολο τρύπες από σφαίρες στη μία πλευρά, ίσως και στα μερικά κόκκινα γαρύφαλλα τιμής, που κάποιοι άγνωστοι έχουν αποθέσει αυτές τις μέρες των μαύρων επετείων πάνω στη λαμαρίνα του, προκειμένου να υποψιαστεί κάτι.
Ενδεχομένως, εάν έχει παρακολουθήσει την πρόσφατη επικαιρότητα, να θυμηθεί τον θόρυβο που δημιουργήθηκε κατά την προεκλογική περίοδο των τελευαίων τοπικών εκλογών γύρω από το αναμορφωμένο λεωφορείο, το οποίο εδώ και δεκαετίες ονομάζεται «λεωφορείο της αντίστασης». Εκδηλώθηκαν τότε οι διαφωνίες ορισμένων κομμάτων και μίας μερίδας αντιστασιακών για την επιλογή του τόπου και τη χρονική στιγμή των εγκαινίων εγκατάστασης, για να προστεθούν όλα αυτά στις εδώ και καιρό ενστάσεις για τον τρόπο που έγινε η συντήρηση και κατά πόσο αυτή εξυπηρετεί την πρόσληψη και κατανόηση του παρελθόντος. Όπως και να έχει, το Δημοτικό Συμβούλιο Πάφου και η Οργάνωση Αντιστασιακών Πάφου διέσωσαν κυριολεκτικά από τα σκουπίδια και σε άσχημη κατάσταση ένα τεκμήριο από τη δράση όσων αντιστάθηκαν κατά του πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου 1974, με την πρόθεση να το καταστήσουν φάρο για τις σημερινές και τις επόμενες γενιές. Ήταν ο τελευταίος «σπόνδυλος» ενός κομβόι πέραν των 800 ένοπλων αντιστασιακών, που μετά το μεσημέρι ξεκίνησαν από την Πάφο με κατεύθυνση τη Λευκωσία, ώστε να υπερασπιστούν τη δημοκρατία και τη νομιμότητα, χωρίς να γνωρίζουν πολλοί από αυτούς τι θα συναντούσαν στη διαδρομή τους, μέσα σε ένα κλίμα αδελφοκτόνου σπαραγμού.
Κυριακή βράδυ, παραμονή της 15ης Ιουλίου 2024. Κάποιοι έχουν αποθέσει γαρύφαλλα τιμής πάνω στη λαμαρίνα του «λεωφορείου της αντίστασης» κοντά στον κυκλικό κόμβο του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου.
Η κατάληψη των στρατοπέδων
Γύρω στις 3 το μεσημέρι της 15ης Ιουλίου, η αρχιεπισκοπή στη Λευκωσία είχε πέσει στα χέρια των πραξικοπηματιών, αλλά ο Μακάριος είχε διαφύγει και ήταν ακόμη ζωντανός. Με άνδρες της φρουράς του, είχε περάσει από αφύλακτη δίοδο και είχε βρεθεί στη Μονή Κύκκου. Και εκείνες τις ώρες η Πάφος, όπως και η Λεμεσός, αντιστέκονταν ακόμα. Ο Ανδρέας Θεοδώρου, πρόεδρος της Οργάνωσης Αντιστασιακών Πάφου, ανάφερε στην «Κ» ότι πολύ πριν από εκείνη τη μέρα ήταν «όχι απλά ορατός, αλλά και ψηλαφητός ο κίνδυνος να γίνει πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου και της Κύπρου». Η Πάφος, σημείωσε, είχε μία καλή οργανωτική δομή με κεντρικό άξονα την Ένωση Αγωνιστών Πάφου (ΕΑΠ), και γενικό γραμματέα και αρχηγό της αντίστασης, όταν εκδηλώθηκε αργότερα το πραξικόπημα, τον Μίκη Τεμβριώτη. Όπως εξήγησε, η πλειοψηφία και κύριος πυρήνας της ΕΑΠ ήταν πρώην αγωνιστές της ΕΟΚΑ, η Ένωση ήταν χωρίς κομματικό χρώμα και με αποστολή σε μία ενδεχόμενη εκδήλωση πραξικοπήματος από τη Χούντα και τους ανθρώπους της στην Κύπρο, τα μέλη της να αντιδράσουν.
Ο κ. Θεοδώρου θυμάται ότι το πρωί της Δευτέρας της 15ης Ιουλίου, αμέσως μετά την ανακοίνωση, στις 08.20 το πρωί, ότι έγινε πραξικόπημα και ο Μακάριος είναι νεκρός, κάτι το οποίο, τόνισε, δεν πίστεψαν, αποφάσισαν ότι έπρεπε να αντιδράσουν και να αντισταθούν όπως είχαν σχεδιάσει. Για αυτό, συνέχισε, σε χρόνο ρεκόρ οι οργανωμένες ομάδες της Ένωσης Αγωνιστών Πάφου, πριν τις 10.00 το πρωί είχαν καταλάβει όλα τα στρατόπεδα της επαρχίας, πέντε στο σύνολο, και είχαν συλλάβει όλους τους αξιωματικούς, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στην Αστυνομική Διεύθυνση Πάφου, χωρίς να «σπάσει η μύτη» κανενός, όπως είπε χαρακτηριστικά. «Ο μόνος, ο οποίος αντιδρούσε και δεν παρέδινε το στρατόπεδό του, ήταν ο διοικητής του ΚΕΝ Πάφου, αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Κατερινάκης. Αλλά κάτω από την πίεση της Ένωσης Αγωνιστών και του κόσμου που είχε μαζευτεί εκεί, υποχρεώθηκε να το κάνει. Ακολούθως, ανοίχτηκαν οι αποθήκες οπλισμού του ΚΕΝ Πάφου, με τον κόσμο να συρρέει αθρόα από όλη την επαρχία, για να πάρουν όπλο και να πολεμήσουν», πρόσθεσε.
Εκτός από στρατόπεδα, αριθμός όπλων εξασφαλίστηκε και από κατειλημμένους αστυνομικούς σταθμούς της επαρχίας, όπως ανέφερε στην «Κ» ο Ζήνωνας Σιερεπεκλής, ο οποίος ήταν τότε επαρχιακός γραμματέας της ΕΔΕΚ Πάφου και μαζί με τον Μίκη Τεμβριώτη της ΕΠΑ ηγήθηκαν στρατιωτικά των ένοπλων τμημάτων της Πάφου. Από τους πολίτες που μαζεύτηκαν, σχηματίστηκε ένα κομβόι από αυτοκίνητα, μεταξύ των οποίων και το «λεωφορείο της αντίστασης», τόνισε. Ξεκίνησαν μετά το μεσημέρι με κατεύθυνση τη Λευκωσία.
«Σαν για έκτακτη παρέλαση»
Στο αφήγημα «Πολλάκις εις θάνατον» (εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 2012), ο Ζήνωνας Σιερεπεκλής περιγράφει το κράμα του συγκεντρωμένου πλήθους και το κλίμα των προετοιμασιών πριν από την εκκίνηση:
Δευτέρα. Κοντά στο μεσημέρι.
Πλατεία Κωστή Παλαμά. Έξω από το οίκημα της ΕΑΠ. Πήχτρα από ανθρώπους κάθε λογής. Ένοπλοι, νέοι, άοπλοι, ηλικιωμένοι, ακόμα και παπάδες. Με σάνταλα, κοστούμια, ρούχα θαλάσσης, με ό,τι φόρεσαν το πρωί για μια κανονική μέρα. Ο καθείς και τα ενδύματά του. Ο καθένας και το όπλο του.
Ζήτησα να βγουν οι αξιωματικοί μπροστά. Χάος, φωνές, συνθήματα.
-Αυτοοργανωθείτε. Σε ομάδες των δέκα. Επιλέξατε ομαδάρχες.
Αυτοκίνητα για κάθε σκοπό. Σαλούν, φορτηγά, διπλοκάμπινα, με κάσια, σπορ, τζιπ. Σαν για έκτακτη παρέλαση.
Σήμερα ο κ. Σιερεπεκλής εξηγεί ότι το πλήθος, το οποίο συγκεντρώθηκε αυθόρμητα από όλόκληρη την επαρχία, ήταν απειθάρχητο. Στο παράγγελμά του, τα στελέχη της Ένωσης Αγωνιστών Πάφου, που ήταν παλιοί αγωνιστές, αρνήθηκαν να δημιουργήσουν διμοιρίες και ομάδες, διότι το πλήθος περιελάμβανε πολλούς αγνώστους, γι’ αυτό επιθυμουσαν να σχηματίσουν ως ΕΑΠ μία ενιαία δύναμη. Όμως ακόμη και οι ίδιοι δεν κατάφεραν να αυτοοργανωθούν, διότι, όπως εξήγησε, η βιασύνη και η έλλειψη πληροφοριών, είχαν ως αποτέλεσμα να μπουν όλοι άρον - άρον στα αυτοκίνητα και να εκκινήσουν.
Η ενέδρα στο Κολόσσι - Χάθηκαν οι Ζηνιέρης και Μακαρίου
Από την αυτοκινητοπομπή τελευταίο και σε αρκετά μεγάλη απόσταση από τα υπόλοιπα, ξεκίνησε γύρω στις 07.00 το απόγευμα το «λεωφορείο της αντίστασης», με περίπου 30 επιβάτες, σύμφωνα με την ερευνήτρια και συγγραφέα Έλενα Κυπριανού. Στην πινακίδα του ψηλά στην οροφή αναγραφόταν «ΠΟΛΕΜΙ – ΠΑΦΟΣ - ΛΕΜΕΣΟΣ, ΓΙΩΡΚΟΣ». «Η μεγάλη φάλαγγα που ξεκίνησε από την Πάφο πέρασε ενενόχλητη σε όλη τη διαδρομή μέχρι τη Λεμεσό, ενώ στο λεωφορείο αυτό, που προφανώς ήταν εύκολη λεία, στήθηκε ενέδρα από πραξικοπηματίες στο Κολόσσι, γύρω στις οκτώ, όταν άρχιζε να νυκτώνει. Τα άτομα της ενέδρας μέχρι σήμερα παραμένουν ατιμώρητα. Μάρτυρες με τους οποίους συνομίλησα αναφέρονται στον καταλυτικό ρόλο μίας γριάς, η οποία είπε στα άτομα από την Πάφο να προχωρήσουν από άλλο δρόμο, με αποτέλεσμα να πέσουν στην ενέδρα. Μέχρι σήμερα δεν μπορεί να ειπωθεί με απόλυτη βεβαιότητα ότι η γριά έδρασε μετά από συνεννόση με τους πραξικοπηματίες, όμως είναι καταγεγραμμένο ότι με τις οδηγίες της κατέληξαν στην ενέδρα, που ήταν κοντά στον σταθμό βενζίνης.
»Τότε καθηλώθηκε το λεωφορείο και ακολούθησε κόλαση πυρός, καθώς έγινε ανταλλαγή πυρών. Βάλλοντας από την οροφή του λεωφορείου, ένας αντιστασιακός έδωσε την ευκαιρία στους υπόλοιπους να πηδήσουν έξω και υπό την κάλυψη τους σκότους να κρυφτούν. Όμως έπεσαν νεκροί ο 37χρονος τότε Δημήτρης Ζηνιέρης από τη Χλώρακα και ο 17χρονος Ανδρέας Μακαρίου από την Έμπα. Ο δεύτερος υπέκυψε αργότερα στο νοσοκομείο, μετά από σφαίρα στον λαιμό. Μετά την ανταλλαγή των πυρών ακολούθησαν συλλήψεις επιβατών, οι οποίοι οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο των Πολεμιδιών στη Λεμεσό. Μέχρι σήμερα δεν είναι διευκρινισμένος ο αριθμός τους. Άλλοι λένε 10, άλλοι 15, άλλοι 7. Προσωπικά βρήκα 7. Οι δύο νεκροί θάφτηκαν στο κοιμητήριο του Αγίου Νικολάου στη Λεμεσό, ο Ζηνιέρης σε ομαδικό τάφο και ο Μακαρίου μόνος του. Για τον πρώτο το 2009 και για τον δεύτερο το 2015, μεταφέθηκαν τα οστά τους και τάφηκαν στις γενέτειρές τους, Χλώρακα και Έμπα αντίστοιχα», ανέφερε η κα Κυπριανού. Από την πλευρά του, ο κ. Θεοδώρου είπε ότι δεν υπάρχει μέχρι σήμερα ολοκληρωμένος κατάλογος με τα ονόματα των επιβαινόντων στο λεωφορείο, αλλά είναι εξακριβωμένο ότι πληγώθηκαν ελαφρά οκτώ άτομα.
Ο 37χρονος τότε Δημήτρης Ζηνιέρης από τη Χλώρακα και ο 17χρονος Ανδρέας Μακαρίου από την Έμπα ήταν τα θύματα από τους επιβαίνοντες του «λεωφορείου της αντίστασης» μετά την ενέδρα στο Κολόσσι. [Πηγή: Αρχείο Έλενας Κυπριανού]
Τις σκηνές περιέγραψε, μετά από συνομιλίες με μάρτυρες, στο βιβλίο του «Όταν ξεκίνησαν τα τανκς...» (Λευκωσία, 1976) ο Άντρος Κυριακίδης (επιμέλεια Ρένου Πρέντζα). Διαβάζουμε ότι με χίλιες προφυλάξεις και κίνδυνο τη ζωή τους βγήκαν μερικοί αντιστασιακοί και κατάφεραν να οχυρωθούν στα γειτονικά χαντάκια. Άρχισαν να ανταποδίδουν τα πυρά, δίνοντας την ευκαιρία σε πολλούς συναγωνιστές τους να βγουν κι εκείνοι και να ενισχύσουν την αντίσταση, αλλά και σε όσους τα όπλα ήταν χαλασμένα να αρχίσουν να απομακρύνονται για να ξεφύγουν από τον κλοιό. Σύμφωνα με τον Κυριακίδη, η σύγκρουση κράτησε μισή ώρα και περισσότερο. Όταν πια η μάχη είχε κριθεί, οι πιο ελαφρά πληγωμένοι και αρκετοί άλλοι άρχισαν να υποχωρούν και επωφελούμενοι του σκοταδιού μπόρεσαν να κρυφτούν.
10 στο σύνολο τρύπες από σφαίρες στη μία πλευρά του λεωφορείου, από τα αδελφικά φονικά πυρά.
Η τοποθέτηση της πινακίδας από τον γιο του οδηγού
Για τους σκοπούς συγγραφής των κειμένων στο δρώμενο μουσικής, λόγου και εικόνας από το σχήμα «Μουσικοί Συνοδοιπόροι», το οποίο παρουσιάστηκε σε επιμέλεια – παραγωγή Χρίστου Στασή το βράδυ της 28ης Μαΐου 2024, στην τελετή εγκατάστασης του εμβληματικού λεωφορείου στον κυκλικό κόμβο του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου, η Έλενα Κυπριανού αξιοποίησε μέρος του υλικού που συγκέντρωσε για τα γεγονότα του πραξικοπήματος και για την ενέδρα του λεωφορείου, μετά από συναντήσεις που είχε με επιβαίνοντες και συγγενείς τους. Όπως ανέφερε, εκείνο το βράδυ τα παιδιά του οδηγού του λεωφορείου, Γιώργου Αγαθοκλέους, ο οποίος έχει αποβιώσει, επεφύλασσαν μία έκπληξη. Είχαν φέρει μαζί τους την αυθεντική πινακίδα που αναγραφόταν το δρομολόγιο και το όνομα του οδηγού. Κατά την ώρα που το σχήμα τραγουδούσε, ένας από τους γιους του Γιώργου Αγαθοκλέους σκαρφάλωσε στο λεωφορείο και τοποθέτησε την πινακίδα στη θέση που της ανήκει.
Τα παιδιά του Γιώργου Αγαθοκλέους, οδηγού του λεωφορείου. Από αριστερά, Αντρέας, Γιάννης, Αγαθοκλής, Μαρούλα και Χριστοθέα Αγαθοκλέους. [Φωτογραφία: Έλενα Κυπριανού]
Η μάχη του Δημόσιου Κήπου
Αργά το απόγευμα εκείνης της Δευτέρας, 15 Ιουλίου 1974, όταν το τελευταίο λεωφορείο της μεγάλης φάλαγγας από την Πάφο έπεφτε σε ενέδρα στο Κολόσσι, οι υπόλοιποι αντιστασιακοί έφταναν στη Λεμεσό, όπου στον παραλιακό δρόμο καθηλώθηκαν μπροστά από τον Δημόσιο Κήπο από πυρά που προέρχονταν από τις γύρω πολυκατοικίες, ειδικά από το επιβλητικό για εκείνη την εποχή «Εφτάπατο» στον κυκλικό κόμβο του Αγίου Νικολάου. Σύμφωνα με τον Ζήνωνα Σιερεπεκλή, τότε αναπτύχθηκαν κατά μήκος του δρόμου, που είχε κατακλυστεί από τον Κήπο μέχρι το παλιό λιμάνι με τα οχήματα της φάλαγγας. Ενώ ο αρχικός σκοπός ήταν να κατευθυνθούν προς τη Λευκωσία, τη νύχτα έφτασε από τον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού με το ποδήλατο ο επικεφαλής του Ουλαμού Πρόληψης Εγκλημάτων (ΟΠΕ) Λεμεσού και πρωταγωνιστής στην κινητοποίηση για αντιμετώπιση του πραξικοπήματος στη Λεμεσό, Ηλίας Κυριακίδης, ζητώντας να μείνουν, για να κρατηθεί η Λεμεσός, όπου γίνονταν μάχες, κυρίως στον Αστυνομικό Σταθμό, που μέχρι εκείνη την ώρα αρνούνταν να παραδώσουν στους πραξικοπηματίες οι αντιστασιακοί, και μετά, όπως τους τόνισε, θα βλέπανε για τη Λευκωσία. «Η κατάσταση ήταν συγκεχυμένη. Δεν γνωρίζαμε ποιος πυροβολεί από πού», είπε ο κ. Σιερεπεκλής. «Μας έβαλλαν από τον Δημόσιο Κήπο και γύρω στα μεσάνυχτα οι σφαίρες πύκνωσαν».
Στο μεταξύ, στο πλήθος των οπλισμένων που έφτασε από την Πάφο είχε δημιουργηθεί μία χαοτική κατάσταση, καθώς δεν ήταν ένα πειθαρχημένο τμήμα στρατού ή πειθαρχημένο αντάρτικο σώμα, αλλά σχηματίστηκαν αυθόρμητα πριν μερικές ώρες. Όπως εξήγησε, άλλοι είχαν κατεβεί από τα οχήματα και πήρανε θέσεις μάχης, άλλοι δεν ήξεραν τι να κάνουν, ενδεχομένως μερικοί, όταν έφτασαν στον παραλιακό, να είχαν μετανιώσει, διότι δεν είχαν προηγουμένως αντιληφθεί τον κίνδυνο.
Η Έλενα Κυπριανού αναφέρει με τη σειρά της μία σκηνή που τις περιέγραψε ένας 16χρονος τότε αντιστασιακός. Την ώρα που άρχισαν οι ριπές και ενώ βρισκόταν μέσα στην καρότσα ενός φορτηγού της φάλαγγας, ένας ηλικιωμένος -γύρω στην ηλικία των 75- βρακοφόρος, που έτυχε να βρίσκεται κοντά του, έπεσε αμέσως από πάνω του, για να τον προστατεύσει, και του είπε: «Γιε μου, εσού ‘σαι μιτσής. Άμα σ’ έβρει καμιά σφαίρα, πιλέμου να με φάει εμέναν, τζ’ εσού να γλιτώσεις».
Κατά τον κ. Σιερεπεκλή, εκείνο που τους είχε φέρει εκείνες τις ώρες σε μειονεκτική θέση, δεν ήταν η έλλειψη θάρρους ή οργάνωσης, αλλά η άγνοια σωστών και υπεύθυνων πληροφοριών για τη μάχη στη Λεμεσό. Διαφάνηκε ότι λόγω μικρότερου βαθμού οργάνωσης, σε σύγκριση με την Πάφο που είχε προετοιμάσει το έδαφος η Ένωση Αγωνιστών, οι αντιστασιακοί της Λεμεσού δεν γνώριζαν εκείνες τις ώρες ποιες και πού βρίσκονταν οι δυνάμεις τους, με αποτέλεσμα να επικρατεί σύγχυση ως προς το ποιος επιτεθόταν σε ποιον.
Ο Δημόσιος Κήπος Λεμεσού σήμερα. Αργά το απόγευμα της 15ης Ιουλίου 1974 καθηλώθηκε στον παραλιακό δρόμο το κομβόι με τα οχήματα από την Πάφο και ακολούθησαν ολονύχτιες μάχες με αντίθετα πυρά.
Η απαγκίστρωση και η άνοδος των δέκα
Αφού ασφάλισαν μαζί με αντιστασιακούς της Λεμεσού μία γέφυρα από τον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό μέχρι τον παραλιακό δρόμο και μερικοί Παφίτες πήγαν αποστολές μέσα στην πόλη, συγκεκριμένα στη Μητρόπολη, τον Άγιο Νικόλαο και τον Άγιο Ιωάννη, περασμένα μεσάνυχτα, όταν, όπως περιγράφει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του, «στο στενό μέτωπο του κήπου η μάχη κρατούσε καλά τον αμανέ. Βολίδες όλων των διαμετρημάτων ανταγωνίζονταν ποια θα τσακίσει κλαδί και ποια κόκαλο», οι Λεμεσιανοί και άλλοι Μακαριακοί στον κεντρικό σταθμό αποφάσιαν να παραδοθούν.
Στις δύο το πρωί και ενώ είχαν πληροφορηθεί ότι ο Μακάριος είχε φτάσει το απόγευμα στην Πάφο, αφού είχε διαφύγει από τη Λευκωσία και έκανε ενδιάμεση στάση στη Μονή Κύκκου, ο Μίκης Τεμβριώτης έδωσε εντολή να επιστρέψουν όλοι στην Πάφο. Ο Ζήνωνας Ζιερεπεκλής οργάνωσε την απαγκίστρωση. «Τα υπόλοιπα γνωστά», αναφέρει στο βιβλίο του. «Ενέδρα στο Ζακάκι. Νεκροί εκατέρωθεν. Το σπάραγμα του αδελφοκτόνου. Φτάσαμε Πάφο όπως όπως. Κάποιοι διά θαλάσσης. Μερικοί μείνανε πίσω. Δεν πήραν την είδηση. Κτύπησαν πόρτες άγνωστες. Κρύφτηκαν. Άλλοι ώρες, μερικοί μέρες».
Ακολούθως περιγράφει τη σύσκεψη, την Τρίτη το μεσημέρι, στη Μητρόπολη Πάφου, όπου ο Μακάριος πείστηκε να φύγει από τις Βρετανικές Βάσεις Ακρωτηρίου για το Λονδίνο μέσω Μάλτας. Σήμερα ο κ. Σιερεπεκλής αναφέρει ότι ο τότε Μητροπολίτης Πάφου και αργότερα αρχιεπίσκοπος, Χρυσόστομος Α΄, έδωσε το σύνθημα να σταματήσει ο ένοπλος αγώνας των Μακαριακών και να παραδώσουν τον οπλισμό τους, διότι, όπως είπε, ο στόχος των πραξικοπηματιών ήταν ο Μακάριος, ο οποίος πλέον διασώθηκε.
Οι Μίκης Τεμβριώτης, Ζήνωνας Σιερεπεκλής και Ανδρέας Θεοδώρου, μαζί με άλλους επτά, μισοί από την Ένωση Αγωνιστών Πάφου και μισοί από την ΕΔΕΚ, αποφάσισαν να μην παραδοθούν και να βγούν στο αντάρτικο. Το απόγευμα της Τρίτης άρχισαν να ανεβαίνουν στα βουνά κατά μήκος του ποταμού της Έζουσας. Κρύφτηκαν οπλισμένοι σε παλιά κρησφύγετα της ΕΟΚΑ στη Χούλου, όπου, όπως είπε ο κ. Σιερεπεκλής, άρχισαν να σχεδιάζουν επιχειρήσεις, μέχρι που ήρθε η 20η Ιουλίου, η ημέρα της τουρκικής εισβολής. Με την ανάληψη των ηνίων της κυβέρνησης από τον Γλαύκο Κληρίδη, εμφανίστηκαν.
Η αποτίμηση
Προχωρώντας σε μία αποτίμηση όσων είδε να διαδραματίζονται πριν και κατά την αντίσταση στο πραξικόπημα, ο κ. Σιερεπεκλής σημειώνει ότι σε αντίθεση με τις άλλες πόλεις, η Πάφος ήταν ένα φαινόμενο, καθώς οργανωμένα οι δημοκρατικές δυνάμεις κατόρθωσαν μέχρι τις 10.00 το πρωί να θέσουν υπό τον έλεγχό τους όλα τα στρατόπεδα και τους αστυνομικούς σταθμούς της επαρχίας, συλλαμβάνοντας τους πραξικοπηματίες. Στην πραγματικότητα, τόνισε, η Πάφος ήταν ελεύθερη μέχρι την Τρίτη 16 Ιουλίου. Θεωρεί ότι ο Μακάριος έφυγε από την Κύπρο χωρίς να πει ξεκάθαρα «συνεχίστε την αντίσταση», με αποτέλεσμα ο τότε Μητροπολίτης Πάφου, Χρυσόστομος, να δώσει ένα σύνθημα, που κατά την άποψή του δημιούργησε σύγχυση στον κόσμο, συγκεκριμένα είπε να σταματήσουν τον ένοπλο αγώνα, διότι ο στόχος ήταν ο Μακάριος, ο οποίος κατάφερε να διαφύγει. «Αλοίμονο, δηλαδή, αν ο Μακάριος ήταν η Κύπρος, όπως έλεγε και ο ίδιος. Εγώ έδωσα τη ζωή μου για τον Μακάριο, την έπαιξα κορώνα γράμματα πολλάκις, αλλά δε γίνεται να μη λέμε και τα πράγματα όπως είναι. Δε λέω ότι ο Μακάριος ήταν προδότης, δε λέω ότι πούλησε την Κύπρο. Λέω όμως ότι έκανε αδιανόητα, ασυγχώρητα ιστορικά λάθη, τα οποία, ως φλογερός πατριώτης που ήταν, ήταν μεγάλα. Διότι τα μεγάλα λάθη, τα κάνουν οι μεγάλοι άνδρες, δεν τα κάνουν οι μικροί», συμπλήρωσε.
Την τελική αποτυχία της αντίστασης σε παγκύπριο επίπεδο ο κ. Σιερεπεκλής την αποδίδει στην απουσία επιτελικού σχεδίου εκ των προτέρων, «διότι ο Μακάριος πίστευε ακράδαντα ότι οι χουντικοί δεν ήθελαν να κάνουν πραξικόπημα. Ακόμη και ο πρόεδρος της ΕΔΕΚ, ο Βάσος Λυσσαρίδης, μία εβδομάδα πριν, ενώ οι πληροφορίες έδειχναν ότι έρχεται πραξικόπημα, έκανε αναλύσεις ότι δε συμφέρει στους Αμερικάνους, διότι ήταν και η κρίση στη Μέση Ανατολή, να ανοίξουν μέτωπο στην Κύπρο», πρόσθεσε, παραπέμποντας σε συγκεκριμένη σκηνή που περιγράφει στο βιβλίο του.
Το λεωφορείο όπως ήταν πριν από την αναμόρφωσή του.
Για τη σημερινή εικόνα του λεωφορείου ο κ. Σιερεπεκλής, ο οποίος είναι αρχιτέκτονας και γλύπτης, έχει να παρατηρήσει ότι τα μνημεία δεν αναμορφώνονται, μόνο συντηρούνται. Κάνει λόγο για καταστροφή των τεκμηρίων, που θα καθιστούσαν το λεωφορείο σύμβολο. «Ως σύμβολο το λεωφορείο ήταν οι τρύπες, οι σφαίρες, τα σπασμένα τζάμια. Όταν το ωραιοποιήσεις και το στυλιζάρεις, δεν είναι λεωφορείο της αντίστασης», πρόσθεσε. Από την πλευρά του ο κ. Θεοδώρου σχολίασε ότι αφού το λεωφορείο λεηλατήθηκε μέχρι τελευταίας βίδας από τους τυχόντες, έγινε προσπάθεια το 2018 - 2019 από το Δημοτικό Συμβούλιο Πάφου να βρεθεί τρόπος, είτε να διορθωθεί είτε να μετακινηθεί, καθώς στο σημείο που βρισκόταν, δηλαδή απέναντι από την πατρική οικεία του Μίκη Τεμβριώτη (οι αντιστασιακοί τού το είχαν προσφέρει τιμής ένεκεν), θα έπρεπε να δημιουργηθεί δημοτικό πάρκο. «Και αναλάβαμε με προσωπική ευθύνη, μαζί με τον δήμαρχο, Φαίδωνα Φαίδωνος, ώστε, αντί να το πετάξουμε, καθώς είχε γίνει μία άμορφη μάζα σιδερικών, να προσπαθήσουμε να το φτιάξουμε και να βρούμε κάποτε στέγαστρο να το βάλουμε, όπως και έγινε», είπε.