Του Ανδρέα Χατζηκυριάκου
Το βράδυ της Κυριακής της 18ης Οκτωβρίου 1981, η Ελλάδα είχε φορέσει τα πράσινά της. Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου κέρδισε ξεκάθαρα τη Νέα Δημοκρατία του Γεώργιου Ράλλη, εξασφαλίζοντας μια άνετη πλειοψηφία (172 έδρες) στη Βουλή των Ελλήνων και έλαβε τα ηνία της χώρας. Στους διαδρόμους εξουσίας στην Ουάσιγκτον, αν και αναμενόμενη η νίκη Παπανδρέου, πάλι προκάλεσε σοβαρή ανησυχία. Ξύπνησε κακές αναμνήσεις από τη δεκαετία του 1960, όταν ο νεαρός τότε Α. Παπανδρέου είχε δημιουργήσει μια ιδιαίτερη σχέση με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και την Κύπρο, άρχισε να ξεμυτίζει από τη σκιά του πατέρα του και να δημιουργεί το δικό του πολιτικό κεφάλαιο. Σταθερό χαρακτηριστικό τής πολιτικής του ταυτότητας και του πολιτικού του λόγου ήταν ο αντιαμερικανισμός και η έμφαση στο Κυπριακό.
Αυτή την ιδιαίτερη σχέση του Α. Παπανδρέου με την Κύπρο επεσήμανε από την πρώτη στιγμή της νίκης τού ΠΑΣΟΚ ο γνωστός Βρετανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Κρίστοφερ Χίτσενς, ο οποίος υποστήριζε τις θέσεις της Αθήνας και της Λευκωσίας στο Κυπριακό και έκανε καριέρα στην Ουάσιγκτον. Δώδεκα μόλις μέρες μετά τις εκλογές, ο Χίτσενς είχε γράψει στους New York Times (30/10/1980) ότι «η κυβέρνηση Παπανδρέου έχει δεσμευθεί να κάνει τουλάχιστον δύο σημαντικά βήματα που θα κάνουν τη ζωή της κυβέρνησης [σ.σ. του προέδρου Ρόναλντ] Ρέιγκαν πιο περίπλοκη και κανένα δεν έχει να κάνει με τις αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα. Το πρώτο είναι να ανοίξει ο Φάκελος για την υποτιθέμενη συνενοχή της Ουάσιγκτον με τη στρατιωτική δικτατορία, η οποία διήρκεσε από το 1967 έως το 1974. Το δεύτερο είναι να υιοθετήσει πιο σκληρή γραμμή στο Κυπριακό». Ο Χίτσενς σημείωσε στο άρθρο του τον συμβολισμό του πρώτου επίσημου επισκέπτη που έγινε δεκτός από τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου, τον πρόεδρο της Κύπρου Σπύρο Κυπριανού.
Η απόρρητη ανάλυση
Με την εκλογή Παπανδρέου η CIA στρώθηκε στη δουλειά και την παραμονή των Χριστουγέννων του 1981 ολοκλήρωσε ένα απόρρητο σημείωμα με τίτλο «Η πολιτική Παπανδρέου στο Κυπριακό», το οποίο κυκλοφόρησε σε ένα κλειστό κύκλο αξιωματούχων στην Ουάσιγκτον τον Ιανουάριο, 1982. Μπορεί το έγγραφο να αποχαρακτηρίστηκε το 2007, αλλά ακόμη και σήμερα ολόκληρες σελίδες του παραμένουν απόρρητες. Η εχθρότητα με την οποία η μυστική υπηρεσία έβλεπε τον νέο πρωθυπουργό ήταν έκδηλη από την πρώτη πρόταση της ανάλυσης: «Η ένταση γύρω από το Κυπριακό έχει αυξηθεί τους τελευταίους μήνες –μια εξέλιξη που πηγάζει εν μέρει από την εκλογή του Ανδρέα Παπανδρέου», ο οποίος μόλις συμπλήρωνε δύο μήνες στην εξουσία, όταν ολοκληρωνόταν η ανάλυση.
Η πραγματικότητα είναι ότι ο Α. Παπανδρέου, σ’ αντίθεση με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος τον Μάιο του 1980 είχε εκλεγεί στην Προεδρία της Δημοκρατίας, αναβάθμισε σε μεγάλο βαθμό το Κυπριακό και υιοθέτησε πιο δυναμική γραμμή στήριξης της Λευκωσίας, φραστικά τουλάχιστον. Για τη CIA πιο συμβολική από την επίσκεψη Κυπριανού στην Αθήνα ήταν η εξαγγελθείσα επίσκεψη Παπανδρέου στη Λευκωσία, τον Φεβρουάριο 1982, κάτι που ποτέ δεν αποτόλμησε ο Καραμανλής. Η νέα, δυναμική γραμμή Παπανδρέου θα εκδηλωνόταν σε τρία μέτωπα, σύμφωνα με την έκθεση της CIA:
1) Την ένταξη της Κύπρου στην αμυντική ασπίδα της Ελλάδας.
2) Τη διασύνδεση του Κυπριακού με τις σχέσεις της Ελλάδας με Τουρκία, ΗΠΑ και ΝΑΤΟ και
3) Το άνοιγμα του Φακέλου της Κύπρου.
Η αμφισβήτηση
Οι αναλυτές της CIA εκτιμούσαν, ωστόσο, ότι ο Παπανδρέου «είναι πιθανό να ανακαλύψει ότι οι επιλογές του στο Κυπριακό είναι περιορισμένες» και ότι «τα οικονομικά συμφέροντα και ζητήματα ασφαλείας της Ελλάδας είναι πιθανό να έχουν μεγαλύτερη προτεραιότητα με τον χρόνο». Προέβλεπαν δε, ότι «θα κινηθεί προσεκτικά» και ότι «θα επικεντρώσει τη ‘δυναμική’ υποστήριξή του στον τομέα των δημοσίων σχέσεων και της διπλωματίας». Μακροπρόθεσμα μάλιστα εκτιμούσαν, με μεγάλη ακρίβεια, κρίνοντας τέσσερις δεκαετίες μετά, ότι «το Κυπριακό είναι πιθανό να παραμερισθεί, όπως και στο παρελθόν, απέναντι στα πιο ζωτικά συμφέροντα της Ελλάδας –τη στρατιωτική βοήθεια από τη Δύση και την προμήθεια πιο σύγχρονου στρατιωτικού εξοπλισμού. Τελικά, η κυβέρνηση των Αθηνών είναι επίσης πιθανό να θεωρήσει το Κυπριακό λιγότερο σημαντικό από την εκτόνωση της έντασης με την Τουρκία για τα θέματα Αιγαίου». Η CIA θεωρούσε ότι στο τέλος ο Παπανδρέου θα χρησιμοποιούσε κυνικά το Κυπριακό κάθε φορά που θα χρειαζόταν «ένα βολικό εργαλείο τακτικής».
Απ’ όλες, όμως, τις δεσμεύσεις του Παπανδρέου έναντι της Κύπρου, αυτή που πραγματικά φαίνεται να ανησυχούσε τη CIA ήταν το άνοιγμα του Φακέλου της Κύπρου, κάτι που, εάν συνέβαινε, ίσως να οδηγούσε σε πραξικόπημα στην Ελλάδα. «Ο Παπανδρέου σχεδόν σίγουρα αναγνωρίζει ότι το άνοιγμα του Φακέλου είναι ενδεχομένως μια εκρηκτική κίνηση. Κατ’ αρχάς, θα περιέπλεκε την ήδη λεπτή σχέση με τις ΗΠΑ». Η αμερικανική μυστική υπηρεσία αναγνώριζε ότι «υπάρχει μια διαδεδομένη αντίληψη μεταξύ Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων ότι οι ΗΠΑ με κάποιο τρόπο είναι υπεύθυνες για το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και την τουρκική εισβολή που ακολούθησε. Οι Έλληνες πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ άναψαν το πράσινο φως στην ελληνική χούντα για τα πραξικοπηματικά σχέδια –ή, τουλάχιστον, απέτυχαν να ανάψουν το κόκκινο. Παρομοίως, πιστεύουν η συνενοχή των ΗΠΑ ή η αποτυχία τους να αναλάβουν δράση, είναι υπεύθυνα για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο».
Το απόρρητο σημείωμα με τίτλο «Η πολιτική Παπανδρέου στο Κυπριακό» κυκλοφόρησε σε ένα κλειστό κύκλο αξιωματούχων στην Ουάσιγκτον τον Ιανουάριο, 1982. Μπορεί το έγγραφο να αποχαρακτηρίστηκε το 2007, αλλά ακόμη και σήμερα ολόκληρες σελίδες του παραμένουν απόρρητες.
Εβλεπαν πραξικόπημα;
Επιπρόσθετα, το άνοιγμα του Φακέλου της Κύπρου, σύμφωνα με τη CIA, «θα μπορούσε να εντείνει το αντιαμερικανικό αίσθημα στην Ελλάδα –ανεξαρτήτως του τι θα δείξει ο Φάκελος, και να επιδεινώσει τις διμερείς σχέσεις σε μια στιγμή κατά την οποία ρυθμίζει τις πολιτικές του έναντι της Δύσης, για να εξασφαλίσει ευνοϊκούς όρους βοήθειας».
Πέραν του επηρεασμού των σχέσεων με τις ΗΠΑ, η CIA έβλεπε ως τον παράγοντα που τελικά θα ανάγκαζε τον Παπανδρέου να υποβαθμίσει το θέμα του Φακέλου της Κύπρου τις σχέσεις του με τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις. Οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις, σημειώνουν, απέφυγαν να προβούν σε μεγάλες εκκαθαρίσεις στο στράτευμα, «διότι χρειάζονταν να ανοικοδομήσουν τις αμυντικές δυνατότητες της χώρας και το γόητρο του στρατού». Ήδη, σύμφωνα με την έκθεση, η νίκη Παπανδρέου θεωρήθηκε ως ήττα από πολλούς αξιωματικούς. «Αξιωματικοί του στρατού είναι ιδιαίτερα καχύποπτοι με τον Παπανδρέου και αν και είναι ικανοποιημένοι, προς το παρόν, με το να παραμένουν στους στρατώνες, θα παρακολουθούν στενά τις πολιτικές του. Είναι πιθανό να θεωρήσουν οποιαδήποτε κίνηση ανοίγματος του Φακέλου της Κύπρου ως προσπάθεια απαξίωσης του στρατού».
Ο Γιαννάκης Ομήρου ήταν ο άνθρωπος στον οποίο οφείλεται η δημοσιοποίηση του Φακέλου της Κύπρου. Όταν ήταν πρόεδρος της Βουλής το 2015, έπεισε την Ελληνίδα ομόλογό του Ζωή Κωνσταντοπούλου και τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να δοθεί στην Κυπριακή Βουλή το πόρισμα.
Η 36χρόνη «Οδύσσεια» του Φακέλου
Τις πρώτες δύο, τουλάχιστον, δεκαετίες μετά το 1974 το θέμα ανοίγματος του Φακέλου της Κύπρου είχε προσλάβει σχεδόν μυθικές διαστάσεις στο συλλογικό θυμικό σε Ελλάδα και Κύπρο. Είχε συνδεθεί με το αίτημα για τιμωρία των ενόχων και την αποκάλυψη των αποδεικτικών στοιχείων της πληθώρας των θεωριών συνωμοσίας που κυκλοφορούσαν. Όπως σχεδόν και κάθε άλλη πτυχή του Κυπριακού, έτσι και το θέμα του Φακέλου έτυχε κομματικής και πολιτικής εκμετάλλευσης.
Στη Λευκωσία οι σχετικές διακηρύξεις του Α. Παπανδρέου οδήγησαν τη Βουλή στην έγκριση υποστηρικτικού ψηφίσματος το 1982. Μετά όμως τον αρχικό θόρυβο, δεν δόθηκε συνέχεια. Το επόμενο βήμα έγινε στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο 1986 και ήταν πραγματικό ορόσημο για τον Φάκελο. Η Βουλή των Ελλήνων αποφάσισε ομόφωνα τη δημιουργία της Εξεταστικής των Πραγμάτων Επιτροπής με αντικείμενο την έρευνα, συγκέντρωση και αξιολόγηση όλων των στοιχείων αναφορικά με το πραξικόπημα στην Ελλάδα (1967) και στην Κύπρο, καθώς και με την τουρκική εισβολή που ακολούθησε, αλλά και με ό,τι η επιτροπή έκρινε ότι συνδεόταν άμεσα ή έμμεσα με τα γεγονότα αυτά. Το έργο της Επιτροπής περατώθηκε στις 31 Οκτωβρίου 1988, λιγότερο από δύο χρόνια μετά την έναρξη λειτουργίας της.
Ρυθμοί χελώνας
Το 1989 η Κυπριακή Βουλή αποφασίζει τη σύσταση αντίστοιχης Εξεταστικής Επιτροπής. Πέρασε όμως μια δεκαετία για να ανακοινωθεί, το 1999, η σύνθεσή της. Η Επιτροπή λειτούργησε –με μεγάλες περιόδους αδράνειας– μέχρι το 2011, όταν δύο μήνες πριν από τις βουλευτικές εκλογές της χρονιάς εκείνης δημοσιοποίησε το πόρισμά της. Τελευταίος πρόεδρος της Επιτροπής ήταν ο Μαρίνος Σιζόπουλος, ο οποίος το 2023 έκδωσε δικό του βιβλίο με «ντοκουμέντα από τον Φάκελο της Κύπρου». Ωστόσο, το πόρισμα της Επιτροπής δέχθηκε σοβαρή κριτική για την ποιότητά του, ενώ υπήρξαν και ισχυρισμοί ότι ορισμένα από τα έγγραφα επί των οποίων στηρίχθηκε ήταν πλαστά.
Σ’ αντίθεση όμως με το πόρισμα της Κυπριακής Βουλής, αυτό της Βουλής των Ελλήνων παρέμενε άκρως απόρρητο, στο υπόγειο του υπουργείου Εξωτερικών. Όπως σημειώνει στο βιβλίο «Καταγραφή», ο πρώην πρόεδρος της Βουλής Γιαννάκης Ομήρου «υπήρχε μια σκιά στις σχέσεις μεταξύ της Κυπριακής και της Ελληνική Βουλής. Αιτία, η άρνηση της Βουλής των Ελλήνων, κατά τη διετία 1986-88, να ανταποκριθεί στο αίτημα της Κυπριακής Βουλής και να παραδώσει το υλικό το οποίο είχε συλλέξει». Όταν πρόεδρος της Κυπριακής Βουλής ήταν ο Σπύρος Κυπριανού (1996-2001) «είχε δημιουργηθεί κλίμα σοβαρής έντασης και δημόσιων αντεγκλήσεων με την Αθήνα για το θέμα αυτό» (βλ. Ομήρου, σελ. 206).
Ο Γιαννάκης Ομήρου ήταν ο άνθρωπος στον οποίο οφείλεται η δημοσιοποίηση του Φακέλου της Κύπρου. Όταν ήταν πρόεδρος της Βουλής το 2015, έπεισε την Ελληνίδα ομόλογό του Ζωή Κωνσταντοπούλου και τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να δοθεί στην Κυπριακή Βουλή το πόρισμα. Όπως αναφέρεται στην εισαγωγή του πρώτου τόμου του πορίσματος, «τριάντα περίπου χρόνια αργότερα και σαράντα τρία μετά την τραγωδία του 1974, η Βουλή των Ελλήνων, σε συνεδρίασή της, στις 11 Ιουλίου 2017, αποφάσισε ομόφωνα όπως το υλικό του Φακέλου της Κύπρου παραδοθεί στη Βουλή των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας και από κοινού να δημοσιοποιηθεί. Η παράδοσή του έγινε σε ειδική συνεδρία της Βουλής των Αντιπροσώπων, στις 14 Ιουλίου 2017, στη Λευκωσία» επί προεδρίας Δημήτρη Συλλούρη και Νικόλαου Βούτση.
Η «Οδύσσεια» του Φακέλου της Κύπρου όμως δεν έχει ακόμη τελειώσει. Οι εργασίες της έκδοσης συνεχίζονται ακόμη. Σύμφωνα με τον ιστορικό Πέτρο Παπαπολυβίου «έχουν κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα δέκα τόμοι και έχει σταλεί στο τυπογραφείο ο ενδέκατος. Υπολείπεται η έκδοση (έντυπη και ηλεκτρονική) άλλων 15-20 τόμων με τις μαρτυρικές καταθέσεις όσων κλήθηκαν στη Βουλή των Ελλήνων κατά το 1986-1987 από την τότε Επιτροπή του Φακέλου της Κύπρου».
ahadjikyriacos@gnora.com