Του Ανδρέα Χατζηκυριάκου
Η «Καθημερινή» αρχίζει από σήμερα τη δημοσίευση, σε συνέχειες, μιας ιστορικής έρευνας για τη «γέννηση» και εξέλιξη της σχέσης του προέδρου της Δημοκρατίας, αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ με την ελληνική βασιλική οικογένεια. Ήταν το Στέμμα ένας θεσμός που γοήτευε τον Μακάριο ή το εφαλτήριό του στην ελληνική πολιτική ζωή; Τι θαύμασε η Φρειδερίκη στον Κύπριο ιεράρχη και τι προκάλεσε στον ισχυρό δεσμό μεταξύ του και του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου;
Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος δεν έκρυβε ότι ένιωθε μειονεκτικά απέναντι σε ηγέτες μεγαλύτερων κρατών. Σαν «κουνούπι δίπλα σε ελέφαντα» ομολόγησε στη φημισμένη δημοσιογράφο Οριάνα Φαλλάτσι.
Η πρώτη γνωριμία του 36χρόνου Κύπριου μητροπολίτη Κιτίου Μακαρίου και της 33χρόνης Φρειδερίκης του Αννοβέρου, βασιλικής συζύγου του Παύλου Α΄ της Ελλάδας, έγινε τον Σεπτέμβριο 1949. Ένα χρόνο προηγουμένως, ο Μακάριος είχε εκλεγεί μητροπολίτης Κιτίου, ενώ ακόμα σπούδαζε κοινωνιολογία της Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης στις ΗΠΑ. Άφησε τις σπουδές στη μέση και επέστρεψε στο νησί για να αναλάβει τον μητροπολιτικό θρόνο. Αμέσως «σφιχταγκάλιασε» το αίτημα των Ελλήνων της Κύπρου για ένωση και έγινε ο μεγάλος εκφραστής του.
Φυσιολογικά το πρώτο του ταξίδι ήταν στην Αθήνα, για να αναβιώσει το ενδιαφέρον της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας για την Κύπρο. Ο Εμφύλιος είχε εξουδετερώσει οποιοδήποτε άλλο εθνικό θέμα, ενώ η στήριξη που έδωσε η Βρετανία στους νικητές του ήταν πηγή ανησυχίας για τους Έλληνες της Κύπρου ως προς την προθυμία του εθνικού κέντρου να διεκδικήσει την ένωση της αγγλικής αποικίας με την Ελλάδα. Η Φρειδερίκη, από την πλευρά της, βρισκόταν ήδη δύο χρόνια στον θρόνο και «έκτιζε» ένα δυναμικό και αυτόνομο προφίλ πάνω στην κοινωνική διάσταση του εμφυλίου, μέσω του εράνου της «Πρόνοιας Βορείων Επαρχιών Ελλάδος», που οδήγησε στη δημιουργία των πολυσυζητημένων Παιδουπόλεων για την προστασία των παιδιών των εμπόλεμων περιοχών.
Σε προσωπικό επίπεδο, οι δύο προέρχονταν από εντελώς ασυμβίβαστα σύμπαντα. Οι καταβολές τους δεν θα μπορούσαν να ήταν πιο αταίριαστες. Η Φρειδερίκη, με τη γέννησή της έφερε τους τίτλους της πριγκίπισσας του Αννοβέρου, της δούκισσας του Μπράουνσβιγκ Λύνεμπουργκ, ενώ, ως τρισέγγονη της Βικτωρίας του Ηνωμένου Βασιλείου και κατέχοντας την 34η θέση στη γραμμή διαδοχής του βρετανικού θρόνου, έφερε τον τίτλο της πριγκίπισσας της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας. Από την άλλη, οι γονείς του Μακαρίου ασχολούνταν με την κτηνοτροφία. Ο ίδιος έχασε τη μητέρα του στα 11 και, για να τα βγάλει πέρα η οικογένεια και να μάθει εκείνος γράμματα, μπήκε στο μοναστήρι στα 13. Η οικογένεια του Μακαρίου διατηρούσε χειμερινή μάντρα στην τοποθεσία Ύλακας και θερινή, στις Έμνες, στο δάσος της Πάφου. Η βασιλική οικογένεια διατηρούσε χειμερινά ανάκτορα στο δάσος Τατοΐου και θερινά στο Μον Ρεπό στην Κέρκυρα. Δύο παράταιροι κόσμοι που μόνο στα παραμύθια συναντώνται.
Ο Μακάριος δεν έκρυβε ότι ένιωθε μειονεκτικά απέναντι σε ηγέτες μεγαλύτερων κρατών. Σαν «κουνούπι δίπλα σε ελέφαντα» ομολόγησε στη φημισμένη δημοσιογράφο Οριάνα Φαλλάτσι και όσο κι αν προσπαθούσαν να τον κάνουν να νιώσει καλύτερα, «διατηρούσα το σύμπλεγμα κατωτερότητας». Η δημοσιογράφος τον ρώτησε τότε: «Νιώθετε συχνά αυτό το κόμπλεξ κατωτερότητας;». Αφοπλιστικά ειλικρινής, ο Μακάριος απάντησε: «Α, ναι. Αν δεν είναι κατωτερότητα, είναι ανησυχία». Της διηγήθηκε ότι όταν είχε επισκεφθεί τη Σοβιετική Ένωση και διανυκτέρευε στο Κρεμλίνο, «κάθε πρωί έλεγα στον εαυτό μου, “Θεέ μου, ένας αρχιεπίσκοπος μέσα στο Κρεμλίνο”» (βλ. Φαλλάτσι, σελ. 546-548). Ασφαλώς και το σύμπλεγμα κατωτερότητάς του ως ηγέτη μιας μικρής χώρας, δεν μεταφέρεται αυτόματα και στις προσωπικές του σχέσεις. Ενδεχομένως όμως να αποτελεί ένα στίγμα. Ό,τι κι αν συνέβη στον αθέατο χώρο της ανθρώπινης ψυχολογίας, για πάνω από δύο δεκαετίες μετά την πρώτη τους συνάντηση, Μακάριος και Φρειδερίκη συνδέθηκαν με ένα δεσμό τον οποίο αργότερα κληρονόμησε και ο διάδοχος Κωνσταντίνος. Για τα επόμενα 25 περίπου χρόνια, ο Κύπριος ιεράρχης θα ήταν τακτικός επισκέπτης των ανακτόρων και βασίλισσα και αρχιεπίσκοπος θα κυριαρχούσαν στην εθνική πολιτική σκηνή, σε μια παράσταση με τραγικό τέλος για τον ελληνισμό και για τον θεσμό της μοναρχίας.
Τον Οκτώβριο του 1950, ο Μακάριος είχε εκλεγεί αρχιεπίσκοπος και θα ξεκινούσε από την Αθήνα την πρώτη του διεθνή εκστρατεία προώθησης του αιτήματος των Ελλήνων της Κύπρου για ένωση, όπως αποτυπώθηκε στο δημοψήφισμα του Ιανουαρίου, 1950. Η παρουσία του στην ελληνική πρωτεύουσα ήταν το έναυσμα για μαζικές φοιτητικές διαδηλώσεις, που στόχευαν να ανυψώσουν το ζήτημα της Κύπρου στην κορυφή της ελληνικής δημόσιας ατζέντας και να ασκήσουν πίεση στην ελληνική κυβέρνηση να υιοθετήσει το αίτημα.
Ενώ η Αθήνα εσείετο από τις διαδηλώσεις, ο Μακάριος βρήκε χρόνο να επισκεφθεί τα ανάκτορα του Τατοΐου για δεύτερη φορά, να συναντήσει τη Φρειδερίκη (η επίσημη συνάντηση ήταν με τον βασιλιά Παύλο Α΄), να τελέσει τρισάγιο στον τάφο του αδελφού του, Γεώργιου Β΄ και να καταθέσει δάφνινα στεφάνια σε όλα τα μνήματα του βασιλικού κοιμητηρίου. Πέραν των πολιτικών σκοπιμοτήτων, όπως θα δούμε, ο Μακάριος ένιωθε έναν ιστορικό δεσμό με τον θεσμό της βασιλείας, που προερχόταν από τα βάθη της ελληνικής ιστορίας με αφετηρία το Βυζάντιο (βλ. Κρανιδιώτης, σελ. 556).
Επικριτές του Μακαρίου τού προσάπτουν τέτοια σαγήνη με τη μοναρχία ή τόσο μεγάλη φιλοδοξία ώστε να επιδιώξει να καταστεί και ο ίδιος εν μέρει «γαλαζοαίματος». Παραπέμπουν στη μαρτυρία του υπουργού Εθνικής Άμυνας Πέτρου Γαρουφαλιά πως το καλοκαίρι του 1964 αξίωσε τη θέση του αντιβασιλέα για να συναινέσει σε σχέδιο ενώσεως Κύπρου – Ελλάδας (βλ. Γαρουφαλιάς, σελ. 198). Ο Μακάριος είχε υπόψη του το προηγούμενο με τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών Δαμασκηνό, τον οποίο είχε γνωρίσει την περίοδο της γερμανικής κατοχής όταν φοιτούσε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Προερχόμενος από βρετανική αποικία, ο Μακάριος ως Άγγλος υπήκοος κινδύνευσε να συλληφθεί, αλλά με παρέμβαση του Δαμασκηνού κατάφερε να παραμείνει στην Αθήνα με την υποχρέωση να παρουσιάζεται μία φορά τη βδομάδα σε ειδικό τμήμα για αλλοδαπούς (βλ. Κοκκινόφτας). Στις 31 Δεκεμβρίου 1944, με πρωτοβουλία του Ουίνστων Τσώρτσιλ, ο Δαμασκηνός είχε διορισθεί αντιβασιλέας από τον αυτοεξόριστο βασιλιά Γεώργιο Β΄. Η εγκυρότητα της μαρτυρίας του Γαρουφαλιά είναι αδύνατον να ελεγχθεί, μιας και ο ίδιος επικαλείται κατ’ ιδίαν συνομιλία του με τον αρχιεπίσκοπο, την οποία αποκάλυψε μετά τον θάνατο του.
Ο Μακάριος, στα 30 περίπου χρόνια της δημοσίας παρουσίας του, όχι μόνο δεν έκρυψε τα φιλοβασιλικά του αισθήματα, αλλά κάθε φορά που του δινόταν η ευκαιρία «έβαζε ράχη» για τους γαλαζοαίματους φίλους του, είτε βρίσκονταν στον θρόνο είτε στην εξορία. Κορυφαία, η όχι και τόσο γνωστή ενέργειά του, εν μέσω της τραγωδίας του 1974, να αναμιχθεί στα εσωτερικά της Ελλάδας υπέρ του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου, εξοργίζοντας τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, με τον οποίο είχε μια τουλάχιστον άβολη και κατά καιρούς εχθρική σχέση. Συνεχίζεται.
Βιβλιογραφία
Πέτρος Γαρουφαλιάς, Ελλάς και Κύπρος – Τραγικά Σφάλματα, Ευκαιρίες που Χάθηκαν, αυτοέκδοση, Αθήνα, 1982.
Νίκος Κρανιδιώτης, Ανοχύρωτη Πολιτεία – Κύπρος 1960-1974, Τόμος Β΄, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα, 1985.
Kωστής Κοκκινόφτας, O Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄ (1913-1977) και η Ιερά Μονή Κύκκου, Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Kύκκου, Λευκωσία, 2017.
Oριάνα Φαλλάτσι, Συνάντηση με την Ιστορία, μετάφραση Έρης Κανδρή, Πάπυρος, Aθήνα, 1976.