Του Ανδρέα Χατζηκυριάκου
Η σημερινή ιστορία εξελίσσεται γύρω από μια συνάντηση, το 1976, στην οποία ο Μακάριος «απείλησε» με μετάθεση τον Αμερικανό πρέσβη στη Λευκωσία Μπιλ Κρόφορντ, νιώθοντας ισχυρός εν αναμονή της εκλογικής νίκης του Τζίμι Κάρτερ. Ο Δημοκρατικός υποψήφιος, μεταξύ πολλών άλλων, είχε υποσχεθεί στο ελληνικό λόμπι ότι θα ξεκαθάριζε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ από τα απομεινάρια του Κίσινγκερ. Κι ενώ ο ελληνισμός έτριβε, με ρεβανσιστική ικανοποίηση, τα χέρια του, όταν εξελέγη ο Κάρτερ, ο δήθεν σωτήρας σχεδίαζε να ξηλώσει τη μεγάλη επιτυχία του ελληνικού λόμπι, το εμπάργκο όπλων στην Τουρκία, που επετεύχθη επί Κίσινγκερ.
Στις 26 Αυγούστου 1974, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ εμφανίσθηκε ενώπιον της Επιτροπής Εξωτερικών της Γερουσίας για την κατάσταση στην Κύπρο. Όταν ολοκλήρωσε την τοποθέτησή του, πήρε τον λόγο ο ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Τζέικομπ Τζάβιτς, εβραϊκής καταγωγής.
«Κύριε υπουργέ, δικαίως ή αδίκως, θεωρούμαι από ορισμένους ως ο ηγέτης του εβραϊκού λόμπι στο Κογκρέσο, με το οποίο έχετε κατά καιρούς διαφωνήσει. Επιτρέψτε μου σύντομα να σας μιλήσω για ορισμένες πραγματικότητες της αμερικανικής πολιτικής. Η εβραϊκή επιρροή στις ΗΠΑ είναι συγκεντρωμένη σε μερικές βασικές πόλεις, Νέα Υόρκη, Λος Άντζελες, Σικάγο. Η ελληνική επιρροή είναι παντού. Δεν υπάρχει ένας σερίφης, ένας δήμαρχος μικρής πόλης, κυβερνήτης πολιτείας, επίτροπος αυτοκινητοδρόμων, που δεν είναι, σε κάποιο βαθμό, υποχρεωμένος στην υποστήριξη των Ελληνοαμερικανών, είτε Ρεπουμπλικανών, είτε Δημοκρατικών. Οι Έλληνες στις ΗΠΑ έχουν μια οργάνωση που τους συνδέει, που ονομάζεται AHEPA, μια οργάνωση για τη διατήρηση του ελληνικού πολιτισμού. Δεν υπήρξε ποτέ πολιτική οργάνωση. Οι Ελληνοαμερικανοί δεν άσκησαν ποτέ εθνική πολιτική επιρροή. Το ενδιαφέρον τους είναι οι άδειες αλκοολούχων ποτών, οι συμβάσεις αυτοκινητοδρόμων, οι άδειες εστιατορίων και ούτω καθεξής. Ποτέ προηγουμένως δεν είχαν ασκήσει αυτό το ουσιαστικά τεράστιο βάρος σε εθνικό επίπεδο. Αλλά το Κυπριακό τούς έχει ηλεκτρίσει, όπως δεν έχουν ηλεκτρισθεί ποτέ προηγουμένως, και έχουν μια δομή μέσω της οποίας μπορούν να ασκήσουν πολιτική επιρροή σε εθνικό επίπεδο. Εάν κατά καιρούς, δρ Κίσινγκερ, είχατε λόγο να διαφωνήσετε με το εβραϊκό λόμπι, απλώς περιμένετε μέχρι να σας χτυπήσει το ελληνικό λόμπι. (γέλια)» (βλ. συνέντευξη με τον πρέσβη Γουίλιαμ Κρόφορντ, 24 Οκτωβρίου, 1998 στο Association for Diplomatic Studies and Training).
Η γέννηση
Πριν από το καλοκαίρι του 1974, στο Κογκρέσο υπηρετούσαν δύο ομογενείς: ο Τζον Μπραδήμας, που εκλεγόταν από το 1959 στην Ιντιάνα και ο Πολ Σαρμπάνης, από το Μέριλαντ, ο οποίος εξελέγη για πρώτη φορά το 1971. Επίσης από το Μέριλαντ ήταν ο ελληνικής καταγωγής αντιπρόεδρος του Ρίτσαρντ Νίξον το 1968, Σπίρο Άγκνιου, ο οποίος παραιτήθηκε ντροπιασμένος το 1973 λόγω διαφθοράς. Μέχρι την τουρκική εισβολή, οι Ελληνοαμερικανοί ήταν οργανωμένοι γύρω από τις εκκλησιαστικές ενορίες της Αρχιεπισκοπής Αμερικής και στην AHEPA, η οποία ιδρύθηκε το 1922 για να προστατέψει τα πολιτικά τους δικαιώματα από την πολεμική μίσους της Κου Κλουξ Κλαν. H AHEPΑ «δεν είχε αναμιχθεί ποτέ σε θέματα εξωτερικής πολιτικής», είχε διαβεβαιώσει τον Κίσινγκερ ο Τζέραλντ Φόρντ, διάδοχος του Νίξον, ο οποίος επίσης παραιτήθηκε στις 9 Αυγούστου 1974, λόγω του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ.
Η τουρκική εισβολή «γέννησε» το ελληνικό λόμπι. Ήταν η έκφραση της αυθόρμητης αγωνίας των Ελληνοαμερικανών για την τύχη της Κύπρου και της Ελλάδας. Τα πρώτα χρόνια λειτούργησε στο πλαίσιο της αυτοοργάνωσης και αυτοχρηματοδότησης, χωρίς την καθοδήγηση της Αθήνας και της Λευκωσίας. Η Αρχιεπισκοπή Αμερικής έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κινητοποίηση, αφού μέσα από τις εκκλησιαστικές της δομές, σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, ενεργοποιήθηκαν οι ομογενείς. Άτυπη ημερομηνία γέννησης του λόμπι είναι η 19η Αυγούστου, όταν πραγματοποιήθηκε στην Ουάσιγκτον «μεγαλειώδης ομογενειακή συγκέντρωσις διαμαρτυρίας έξωθι του Λευκού Οίκου. Άνω των 20.000 ομογενών, από τας Ανατολικάς κυρίως πολιτείας διαμαρτυρήθηκαν εντόνως κατά της Αμερικανικής πολιτικής επί του Κυπριακού. Συνθήματα κατά του Κίσινγκερ. Υπερέβη τας προσδοκίας των οργανωτών η διαδήλωσις. Διαδήλωσις και στο Σικάγο» («Εθνικός Κήρυκας», 20 Αυγούστου 1974).
Ο μαγνήτης
Ο Κίσινγκερ ήταν ο μαγνήτης που τράβηξε βίαια πάνω του το μίσος και την οργή για την ανθρώπινη τραγωδία και την πληγωμένη περηφάνεια των Ελλήνων. «Στο Διάβολο!» τον έστελνε το κύριο άρθρο του ομογενειακού «Εθνικού Κήρυκα» στις 15 Αυγούστου 1975. Μαύρα φέρετρα με το όνομά του και αφίσες που τον επικήρυσσαν «Ζωντανό ή Νεκρό με αμοιβή £1» εμφανίζονταν στις διαδηλώσεις για την Κύπρο. Στο ελληνικό συλλογικό απωθημένο ήταν πιο ένοχος από τον αόρατο δικτάτορα Ιωαννίδη και εξίσου μισητός με την Τουρκία. Όσο κυνικός και αν ήταν ο Κίσινγκερ, τα τηλεγραφήματα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ προς τις πρεσβείες στην Αθήνα και τη Λευκωσία φανερώνουν ότι τον ενοχλούσε αυτή η κριτική και το κύμα αντιαμερικανισμού που είχε κατακλύσει Ελλάδα και Κύπρο. Σε μήνυμά του, στις 17 Αυγούστου 1974, στον Έλληνα πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή, έλεγε ότι «είναι εντελώς αδικαιολόγητο να επιρρίπτεται η ευθύνη στις ΗΠΑ» για την τουρκική εισβολή (Τηλεγράφημα 181127 από υπουργό Εξωτερικών προς πρέσβη ΗΠΑ στην Αθήνα, 17 Αυγούστου, 1974). Αργότερα, όπως θα δούμε, θα ανακαλούσε τον πρέσβη του στην Κύπρο για να δείξει την ενόχλησή του.
Ο Χένρι Κίσινγκερ ήταν ο μαγνήτης που τράβηξε βίαια πάνω του το μίσος και την οργή για την ανθρώπινη τραγωδία και την πληγωμένη περηφάνεια των Ελλήνων.
Η Κύπρος όμως ήταν μια μικρή τρικυμία μπροστά στο τσουνάμι αμφισβήτησης της εξωτερικής πολιτικής στην Ουάσιγκτον, λόγω του πολέμου στο Βιετνάμ, του πραξικοπήματος στη Χιλή και του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ. Γύρω από τους Μπραδήμα και Σαρμπάνη δημιουργήθηκε μια άτυπη συμμαχία υποστηρικτών Ελλάδας και Κύπρου, επικριτών του Κίσινγκερ και πολιτικών που διεκδικούσαν επανεκλογή και ήθελαν να εξαργυρώσουν την αγωνία της αμερικανικής κοινωνίας απέναντι στον νέο εχθρό, τα ναρκωτικά για τα οποία υπεύθυνη θεωρείτο και η Τουρκία όπου καλλιεργείτο με κρατική ανοχή όπιο.
Το εμπάργκο
Με αυτά τα «πυρομαχικά», η «Συμμορία των Τεσσάρων» στο Κογκρέσο, του γερουσιαστή Τόμας Ήγκλετον, του βουλευτή Μπεν Ρόσενταλ και των Σαρμπάνη και Μπραδήμα, διεκδίκησαν την επιβολή εμπάργκο όπλων στην Τουρκία για να την πιέσουν σε παραχωρήσεις στην Κύπρο. Απέναντί τους στάθηκε ο Κίσινγκερ, ο οποίος τους κατηγόρησε ότι «διακινδύνευαν μια ζωτική συμμαχία [των ΗΠΑ με την Τουρκία] χωρίς να προωθούνται οι προοπτικές διευθέτησης του Κυπριακού». Στις 17 Οκτωβρίου 1974, το Κογκρέσο ψήφισε υπέρ της διακοπής της στρατιωτικής βοήθειας στην Τουρκία «μέχρις ότου ο πρόεδρος [σ.σ. των ΗΠΑ] πιστοποιήσει στο Κογκρέσο ότι ουσιαστική πρόοδος προς μια συμφωνία έχει επιτευχθεί» στο Κυπριακό.
Δύο μόλις μήνες μετά τη «γέννησή» του, το ελληνικό λόμπι είχε καταγάγει την πρώτη του μεγάλη νίκη, η οποία ναι μεν δεν βελτίωσε τις προοπτικές λύσης στο Κυπριακό, αλλά προκάλεσε μεγάλη λαϊκή ικανοποίηση σε Κύπρο και Ελλάδα. Είχε ιδωθεί σαν επικράτηση του δικαίου επί της αδικίας και ήττα του Κίσινγκερ.
Οι υπερβολές
Στις 12 Δεκέμβριου του 1974, ο Τζίμι Κάρτερ εξήγγειλε υποψηφιότητα για το χρίσμα των Δημοκρατικών για τις εκλογές του 1976 για τον Λευκό Οίκο, με αντίπαλο τον Ρεπουμπλικάνο Τζέραλντ Φορντ και τον κίνδυνο παραμονής του Κίσινγκερ, αλλά και πιστεύοντας τις γενναιόδωρες υποσχέσεις του Κάρτερ, το άπειρο ελληνικό λόμπι σήκωσε το λάβαρο του Κάρτερ. Υπήρχε υπερβολική αισιοδοξία. Το μήνυμα σε Λευκωσία και Αθήνα ήταν ότι «“όταν ο άνθρωπός μας, ο Κάρτερ, πάρει τα ηνία, θα διασφαλίσουμε ότι οποιοσδήποτε είχε την παραμικρή σχέση με την καταστροφική περίοδο [καλοκαίρι 1974] θα εξαφανιστεί”. Έκαναν ειδική αναφορά σε πρέσβεις», θυμάται ο πρέσβης τότε των ΗΠΑ στην Κύπρο Μπιλ Κρόφορντ (βλ. Συνέντευξη Κρόφορντ). Αυτόν είχε ανακαλέσει ο Κίσινγκερ για να στείλει το μήνυμα στον Μακάριο ότι δεν θα γίνονταν ανεκτές άλλες επιθέσεις κατά της αμερικανικής πρεσβείας –στις 19 Αυγούστου 1974, στην πρώτη τέτοια διαδήλωση, είχε δολοφονηθεί ο Αμερικανός πρέσβης Ρότζερ Ντέιβις.
Ο Μακάριος
Ο Μακάριος εκνευρίσθηκε με την κίνηση Κίσινγκερ, αλλά και με το προφορικό μήνυμα που του μετέφερε ο Κρόφορντ, όταν επέστρεψε, δύο βδομάδες αργότερα. Έχοντας κατά νου τις υποσχέσεις των ομογενών, ακολούθησε ο πιο κάτω διάλογος με τον Κρόφορντ:
«Κύριε πρέσβη, δεν είναι αλήθεια ότι στο σύστημά σας, οι πρέσβεις υποβάλλουν τις παραιτήσεις τους, όταν εκλεγεί νέος πρόεδρος;
Ναι, Μακαριότατε, είναι.
Δεν θα ίσχυε το ίδιο και στην περίπτωσή σας, έστω και αν είστε διπλωμάτης καριέρας; Θα υποβάλλατε την παραίτησή σας;
Ναι, Μακαριότατε.
Ποιες είναι οι επιθυμίες σας;
Μακαριότατε, αν έχει έρθει η ώρα που δεν μπορώ πλέον να υπηρετήσω την υπόθεση της ειρήνης στην Κύπρο, θα χαρώ να φύγω. Αν θα μπορούσα να είμαι χρήσιμος με βάση τη γνώση και εμπειρία μου από την Κύπρο, θα προτιμούσα να μείνω».
Ο Μακάριος «χαμογέλασε πολύ αχνά, έχοντας στείλει το μήνυμα ότι μπορούσε να απομακρύνει τον απεσταλμένο του Κίσινγκερ κατά βούληση».
Ο Κάρτερ και οι καμπάνες
Στις 2 Νοεμβρίου, 1976 ο Κάρτερ αναδείχθηκε πρόεδρος των ΗΠΑ. Σε Κύπρο και Ελλάδα κτύπησαν χαρμόσυνα οι καμπάνες, οι απεγνωσμένοι πρόσφυγες πίστεψαν πως πλησίαζε η ώρα της επιστροφής.
Στις 2 Νοεμβρίου 1976, ο Κάρτερ αναδείχθηκε πρόεδρος των ΗΠΑ. Σε Κύπρο και Ελλάδα κτύπησαν χαρμόσυνα οι καμπάνες, οι απεγνωσμένοι πρόσφυγες πίστεψαν πως πλησίαζε η ώρα της επιστροφής. Ήταν η πρώτη αισιόδοξη στιγμή από το 1974. Το ελληνικό λόμπι βρέθηκε στο στρατόπεδο των νικητών. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Διότι ενόσω η ενασχόληση της ελληνικής πλευράς ήταν το ξεκαθάρισμα στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο Κάρτερ και οι συνεργάτες του δουλεύαν για να άρουν το εμπάργκο όπλων στην Τουρκία. Χρειάσθηκαν 20 μήνες. Τον Αύγουστο 1978 με οριακή πλειοψηφία (208-205) στη Βουλή και πιο άνετη (57-42) στη Γερουσία, το Κογκρέσο εισάκουσε τις εκκλήσεις του προέδρου Κάρτερ. «Πρόκειται για την πιο σημαντική απόφαση εξωτερικής πολιτικής που αντιμετωπίζει το Κογκρέσο» είχε δηλώσει ο Κάρτερ, ο οποίος ανέλαβε προσωπικά την εκστρατεία αυτή, σύμφωνα με τη «Washington Post». Η ισχνή πλειοψηφία, σύμφωνα με την εφημερίδα, αντανακλούσε «τη σκληρή αντίσταση της ελληνοαμερικανικής κοινότητας».
Ο ηγέτης της κυπριακής ομογένειας Φίλιπ Κρίστοφερ παραδέχθηκε ότι «βεβαίως ξεγελαστήκαμε όλοι, διότι μάθαμε πώς δουλεύουν οι πολιτικοί. Οι υποσχέσεις του 1976 και οι καμπάνες που κτύπησαν ότι θα ελευθερωθεί η Κύπρος λόγω της εκλογής Κάρτερ και η απογοήτευση που ακολούθησε ήταν σημαντικό μάθημα που πήραμε» (βλ. συνέντευξη στο ΚΥΠΕ, 27 Αυγούστου 2009).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Henry Kisinger, «Years of Renewal», Εκδόσεις Simon & Schuster, 1999.
Αθανάσιος Αλαμανιώτης, «Η επιρροή των λόμπι στην Αμερικανική εξωτερική πολιτική», διδακτορική διατριβή, 2016.