Οι θιασώτες του metaverse, με πρώτο τον Mark, αναφέρουν πως σύντομα θα έχουμε τη δυνατότητα να υπάρχουμε σε ένα παράλληλο ψηφιακό περιβάλλον. Έναν χώρο επαυξημένης πραγματικότητας, πολύ πιο σύνθετο από τα υφιστάμενα ψηφιακά περιβάλλοντα, στον οποίο θα μεταφέρουμε μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων μας. Ένα ίσως αφελές ερώτημα, είναι το γιατί χρειαζόμαστε αυτό το νέο περιβάλλον;
Διαρκώς παρούσα ανάγκη της αγοράς, που άλλοτε αναφέρεται δημόσια και άλλοτε όχι, είναι η επέκταση του πεδίου λειτουργίας της. Αυτή η γενική αρχή ιστορικά έχει βρει πολλές εφαρμογές, ορισμένες από τις οποίες αποτελούν και τρανά παραδείγματα της επιτυχίας της. Από συστήματα εκπαίδευσης που άλλοτε αποτελούσαν κρατικό μονοπώλιο και στη συνέχεια ανοίχτηκαν για ιδιώτες παίκτες, μέχρι τη δημιουργία του internet όπως το ξέρουμε σήμερα, τα παραδείγματα όπου «η αγορά» δημιουργήθηκε εκεί που δεν υπήρχε, είναι πολλά. Υπό αυτό το πρίσμα, το metaverse, ή οποιαδήποτε μορφή «επαυξημένης πραγματικότητας» μας βρει στο μέλλον, αποτελεί μία μοναδική ευκαιρία για μεγαλύτερη επέκταση της αγοράς και των λειτουργιών της.
Τα NFTs (Non-Fungible Tokens), δηλαδή τα μη ανταλλάξιμα ψηφιακά tokens, αναφέρονται σε «ψηφιακές συμβάσεις» που κάνοντας χρήση της τεχνολογίας blockchain καθορίζουν το ποιος είναι ο μόνος ιδιοκτήτης ενός ψηφιακού στοιχείου, είτε αυτό είναι ένα gif, ένα έργο τέχνης, ένα αξεσουάρ για τον ψηφιακό εαυτό σου στο metaverse, ή ένα ψηφιακό ακίνητο. Στο περιβάλλον λοιπόν του metaverse, ο χρήστης (θα) μπορεί να ξοδεύει χρήματα για να βελτιώνει την ψηφιακή του εμπειρία. Επί του πρακτέου, αυτή η βελτίωση της εμπειρίας, αναφέρεται στη δαπάνη χρημάτων προκειμένου να δείχνει στους υπόλοιπους χρήστες, την ικανότητά του να πραγματοποιήσει καθ’ αυτή τη δαπάνη, να κάνει δηλαδή flex. Το ενδιαφέρον ωστόσο του κοινού για κάτι τέτοιο, έχει στρέψει ολοένα και περισσότερα παραδοσιακά brands στο να επενδύουν σε εταιρείες παραγωγής ψηφιακών στοιχείων.
Πόσα θα έδινες για τα ψηφιακά σου sneakers;
Στο τέλος του προηγούμενου έτους η Nike εξαγόρασε την RTFKT Studios, μια εταιρεία που δημιουργεί NFTs, όπως ψηφιακά παπούτσια. Η ίδια στο site της, παρουσιάζει τον εαυτό της ως έναν φορέα που χρησιμοποιώντας την τεχνολογία blockchain, δημιουργεί μοναδικά ψηφιακά αντικείμενα για χρήση σε περιβάλλον επαυξημένης πραγματικότητας.
Μέχρι τώρα, σημαντική στιγμή για την εταιρεία υπήρξε η προώθηση μιας υβριδικής σειράς, όπου φυσικά sneakers πωλήθηκαν από κοινού με τα NFTs τους, που έδιναν ουσιαστικά στους ιδιοκτήτες τους (κατ’ ακρίβεια στα avatars τους) τη δυνατότητα να τα «χρησιμοποιούν» ψηφιακά, αποδεικνύοντας ότι είναι κάτοχοί τους. Από τη σκοπιά του marketing, η κίνηση αυτή ήταν μάλλον πετυχημένη, αφού το κοινό στο οποίο απευθυνόταν, έδειχνε ενδιαφέρον για την κατοχή αυτών των ψηφιακών sneakers, ακόμα και αν η χρησιμότητά τους περιορίζεται στο flex.
Ασφαλώς η επίδειξη πλούτου μέσω της κατοχής άυλων, ή υλικών περιουσιακών στοιχείων δεν είναι καινούρια. Τα ψηφιακά sneakers του παρελθόντος, είναι ένας αυθεντικός πίνακας ζωγραφικής από κάποιον που τον αντιλαμβάνεται ως τρόπαιο και όχι ως έργο τέχνης. Αυτή η αναλογία αν και εύστοχη ως ένα βαθμό, παραβλέπει τις δύο βασικές διαφορές του flex του παρελθόντος, από το σημερινό: Ότι στην περίπτωση του πίνακα, το κέρδος καρπωνόταν ο καλλιτέχνης, ή κάποιοι μεσάζοντες και κυρίως, ότι η κατοχή των περιουσιακών στοιχείων αυτών περιοριζόταν σε έναν μικρό αριθμό εύπορων ανθρώπων.
Για τις εταιρείες που επενδύουν στο metaverse, η επιτυχία του βασίζεται στη δημιουργία μιας νέας αγοράς, που έως σήμερα δεν υπήρχε. Στο πλαίσιο αυτής το σύνολο των ανθρώπων και όχι μία μικρή ομάδα πλουσίων, θα έχει πλέον τη δυνατότητα για επίδειξη κατοχής κάποιου στοιχείου, ακόμα και αν αυτό είναι ένα ζευγάρι ψηφιακά sneakers. Στη διευρυμένη του μορφή, όπου σύμφωνα με τους εμπνευστές του ολοένα και περισσότερες ανθρώπινες δραστηριότητες θα μεταφερθούν από τον φυσικό στον metaverse κόσμο, ο πραγματικός χρόνος κατανάλωσης θα αυξηθεί σημαντικά. Δηλαδή, χρόνος που σήμερα αποτελεί νεκρό μέρος του 24ώρου, ως προς την κατανάλωση ενός ατόμου, θα μπορεί να λειτουργήσει αποδοτικά για τους ψηφιακούς δημιουργούς και κυρίως για όσες εταιρείες -και ήδη πολλές κινούνται προς τα εκεί- θα εμπορεύονται σε μαζική κλίμακα NFTs.
Με τον ίδιο τρόπο που, για την αγορά, μία βόλτα στο βουνό είναι σαφώς υποδεέστερη της βόλτας στο mall, αφού η πρώτη δεν εμπεριέχει κατανάλωση, έτσι και το παραδοσιακό πλέον video call, είναι λιγότερο προτιμητέο από την συνάντηση σε ένα περιβάλλον του metaverse, στο οποίο επιτάσσεται η αγορά ψηφιακών sneakers.
FOMO, η κινητήριος δύναμη μίας φούσκας
Το Νοέμβριο του προηγούμενου χρόνου το πρακτορείο Reuters μετέδωσε την είδηση της πώλησης ενός ψηφιακού οικοπέδου στο metaverse προς 2.4 εκατομμύρια δολάρια. Σημαντικό ποσό, αν αναλογιστούμε ότι με τα ίδια χρήματα μπορεί κανείς να αγοράσει (ή να επενδύσει σε) ακίνητα που καλύπτουν ορισμένες βασικές ανάγκες, όπως εκείνη της στέγασης. Αυτό που η παραδοσιακή ακίνητη ιδιοκτησία, σε αντίθεση με εκείνη του metaverse, δεν καλύπτει, είναι η δυνατότητα άμεσης και μεγάλης απόδοσης από την εκ νέου διάθεση του στοιχείου στην αγορά. Πόσες ιστορίες ιδιοκτητών ακινήτων γνωρίζουμε, που σε διάστημα ενός χρόνου πέτυχαν αποδόσεις που έφτασαν το +1.000%; Μάλλον όχι πολλές. Αντίθετα, σε περιπτώσεις συναλλαγής ψηφιακών στοιχεία αυτή η απόδοση έχει καταγραφεί, δημιουργώντας σε πολλούς την αίσθηση ότι μπορεί να επαναληφθεί.
Ο φόβος να μην «μένεις πίσω», ή αλλιώς FOMO (fear of missing out) αποδεικνύεται αρκετά επιδραστικός σε μερίδα ανθρώπων, οι οποίοι θεωρούν εαυτούς αφελείς, όταν αναλογίζονται ότι άλλοι έχουν την δυνατότητα να πετύχουν τέτοιες αποδόσεις και οι ίδιοι όχι. Ανάλογα κίνητρα έχουν καταγραφεί και σε περιπτώσεις πιο παραδοσιακών αγορών, από χρηματιστήρια αξιών, μέχρι φαινόμενα εκτόξευσης της ζήτησης για συγκεκριμένα υλικά αγαθά. Εδώ εντοπίζεται το οξύμωρο, να θεωρείται εύλογη η ανορθολογική απόφαση να προχωρήσει κάποιος στην αγορά τέτοιων NFTs, φοβούμενος ακριβώς να μην χάσει την αναδυόμενη ευκαιρία.
Τι και αν η κατοχή ενός ψηφιακού οικοπέδου έχει ακριβώς την ίδια αξία χρήσης με την κατοχή ενός δρόμου στη Monopoly; Για όσο διαρκεί η στροφή της αγοράς σε παρόμοια προϊόντα, είναι λογικό για πολλούς να προσπαθούν να κερδίσουν «επενδύοντας» σε αυτά. Αν όχι με ποσά όπως αυτό που αναφέρθηκε, συμβιβαζόμενοι σε μικρότερα ψηφιακά ακίνητα, λιγότερο προνομιακών ψηφιακών τοποθεσιών. Το πρόβλημα με αυτές τις ψηφιακές ιδιοκτησίες, είναι ότι όταν τελειώσει η έξαρση του συλλογικού ανορθολογισμού και οι αξίες τους πέσουν, οι ιδιοκτήτες τους δεν θα έχουν στην κατοχή τους, ούτε καν ένα μπουκέτο τουλίπες για να προσφέρουν στο ταίρι τους.
Είναι το blockchain πρόβλημα;
Το βασικό ερώτημα δεν είναι το αν η χρήση της τεχνολογίας blockchain είναι το μέλλον. Σε αυτό η απάντηση είναι μάλλον καταφατική.
Αυτό που χρειάζεται προσοχή είναι ότι -τουλάχιστον προς ώρας- χρησιμοποιείται διευρυμένα για την ανάπτυξη στοιχείων με πραγματικά μηδενική αξία χρήσης. Κατ’ ακρίβεια όχι μόνο με μηδενική αξία χρήσης, αλλά με τρόπους που έχουν αρνητικό αποτύπωμα. Από την επιβάρυνση του περιβάλλοντος, λόγω των τεράστιων ποσοτήτων ενέργειας που δαπανώνται για το mining των cryptos, (στοιχείων που η βασική τους λειτουργία είναι η κερδοσκοπία, ή έστω η αφελής προσδοκία των κατόχων τους σε αυτήν), μέχρι την ώθηση σε καταναλωτικές δαπάνες για απόκτηση στοιχείων των οποίων η αξία περιορίζεται στο ψηφιακό flex, η χρήση της τεχνολογίας αυτής έχει μέχρι σήμερα ένα κοινό χαρακτηριστικό: Τη δέσμευση και επένδυση κεφαλαίου, σε μη παραγωγικές επενδύσεις, με στόχο τη μέγιστη δυνατή απόδοση. Μία τάση που αν και αναμενόμενη για την αγορά, είναι μάλλον πρωτόγνωρη, αφού αποσπά από τον αγοραστή οποιαδήποτε δυνατότητα κάλυψης αναγκών, όπως συνέβαινε με τα άυλα ή μη στοιχεία που αγόραζε έως σήμερα.
*ΜΑ International Economics