Σε απάντηση σε άρθρο μου στην Καθημερινή, ημ. 2 φεβρουαρίου 2024, με τίτλο «ο Δικαστής Αρέστη, το Κράτος και οι ημικρατικοί», στο οποίο σχολίαζα θέσεις που είχε διατυπώσει σε συνέντευξη του ημ. 28 Ιανουαρίου 2024, ο κύριος Αρέστη αντιπαρέρχεται τα βασικά ερωτήματα που έθεσα και παραθέτει το άρθρο 4 του νόμου για τους διορισμούς των ΔΣ των ημικρατικών. Σε αυτό, λέει, βρίσκεται η απάντηση στο ερώτημα «πού στηρίζεται η θέση ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει από το νόμο και το Σύνταγμα την εξουσία να διορίζει μέλη των συμβουλίων των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ημικρατικών Οργανισμών) πρόσωπα τα οποία να μπορούν να προωθούν το πρόγραμμά του και γενικά την πολιτική της εκτελεστικής εξουσίας».
Φυσικά, παραθέτει το άρθρο 4, χωρίς να μας διευκολύνει να εντοπίσουμε το σημείο όπου αποδίδονται δικαιώματα στον ΠτΔ, και την πρόνοια με βάση την οποία «ο ΠτΔ έχει δικαίωμα να ζητεί την παύση των ΔΣ», όπως είχε αναφέρει στη συνέντευξη του ο κ. Αρέστη. Παρομοίως, δεν μας βοηθά να βρούμε ανάμεσα στα κριτήρια διορισμού την προϋπόθεση «να εφαρμόσουν το (προεκλογικό) πρόγραμμα του Προέδρου».
Ενώ, στη συνέντευξη και στην απάντηση του, κάνει λόγο για «δικαίωμα από το Νόμο και το Σύνταγμα», μας παραθέτει άρθρο του Νόμου, μα ουδέν για πρόνοια του Συντάγματος. Παραμένει το ερώτημα: Πού αναφέρεται στο Σύνταγμα δικαίωμα του ΠτΔ να ζητά παύση και να επιλέγει τα ΔΣ των ημικρατικών από αυτούς που «θα στηρίξουν το προεκλογικό πρόγραμμα του»;
Συναφές είναι το ρώτημα, πώς συνάδει με αρχές αξιοκρατίας θέση, η οποία υπονοεί πως μη υποστηρικτές του ΠτΔ δεν είναι σε θέση να υπηρετήσουν το δημόσιο συμφέρον ως μέλη ΔΣ σε ημικρατικούς;
Δεν θα επεκταθώ, επαναλαμβάνοντας την ανάλυση που είχα κάνει στο άρθρο μου στις 2 Φεβρουαρίου 2024. Θα υπενθυμίσω, απλώς, τα ερωτήματα στα οποία δεν απάντησε ο κ. Αρέστη, και τα οποία άπτονται της ουσίας, δηλαδή της υπόστασης και του ρόλου των ημικρατικών. Είναι τα πιο κάτω:
Σε τι στηρίζει τη θέση σύμφωνα με την οποία οι ημικρατικοί ή νομικά πρόσωπα δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) είναι προεκτάσεις της εκτελεστικής εξουσίας; Πώς συγχύζει τις έννοιες ‘κράτος’ και ‘εκτελεστική εξουσία’; Πώς συνάδει αυτό με τις θέσεις και συστάσεις διεθνών οργανισμών (ΕΕ, ΔΝΤ, ΟΑΣΕ), που για μερικούς ζητούν ιδιωτικοποίηση, ενώ, συνάμα, κρίνουν ασύμβατη την παύση των ΔΣ από νεοεκλεγείσα κυβέρνηση;
Πού στηρίζει τον ισχυρισμό πως τώρα δεν χρειάζεται να περνούν από κόμματα οι πολίτες που επιθυμούν διορισμό, ενώ, από το 2013, προνοεί ο νόμος πως όποιος επιθυμεί διορισμό μπορεί να απευθυνθεί στον αρμόδιο υπουργό, χωρίς να υπάρχει αναφορά σε κόμματα;
Αναφορικά με το ρόλο που έδινε στα κόμματα ο νόμος από το 1988 μέχρι το 2013 (καταχρηστικά, θεωρώ), γιατί δεν ανέφερε τίποτε ο κ. Αρέστης για το πώς προέκυψε, σαν απότοκο της ΔΗΚΟκρατίας; Γιατί προτιμά επίθεση μόνο σε ΑΚΕΛ και ΔΗΣΥ, ερμηνεύοντας την κριτική τους με τα λόγια «κτυπούν τον Πρόεδρο»;
Τελευταίο σημείο, ερώτημα στο άρθρο μου ήταν για τη σύγκρουση συμφέροντος του κ. Αρέστη:
Πώς είναι δυνατό, ο εισηγητής για τη σύσταση και το πλαίσιο του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου να δέχεται διορισμό ως πρόεδρος του, παραβλέποντας τη σύγκρουση συμφέροντος; Πώς γίνεται;
Για όλα τα πιο πάνω, αναμένει κάθε πολίτης απαντήσεις στο πλαίσιο της λογοδοσίας με σεβασμό στον καθένα, μακριά από αναφορές παρόμοιες με «απάντηση σε άρθρο κάποιου κυρίου Χριστοφόρου». Αλλιώς, θέσεις και τοποθετήσεις, πιθανόν, βλάπτουν το συντάκτη και τη φήμη του.
Από εμένα, κλείνει το κεφάλαιο αυτό.
Χριστόφορος Χριστοφόρου, Πολιτικός αναλυτής