Η πολιτική ρυθμίζει τη λειτουργία του κοινού βίου χάριν της «ευδαιμονίας» των πολιτών. Δημιουργώντας θεσμούς, η πολιτική θέτει όρια και παρέχει δυνατότητες. Οι νόμοι, σε μια αυτοκυβερνώμενη οντότητα, αντανακλούν βαθύτερες ανθρωπολογικές αντιλήψεις. Πώς αυτοκατανοούμαστε; Πώς θέλουμε να ζούμε; Στο νομοσχέδιο για τη θέσπιση του ομόφυλου γάμου, το οποίο συζητείται στη Βουλή των Ελλήνων, μέχρι τούδε αυτονόητα ζητήματα τίθενται προς επανεξέταση.
Ο ισχυρότερος αντίλογος στο νομοσχέδιο προέρχεται από την Εκκλησία της Ελλάδος. Σε εισήγησή του στην Ιερά Σύνοδο ο μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαος συνάγει την απορριπτική στάση του έναντι του ομόφυλου γάμου από, μεταξύ άλλων, τη «φυσιολογία» των δύο φύλων. Δεν θα εξετάσω τη συνολική επιχειρηματολογία του από λογική σκοπιά –τις αντιφάσεις, τα εννοιολογικά ολισθήματα, την έλλειψη τεκμηρίων, και τα non sequitur (τα «συνεπώς» και τα «ως εκ τούτου» που δεν προκύπτουν από προκείμενες). Θα εστιάσω στην άποψή του ότι η «φυσιολογία» καθορίζει τους θεσμούς.
Για τον σεβασμιότατο, ο ομόφυλος γάμος συνιστά «παρά φύσιν εκτροπή». Γιατί; Διότι ο γάμος είναι «υποχρεωτικά ετεροφυλοφιλικός», καθότι μόνον έτσι παρέχεται η δυνατότητα «φυσιολογικής σωματικής ένωσης» για τεκνοποιία: μόνο με τη «συμπληρωματική» λειτουργία των «αναπαραγωγικών οργάνων» γεννάται νέα ζωή. Η σεξουαλική έλξη υπάρχει αλλά δεν είναι «αυτοσκοπός», καθότι υπηρετεί την «αναπαραγωγική προοπτική».
Η αντίληψη αυτή είναι πεπαλαιωμένη κατά μισό αιώνα. Το 1978 είχαμε τη γέννηση του πρώτου ανθρώπου με τεχνητή γονιμοποίηση (Τ.Γ.) –γονιμοποίηση ωαρίων από σπερματοζωάρια στο εργαστήριο. Στη Βρετανία, περίπου 400.000 παιδιά έχουν γεννηθεί με Τ.Γ. από το 1991 μέχρι σήμερα –τρεις φορές παραπάνω το 2019 απ’ ό,τι το 1991. Εκτιμάται ότι 12 εκατ. παιδιά έχουν γεννηθεί παγκοσμίως με τη μέθοδο της Τ.Γ.
Γιατί είναι σημαντική αυτή η εξέλιξη; Διότι, εφόσον η αναπαραγωγή είναι εφικτή, εν μέρει, εξωσωματικά, η έλευση στη ζωή ενός ανθρώπου δεν εξαρτάται, πλέον, αποκλειστικά από τη σεξουαλική συνεύρεση («φυσιολογική σωματική ένωση») δύο ετερόφυλων. Η τεκνοποιία διαχωρίζεται από τη σεξουαλικότητα. Η φυσιολογία θέτει, βεβαίως, όρια: χωρίς συνένωση ωαρίων και σπερματοζωαρίων δεν προκύπτει νέα ζωή. Η επίτευξη, ωστόσο, της συνένωσης διαμεσολαβείται αφενός από την τεχνολογία, αφετέρου από τους θεσμούς. Η «πόλις» αποφασίζει πώς θα οργανώσει τη φυσιολογία.
Η Τ.Γ. είναι αριθμητικά περιορισμένη, έχει όμως τεράστια εννοιολογική σημασία. Καινούργιες διακρίσεις εισάγονται και, συνεπώς, μια νέα θεσμική πραγματικότητα δυνητικά αναδύεται. Εφόσον «αρσενικό και θηλυκό» μπορούν να «συνεργασθούν» εξωσωματικά (σε κυτταρικό επίπεδο, στο εργαστήριο), επανατίθεται ο ρόλος της σωματικότητας στην αναπαραγωγή. Η σεξουαλική επιθυμία διακρίνεται πιο ξεκάθαρα από την αναπαραγωγική λειτουργία. Η τεκνοποιία μπορεί να προκύψει, εν μέρει, «παρά φύσιν» (in vitro). Η αναπαραγωγική συμπληρωματικότητα δεν ταυτίζεται με τη σεξουαλικότητα. Η βιολογία όχι μόνο δεν υπαγορεύει τη θέσμιση της αναπαραγωγής, αλλά εντείνει τον συναφή προβληματισμό. Τι είναι «φύσις» και πώς οργανώνουμε θεσμικά τις δυνατότητες που παρέχει;
Η διάκριση «φύσεως» και «νόμου» συνιστά μια από τις πιο δημιουργικές στιγμές της αρχαιοελληνικής σκέψης, τονίζει ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Διαλεγόμενος με τον Αριστοτέλη, ο αείμνηστος φιλόσοφος παρατηρεί ότι «φύσις είναι η ακαταμάχητη τάση του όντος […] να λάβει μορφή για να υπάρξει»· η «φύσις» τείνει προς τη μορφοποίηση. Ο νόμος εκφράζει ανθρώπινες συμβάσεις μέσω των οποίων «καθιστούμε τους εαυτούς μας ανθρώπινα όντα». Οι νόμοι θεσμίζονται –δεν προκύπτουν αιτιωδώς από την «φύσιν».
Αντίθετα με τους αρχαίους, όμως, ο Καστοριάδης τονίζει ότι οι μορφές των έμβιων και, πολύ περισσότερο, των ανθρώπινων, όντων δεν είναι εκ των προτέρων καθορισμένες αλλά εμπεριέχουν τη «δημιουργία». Όλα τα έμβια όντα αυτοσυγκροτούνται, δημιουργώντας έναν «ιδιόκοσμο». Το έμβιο ον μορφο-ποιεί – δημιουργεί, με τον δικό του τρόπο, δίνει στα εξωτερικά ερεθίσματα ιδιάζουσα μορφή. Αλλιώς λ.χ. βλέπουν οι νυχτερίδες κι αλλιώς οι αλεπούδες ή οι άνθρωποι.
Το ίδιο κάνουν και οι κοινωνίες σε ένα ανώτερο επίπεδο –παράγουν τον δικό τους ιδιόκοσμο σημασιών. Όπως κάθε ιδιόκοσμος, ο κοινωνικός ιδιόκοσμος συνιστά ένα κλειστό σύστημα –η κεντρική κοσμοθεώρηση δεν αμφισβητείται. Με μια διαφορά, όμως. Η κλειστότητα διαρρηγνύεται ιστορικά, πρώτα στην αρχαία Ελλάδα και, αργότερα, στη Δυτική Ευρώπη. Για πρώτη φορά, έχουμε την ανάδυση μια νέας μορφής –της αυτονομίας. Η κοινωνία δίνει δημοκρατικά νόμους στον εαυτό της –«θέτει ρητώς υπό έλεγχο και αμφισβήτηση τους νόμους της υπάρξεώς [της]». Οι ανθρώπινοι νόμοι δεν υπαγορεύονται από τους νόμους της «φύσεως» αλλά συνιστούν «δημιουργία». Η κοινωνία αυτοθεσμίζεται ανάλογα με το πώς αυτοκατανοείται. Δεν υπάρχει πιο «παρά φύσιν» δημιουργία από την έννοια της ισότητας. Όταν όλα στη φύση είναι άνισα, οι αρχαίοι Έλληνες θέσμισαν την αξία της ισότητας μεταξύ ανθρώπων. Τερατώδες!
Ο θεσμός του γάμου ούτε θεόδοτος είναι, ούτε υπαγορεύεται από τη φύση. Συνιστά κοινωνική θέσμιση και, συνεπώς, υπόκειται σε ανα-θέσμιση, αντανακλώντας την αυτοκατανόηση της κοινότητας. «Αυτονομία», γράφει ο Καστοριάδης, είναι η «ικανότητα [της κοινωνίας] του δραν συλλογισμένα και ρητά, με στόχο τον μετασχηματισμό του νόμου […]. Ο νόμος καθίσταται ρητή αυτοδημιουργία της μορφής –πράγμα που τον εμφανίζει πάντοτε ως το αντίθετο της φύσεως και, συγχρόνως, ως μία από τις απολήξεις της». Κατά νόμον θα πει παρά φύσιν.
Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και αντεπιστέλλον μέλος της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών.
www.htsoukas.com