«Διαφωνώ με αυτό που λες αλλά θα έδινα και τη ζωή μου για να έχεις το δικαίωμα να το λες ελεύθερα.» Αυτή η περίφημη φράση αποδίδεται στον Βολταίρο. Δεν μπορώ να είμαι βέβαιος αν όντως ο Βολταίρος την εξέφρασε αλλά είμαι βέβαιος ότι για να εκφραστεί απαιτείται η ευφυΐα και φαντασία ενός Βολταίρου και, βεβαίως, η αυτοπεποίθηση μιας προσωπικότητας σαν τον Βολταίρο. Διακόσια περίπου χρόνια μετά τον Βολταίρο, τη δεκαετία του 1980 εξελίχθηκε στη Γαλλία η υπόθεση Faurisson.
Ο Robert Faurisson ήταν Γάλλος καθηγητής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Lyon. Είχε αρχίσει να γράφει διάφορα άρθρα με αποκορύφωμα το βιβλίο του Mémoireen défense (1980), στα οποία αρνούνταν το Ολοκαύτωμα.Ο ίδιος ο Faurisson κατηγορήθηκε ως αντισημίτης και νέο-Ναζί και υπέστη διάφορα ως αποτέλεσμα του περιεχομένου των βιβλίων και άρθρων του: εκδιώχθηκε από τη δουλειά του, ξυλοκοπήθηκε, του επιβλήθηκε πρόστιμο και έτυχε χυδαίας κριτικής κυρίως από τη γαλλική διανόηση. Το θέμα μας όμως δεν είναι ο Faurisson και οι ιδέες του, αλλά η στάση του Νόαμ Τσόμσκι στην υπόθεση Faurisson. Ο Τσόμσκι, ως γνωστόν, είναι Αμερικανοεβραίος καθηγητής θεωρητικής Γλωσσολογίας στο MIT στη Βοστώνη και ένας από τους μεγαλύτερους διανοούμενους του 20ού αιώνα. Ανεξαρτήτως αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με τις πολιτικές απόψεις του, δεν μπορεί παρά να του αναγνωρίσει σθένος και συνέπεια στον λόγο του, αφού ήταν για δεκαετίες μία από τις λίγες φωνές στις ΗΠΑ που ασκούσε δριμεία και ανηλεή κριτική στην εξωτερική πολιτική της πατρίδας του και όχι μόνο.
Ο Τσόμσκι, λοιπόν, αποφασίζει να σταθεί απέναντι στη γαλλική διανόηση και να επιχειρηματολογήσει ότι δεν πρέπει να μας πνίγει το συναίσθημα επειδή διαφωνούμε με το περιεχόμενο των ιδεών του Faurisson, αλλά θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι είναι αναγκαιότητα σε μια Δημοκρατία να δίνεται το δικαίωμα σε κάθε άνθρωπο να εκφράζεται ελεύθερα και να έχει το δικαίωμα να δημοσιεύει τις απόψεις του. Ο Τσόμσκι δεν έχει αυταπάτες, γνωρίζει καλά πόσο εσφαλμένες είναι οι θέσεις του Faurisson. Αυτό που έκανε ήταν να προσπαθήσει να διακρίνει μεταξύ αυτού που προάγει ιδεολογικά και πολιτικά τον Ναζισμό και τον αντισημιτισμό και αυτού που ερμηνεύει κάποια γεγονότα ή καταστάσεις με τον δικό του ιδιόμορφο –και για πολλούς απεχθή–τρόπο. Ο πρώτος απειλεί τη Δημοκρατία και η Δημοκρατία οφείλει να επινοεί τρόπους που να περιορίζουν τη δράση του. Ο δεύτερος, ωστόσο, λειτουργεί μέσα στο πλαίσιο της Δημοκρατίας και ακολουθεί τους κανόνες της, και αν διαφέρει από τον μέσο άνθρωπο είναι σε ένα πράγμα: έχει απόψεις που έρχονται σε σύγκρουση με τις επικρατούσες απόψεις μιας κοινωνίας.
Ο ίδιος ο Τσόμσκι έκρινε ότι ο Faurissonανήκε στη δεύτερη ομάδα, τον είχε αποκαλέσει δε «ένα, κάποιας μορφής, απολιτικό φιλελεύθερο άτομο». Αφού αντιληφθεί κανείς αυτή τη διάκριση, τότε είναι σε θέση να αντιληφθεί το επιχείρημα του Τσόμσκι, το οποίο είναι το εξής: αν διασφαλίσεις το δικαίωμα της έκφρασης του ατόμου που εκφράζει απόψεις οι οποίες έρχονται σε σύγκρουση με τις επικρατούσες σε μια κοινωνία, τότε ενδυναμώνεις τα θεμέλια της Δημοκρατίας διότι διασφαλίζεις για όλους (δηλαδή, και στις λιγότερο «ακραίες» απόψεις) το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης. Αν ωστόσο στερείς το δικαίωμα σε μια τέτοια άποψη, τότε πού βάζεις ως κοινωνία το όριο, τη γραμμή; Με άλλα λόγια, για να νοιώθει ο πολίτης πραγματικά ελεύθερος και συνάμα ασφαλής να εκφραστεί, πρέπει να γνωρίζει ότι η κοινωνία στην οποία ζει έχει επιδείξει ανοχή ακόμη και σε απόψεις που συγκρούονται μετωπικά με τις βασικές αρχές της επικρατούσας άποψης. Με διαφορετικά λόγια, το να αμύνεσαι για το δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης μόνο υπέρ κάποιου που ουσιαστικά δεν το χρειάζεται, είναι, επιεικώς, υποκρισία. Όσο υπάρχει Δημοκρατία, το επιχείρημα του Τσόμσκι θα είναι πάντοτε επίκαιρο και χρήσιμο. Αν υπήρχε Δημοκρατία στην Ιταλία του 17ου αιώνα θα ήταν χρήσιμο και για τον Γαλιλαίο. Αυτά για την ιστορία.
Στην Κύπρο αυτές τις μέρες είμαστε αντιμέτωποι με ένα περιστατικό που έχει ομοιότητες με αυτά που περιέγραψα. Οφείλουμε να αποφασίσουμε αν μας είναι χρήσιμο το επιχείρημα του Τσόμσκι. Η απόφασή μας θα κρίνει την κατεύθυνση του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Θέλουμε να δώσουμε πραγματική ελευθερία έκφρασης στον κάθε πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας, ακόμη και όταν οι απόψεις του συγκρούονται με τις επικρατούσες; Ακόμη και όταν οι απόψεις του συγκρούονται με εκείνες με τις οποίες μας εμπότισε η κοινωνία μας και οι οποίες μετατράπηκαν σε πεποιθήσεις που εμφανίζονται ως να είναι βαθιά ριζωμένες μέσα μας; Την απάντηση δεν θα τη δώσουν οι θεσμοί. Οι θεσμοί είναι αυτοί που μας έχουν εμποτίσει με αυτά που καλούμε πεποιθήσεις.
Οι θεσμοί θα κάνουν ό,τι τους επιτρέπει το νομικό, το πολιτικό και το κοινωνικό πλαίσιο, για να μη διαταραχθεί η κατάσταση ως είχε πριν την εμφάνιση αυτού του περιστατικού. Είναι δική μας ευθύνη να αποφασίσουμε αν μας είναι χρήσιμο το επιχείρημα. Αν ναι, τότε ανεβάζουμε ένα σκαλοπάτι πιο πάνω τη Δημοκρατία μας. Αν όχι, τότε η διαφορά μας με τον τρόπο που συμπεριφέρθηκαν οι ακραίοι ισλαμιστές στην περίπτωση «Charlie Hebdo» το 2015 θα εντοπίζεται μόνο στον τρόπο δράσης και όχι στον τρόπο σκέψης. Ο καθένας από εμάς είτε έχει άποψη, είτε θα μπορούσε να διαμορφώσει άποψη για τα δημοσιευμένα έργα του κ. Γιώργου Γαβριήλ. Όποια και να είναι αυτή η άποψη δεν μας δίνει το δικαίωμα ως πολίτες της Δημοκρατίας να αποδεχτούμε την αφαίρεση του δικαιώματος της έκφρασης του κ. Γαβριήλ ή την οποιαδήποτε τιμωρία του για το περιεχόμενο της έκφρασής του. Οι θεσμοί της Πολιτείας και της κοινωνίας ίσως τελικά του το αφαιρέσουν, ίσως τελικά επινοήσουν προφάσεις για να τον τιμωρήσουν, αλλά αν γίνει αυτό με τη συναίνεση των πολιτών τότε αυτοκαταδικαζόμαστε σε περιορισμό της σκέψης και της έκφρασής μας. Αυτοκαταδικαζόμαστε στη σιωπή.
*Ο κ. Δημήτρης Πορτίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.