Προκειμένου να κατισχύσουν ή, τουλάχιστον, να ελαχιστοποιήσουν τις ζημίες τους, στον πολιτικό ανταγωνισμό, οι πολιτικοί των κομμάτων εξουσίας τείνουν να είναι οικονομικοί με την αλήθεια, να μιλούν γενικόλογα, και/ή να τανύζουν φενακιστικά τις έννοιες. Χρησιμοποιούν, δηλαδή, τον πολιτικό λόγο εργαλειακά, όχι διαφωτιστικά. Όταν, σπάνια, το μοτίβο του εργαλειακού λόγου θραύεται, ο πολιτικός ξεχωρίζει: ο λόγος του αποκτά δραστικότητα, ο ίδιος συσσωρεύει πολιτικό κεφάλαιο.
Πότε συμβαίνει αυτό; Όταν ο πολιτικός διακινδυνεύει κάτι πολύτιμο γι’ αυτόν. Ο Κώστας Σημίτης το 1996 διακινδύνευσε την πρωθυπουργία, όταν ζήτησε και την εκλογή του στη θέση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, μετά τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης το 2015 διακινδύνευσε τη διαγραφή του, όταν απέκλινε από την κομματική γραμμή, μην υπερψηφίζοντας τον Π. Παυλόπουλο για Πρόεδρο της Δημοκρατίας διότι, μεταξύ άλλων, «δεν αντιστάθηκε στις «σειρήνες» του πελατειακού κράτους και χειρίστηκε με ανεπάρκεια [τις βίαιες ταραχές] τον Δεκέμβριο 2008». Και στις δύο περιπτώσεις, η διακινδύνευση ανέδειξε τις πεποιθήσεις, όχι τον ωφελιμιστικό κομφορμισμό του πολιτικού.
Εκτιμούμε ανθρώπους με σπονδυλική στήλη. Μας απωθούν οι θεσιθήρες. Όταν η ριψοκίνδυνη πολιτική πράξη εναρμονίζεται με επαγγελίες αλλαγής, ο πολιτικός δίνει δείγματα αυτοθυσιαστικής συμπεριφοράς χάριν του κοινού καλού. Τότε μας εμπνέει και μας συν-κινεί.
Ένα δείγμα ριψοκίνδυνου πολιτικού λόγου εξέφερε ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης, στη συνέντευξή του στη Σία Κοσιώνη και τον Παύλο Τσίμα, στον «Σκάι». «Ο μεγάλος στόχος [μου] είναι να λύσουμε τον πυρήνα της διαφοράς [με την Τουρκία]», είπε ο πρωθυπουργός. Μια συμφωνία με τη γείτονα χώρα «μπορεί ενδεχομένως, ναι, να συνεπάγεται και κάποιες υποχωρήσεις από κάποιες θέσεις [μας]. […]».
Δεν πρόκειται μόνο για έξοχο δείγμα πολιτικού ρεαλισμού αλλά και για τολμηρή ανάληψη πολιτικού ρίσκου από τον κ. Μητσοτάκη, θυμίζοντας την προσέγγιση Σημίτη με τη συμφωνία του Ελσίνκι, το 1999. Ξέρει καλά ο πρωθυπουργός ότι η κατ’ επάγγελμα εθνικόφρων Σαμαρική, όπως και η ράθυμα συντηρητική Καραμανλική, Δεξιά καραδοκούν. Το βαθύ κόμμα του δυσπιστεί σε οποιαδήποτε πράξη μπορεί να εκληφθεί ως «εθνική μειοδοσία». Δεν απέφυγε, άλλωστε, ούτε ο ίδιος το φθηνό εθνολαϊκισμό, όταν επέκρινε την κυβέρνηση Τσίπρα για τη συμφωνία των Πρεσπών το 2018 (παρεμπιπτόντως, με το ίδιο νόμισμα τον πληρώνει σήμερα, μικρονοϊκά, η νυν αντιπολίτευση). Σε κάθε περίπτωση, η τόλμη του κ. Μητσοτάκη εντυπωσιάζει και εξηγεί, εν μέρει, την απήχησή του πέραν της Κεντροδεξιάς.
Δεν είναι, ωστόσο, η μοναδική όψη του πρωθυπουργού. Η ξεκάθαρα φιλοδυτική και αναζωογονητικά ριψοκίνδυνη θέση του για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις συνυπάρχει με μια άλλη όψη, αυτή του κομματικού ωφελιμιστή, ο οποίος ανακριβολογεί και διαστρέφει αυτοεξυπηρετικά τις έννοιες. Όσο ο ριψοκίνδυνος Μητσοτάκης εμπνέει, άλλο τόσο ο ωφελιμιστής Μητσοτάκης απο-γοητεύει.
Στην ίδια συνέντευξη, ο πρωθυπουργός ανέφερε ότι κομματικοί ημέτεροι που διορίστηκαν διοικητές νοσοκομείων ήταν «ελάχιστοι». Αναληθές. Πάνω από τα δύο τρία των επικεφαλής των νοσοκομείων είχαν σχέση με τη ΝΔ (μέλη, συνδικαλιστές, πολιτευτές, κ.λπ.) («Πρώτο Θέμα», 27/11/2019).
«Πιστεύετε πραγματικά ότι [θέλουμε] να διορίσουμε σήμερα σε ένα κομβικό νοσοκομείο έναν άνθρωπο ο οποίος θα είναι εμφανώς ακατάλληλος;» αναρωτήθηκε ο κ. Μητσοτάκης. «Μα δεν θα δημιουργήσει αυτό πολύ περισσότερα προβλήματα από το πιθανό όφελος […];». Με κριτήρια αμιγώς ορθολογικής συμπεριφοράς έτσι θα ήταν. Στον πραγματικό κόσμο, όμως, οι λήπτες αποφάσεων υποκύπτουν σε εθισμούς, οι οποίοι μειώνουν την ορθολογικότητά τους. Ξέρω ότι με ωφελεί να κόψω το κάπνισμα αλλά διαρκώς το αναβάλλω. Γιατί; Διότι υποφέρω από «ακρασία», θα μου υποδείκνυε ο Αριστοτέλης. Πώς θα καταπολεμήσει τον χρόνιο εθισμό του κόμματός του στην πελατειακή κομματοκρατία ο πρωθυπουργός; Αναμένουμε.
Για τους διορισμούς στελεχών στο Δημόσιο, ο κ. Μητσοτάκης ανακοίνωσε τη θέσπιση «αντικειμενικών κριτηρίων» και επανέλαβε κοινότοπα πόσο σημαντικό είναι «να επιλέγεται ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση». Διότι, «το στοίχημά μου», είπε, «είναι να γίνει η δουλειά». Ποιος θα διαφωνήσει; Αλλά και ποιος θα ξεχάσει τον διορισμό του κ. Κοντολέοντος στην ΕΥΠ, ενώ ήταν «εμφανώς ακατάλληλος» γι’ αυτή τη θέση; Ευρύτερα, πώς ορίζει ο πρωθυπουργός τη «δουλειά» που πρέπει «να γίνει»; Στο κομματικό-πελατειακό κράτος, ξέρουμε πώς, συνήθως, ορίζεται η «δουλειά»: υπακοή σε κυβερνητικά κελεύσματα. Τα θεσμικά αντίβαρα είναι ανεπιθύμητα. Αν βρεθούν αξιωματούχοι, όπως ο κ. Ράμμος, που εστιάζουν ανεπηρέαστοι στον θεσμικό πυρήνα της δουλειάς τους, είδαμε πώς αντιμετωπίζονται: διασύρονται. Θα αλλάξει κάτι;
Αναγνωρίζοντας ότι οι γενικοί γραμματείς υπουργείων είναι «πολιτικοί διορισμοί», ο πρωθυπουργός σπεύδει να το συγκαλύψει, τανύζοντας φενακιστικά τις έννοιες. Οι γενικοί γραμματείς, που, εν συνεχεία, έγιναν υφυπουργοί στην κυβέρνησή του, βαφτίζονται «στελέχη της δημόσιας διοίκησης», τα οποία «δίνουν συνέχεια στο κράτος»! Πρόκειται για εννοιολογική διαστροφή: ως πολιτικά πρόσωπα, οι γενικοί γραμματείς δεν σταδιοδρομούν στη δημόσια διοίκηση. Όταν φύγουν τα πολιτικά αφεντικά τους, θα φύγουν κι αυτοί. Πού είναι η συνέχεια;
Το ερώτημα για τον κ. Μητσοτάκη είναι αν θέλει να μείνει στην ιστορία ως εκσυγχρονιστής statesman ή ως ένας ακόμα πρωθυπουργός της σειράς. Μόνο αυτός μπορεί να το απαντήσει.
Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick.