Την επόμενη φορά που θα δείτε στην τηλεόραση μια συζήτηση για το Κυπριακό, δοκιμάστε να κάνετε ένα πείραμα: σκεφτείτε, πόσοι από τους ομιλούντες, πολιτικοί ή δημοσιογράφοι, ήταν γεννημένοι το 1974;
Η απάντηση πιθανόν να σας εκπλήξει. Στα προεκλογικά πάνελ υπήρξαν στιγμές που η συζήτηση για το Κυπριακό διεξαγόταν αποκλειστικά ανάμεσα σε ανθρώπους που γεννήθηκαν μήνες, χρόνια ή και αρκετά χρόνια μετά, ακόμη και δεκαετία. Η Βουλή μας περιλαμβάνει πλέον αρκετούς τριαντάρηδες, ανάμεσά τους και η δεύτερη τη τάξει στα πολιτειακά αξιώματα, ΠτΒ, ενώ ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας γεννήθηκε λίγους μόνο μήνες πριν από την εισβολή. Η προηγούμενη γενιά, βλέπετε, ακόμη και οι νεοσύλλεκτοι του ’74, έχουν πια περάσει σε ηλικία συνταξιοδότησης. Κοντολογίς, συζητά και αποφασίζει μια γενιά που δεν έζησε –έστω ως ενήλικες– τα γεγονότα που διαμόρφωσαν τη ζωή όπως την ξέρουμε σήμερα, παρά μόνο μεγάλωσε με την αφήγησή τους, αλλά και με διαχωριστική γραμμή, οδοφράγματα και κάθε τόσο «ευκαιρίες λύσης».
Θυμάμαι συχνά, σε μια οργανωμένη επίσκεψη σε μνημεία που αναστηλώθηκαν πέριξ του Πενταδαχτύλου, έναν ηλικιωμένο άντρα από τον Γερόλακκο να μονολογεί με ένα πικρό χιούμορ, μόλις περάσαμε το οδόφραγμα του Αγίου Δομετίου, πως συλλέγει από τις εφημερίδες αγγελίες κηδειών των συγχωριανών του, μέχρι να λείψουν και να μην έχει πια αντικείμενο συλλογής. «Ένας ένας φεύγουν. Κάποια μέρα απλώς δεν θα υπάρχουν άνθρωποι να γράφουν “από τον Γερόλακκο”». Τον θυμάμαι κάθε μέρα όταν διαβάζω κι εγώ τις αναγγελίες – άραγε, ως πότε θα υπάρχουν Ελληνοκύπριοι που γεννήθηκαν στο βόρειο τμήμα;
Θυμάμαι κατά καιρούς και την άνετη απάντηση «ο χρόνος δεν είναι εναντίον μας» και τα συνθήματα περί μακροχρόνιου αγώνα στη συζήτηση «πρέπει να λύσουμε το Κυπριακό», μα να που ο χρόνος, σαν σωστό ζωτικό στοιχείο, μας ξεγέλασε, έκανε ένα κύκλο κοντά μισό αιώνα και τώρα επιστρέφει και μας κλείνει το μάτι, ψιθυρίζοντας «κάνε κάτι, διότι παίζουμε στις καθυστερήσεις». Ο κόσμος έχει αλλάξει δραματικά από εκείνο το καλοκαίρι: μεγαλώνουμε πια τη δεύτερη γενιά που γνωρίζει την Αμμόχωστο, την Κερύνεια και τη Μόρφου από τις γραφικές, σταματημένες στον χρόνο, φωτογραφίες στα σχολικά τετράδια, μια γενιά που οι ασπρόμαυρες εικόνες από τότε τούς μοιάζουν τόσο μακρινές, όσο έμοιαζαν σε εμάς οι φωτογραφίες της φλεγόμενης Σμύρνης. Τα παιδιά που πρόλαβαν να σεργιανίσουν στους αμμόλοφους των Σόλων και της Σαλαμίνας, να μαζέψουν στάχυα από την καυτή θερινή Μεσαρκά ή να κολυμπήσουν μετά το σχολείο στην παραλία της Γλώσσας, μεγαλώνουν πια τα εγγόνια τους βλέποντας τη βουνοπλαγιά της Κερύνειας να γεμίζει μπετόν και το μέχρι πρότινος κλειστό Βαρώσι να δίνει ραντεβού με τους τουρίστες σε δύο χρόνια.
Ο χρόνος που πέρασε για το Κυπριακό είναι τόσος, που πια δεν μας χαρίζει την πολυτέλεια του «περίμενε», αλλά μας δίνει τελεσίγραφα: θα βλέπουμε τα κατεχόμενα μέρη σε φωτογραφίες ή θα τα ξαναζήσουμε δίχως την αίσθηση του επισκέπτη; Και τελικά, τι νόημα έχει το «Δεν ξεχνώ», όταν η μνήμη χρόνο με τον χρόνο καθίσταται κληρονομική;
Η Χρύστα Ντζάνη είναι σύμβουλος επικοινωνίας.