Το κλασσικό ερώτημα «τι κάνουμε» επανέρχεται επιτακτικό. Για πρώτη φορά από την τουρκική εισβολή του 1974 το Κυπριακό βρίσκεται σε πλήρη στασιμότητα με προοπτική ενός μακροχρόνιου αδιέξοδου. Τα 48 χρόνια τουρκικής στρατιωτικής κατοχής επιβάλλουν απολογισμό πεπραγμένων και υποδεικνύουν την ανάγκη εθνικής περισυλλογής και συλλογικού προβληματισμού για την πορεία που πρέπει να ακολουθήσουμε για να τεθεί τέρμα στο δράμα του λαού μας. Δεν νοείται συμφιλίωση με την ακινησία και την εκφυλιστική παρέλευση του χρόνου. Η Τουρκία εξακολουθεί να προτείνει δύο λαούς, δύο κράτη, συνεταιρισμό, νομιμοποίηση του εποικισμού και της διαίρεσης, εγγυητικά δικαιώματα και ξένη στρατιωτική παρουσία. Ταυτόχρονα η Τουρκία απαιτεί συγκυριαρχία στο Αιγαίο και κηδεμονία των μουσουλμανικών κοινοτήτων στον πρώην οθωμανικό χώρο. Δηλαδή διχοτόμηση του Αιγαίου, κυπροποίηση της Θράκης και αλεξανδρετοποίηση της Κύπρου μέσω του εποικισμού.
Οφείλουμε να δώσουμε τη μάχη για διάσωση της Κυπριακής Δημοκρατίας και για τη φυσική και εθνική επιβίωση του κυπριακού ελληνισμού. Η ενότητα δράσης είναι απαραίτητη για μια λύση που θα προνοεί την ενότητα του χώρου, του κράτους, της οικονομίας, των θεσμών, των βασικών ελευθεριών, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θα απαλλάσσει από έποικους, κηδεμόνες και ξένη στρατιωτική παρουσία. Θέλουμε φιλία με όλους. Όχι μονόπλευρη. Θέλουμε ειρήνη, βασισμένη στη δικαιοσύνη. Το Κυπριακό είναι θέμα εισβολής, κατοχής, εποικισμού, παραβίασης των αρχών του Διεθνούς Δικαίου.
Είναι ώρα για μια θαρραλέα παραδοχή. Η στρατηγική που ακολουθήθηκε όλα τα χρόνια από την τουρκική εισβολή μέχρι σήμερα αποδείχθηκε ατελέσφορος. Επείγει η διαμόρφωση εναλλακτικού σχεδίου δράσης. Να τοποθετήσουμε την Τουρκία ενώπιον των ευθυνών της με το αίτημα πραγματοποίησης Διεθνούς Διάσκεψης. Να αξιοποιήσουμε την ευρωπαϊκή ιδιότητα της χώρας μας με ενεργό ανάμιξη της Ε.Ε. στις προσπάθειες για λύση. Ασφαλώς το Κυπριακό θα πρέπει να παραμείνει στο πλαίσιο του ΟΗΕ. Ωστόσο είναι και ευρωπαϊκό πρόβλημα. Και η Ε.Ε. πρέπει να συνδράμει επικουρικά τον διεθνή οργανισμό στις προσπάθειες και τις πρωτοβουλίες του για λύση. Να επιδιώξουμε την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Τουρκίας έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως αυτές αποφασίστηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ήδη από το 2005. Άρνηση της Τουρκίας να συμμορφωθεί, θα πρέπει να οδηγεί σε οριστικό τερματισμό της ενταξιακής της πορείας και οποιασδήποτε αναβάθμισης των ευρωτουρκικών σχέσεων. Το θέμα των κυρώσεων επί της Τουρκίας για τις έκνομες ενέργειές της στην Αμμόχωστο και την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας πρέπει να εγείρεται συνεχώς. Η εξαγγελία ΜΟΕ με την αυταπάτη επιστροφής της Αμμοχώστου έχει ήδη αποδειχθεί φενάκη. Ο ορυμαγδός των εξελίξεων από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία επιβάλλει την προβολή αιτήματος προς την Ε.Ε. για εγκατάλειψη της πολιτικής των «δύο μέτρων και δυο σταθμών» και την ισότιμη μεταχείριση της Κύπρου σε ότι αφορά την επιβολή κυρώσεων επί της Τουρκίας.
Επείγει ταυτόχρονα η αξιοποίηση των νέων γεωστρατηγικών, γεωπολιτικών και γεωοικονομικών δεδομένων που έχουν διαμορφωθεί στην περιοχή μας και ανέτρεψαν παγιωμένες ισορροπίες δεκαετιών. Η συνεργασία και οι συμμαχίες με Αίγυπτο, Ισραήλ, Ιορδανία, οι άριστες σχέσεις με το σύνολο του Αραβικού κόσμου σε συνδυασμό με το συγκριτικό πλεονέκτημα των φυσικών μας πόρων στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, συνιστούν το νέο πεδίο πάνω στο οποίο πρέπει να οικοδομηθεί η εθνική μας στρατηγική. Πλήρης συντονισμός με την Ελλάδα που αποτελεί τον φυσικό και πλέον σταθερό μας σύμμαχο. Η έμπρακτη χρησιμότητα αυτών των συνεργασιών να διασφαλιστεί με αμυντικές συμφωνίες αμοιβαίας συνδρομής.
Αναβίωση και επανοικοδόμηση κοινής αμυντικής πολιτικής Κύπρου – Ελλάδας και ισχυρή οικονομία. Άλλωστε η οικονομία μαζί με την άμυνα και μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και διπλωματία αποτελούν κορυφαίες παραμέτρους και θεμελιακούς πυλώνες της αναγκαίας εθνικής στρατηγικής για την επιτυχία του αγώνα για τερματισμό της κατοχής, για δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού προβλήματος και για τη λύτρωση του λαού μας από το κατά συρροή και κατ’ εξακολούθησιν έγκλημα της Τουρκίας σε βάρος της Κύπρου.
Ο κ. Γιαννάκης Λ. Ομήρου είναι πρώην πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων.