Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα «αφύπνισης» (woke) στην Ελλάδα, σήμερα, είναι το γεγονός ότι ενώ ο πρώην αρχηγός της πρώην αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ανοιχτά γκέι, αυτό δεν θεωρήθηκε μειονέκτημα, ούτε αποτέλεσε αντικείμενο κριτικής. Η ετερότητα, όλο και περισσότερο, γίνεται αποδεκτή.
Δεν είναι όλοι ευτυχείς με αυτή την εξέλιξη. Ο πρωθυπουργός της χρεοκοπίας μίλησε για τις «πατροπαράδοτες αξίες» που απειλούνται από τους «άκρατους δικαιωματιστές» (απειλούνταν και το 2001, γι’ αυτό είχε συνυπογράψει υπερηφάνως το αίτημα να μην καταργηθεί η αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες). Το ίδιο έκανε και ο πρωθυπουργός της επιτηδευμένης εθνικοφροσύνης, καταδικάζοντας τη «woke agenda» και θυμίζοντάς μας, σεμνά εννοείται, ότι «για την πατρίδα θυσίασα τα πάντα» (Οι με πόνο καρδιάς διορισμοί ημετέρων στο Δημόσιο και η ολιγόμηνη στρατιωτική θητεία του μπορούν να εκληφθούν ως «θυσία» από έναν γόνο της ελίτ). Οι ηγέτες της συντηρητικής Δεξιάς έχουν ανάγκη από ιδεολογικό αντίπαλο. Τον βρήκαν, σήμερα, στον «αφυπνισμό» (wokeism). Δεν είναι οι μόνοι, ούτε οι πιο χυδαίοι, ούτε οι πιο φανατικοί. H διανοητική νωθρότητα τους υποχρεώνει να καταφεύγουν σε ρητορικό δανεισμό από το εξωτερικό, κυρίως τις ΗΠΑ.
«Ξέρετε τι σημαίνει woke; Σημαίνει ότι είσαι χαμένος. Οτιδήποτε woke είναι σκατά», είπε όσο πιο ευγενικά μπορούσε ο Τραμπ. «Δεν θα παραδοθούμε ποτέ στον woke όχλο», διακήρυξε με στομφώδες ψευδο-τσωρτσιλικό ύφος ο κυβερνήτης της Φλόριντα ΝτεΣάντις, κραδαίνοντας το νομοθετικό πολυβόλο. Ο ψευδώνυμος «Νόμος Περί Ατομικής Ελευθερίας» της πολιτείας της Φλόριντα (2022), ο οποίος εν μέρει ακυρώθηκε από τη Δικαιοσύνη, απαγορεύει σε εκπαιδευτικούς και επιχειρηματικούς οργανισμούς να «στρεβλώνουν ιστορικά γεγονότα», όταν λ.χ. αναφέρουν ότι «ο ρατσισμός είναι εμπεδωμένος στην αμερικανική κοινωνία». Τα σχολεία και οι επιχειρήσεις δεν πρέπει να αναφέρονται σε οτιδήποτε επιφέρει «ψυχολογική δυσφορία εξαιτίας της φυλής [των εκπαιδευομένων]».
Οι ακραία συντηρητικοί θέλουν να μείνουν τα πράγματα ως έχουν – να μην αμφισβητούνται οι «πατροπαράδοτες» ιεραρχίες και η ηγεμονία του κατεστημένου λόγου. Στη φιλελεύθερη δημοκρατία αυτό είναι αδύνατον. Έχουμε επιλέξει να ζούμε με σωκρατικό τρόπο: «ο ανεξέταστος βίος ου βιωτός ανθρώπω». Δεν θεωρούμε ότι η αλήθεια είναι δεδομένη – την αναζητούμε, σε συνθήκες ελευθερίας και πολυφωνίας.
Το έθεσαν έξοχα οι δικαστές που εκδίκασαν την προσφυγή κατά του αντι-woke νόμου στη Φλόριντα. Η πολιτεία προσπαθεί «να δημιουργήσει το δικό της Υπουργείο Αλήθειας, επισημαίνοντας ποιες απόψεις θα είναι ορθόδοξες και ποιες θα απαγορεύονται στις πανεπιστημιακές αίθουσες», είπε ο δικαστής Γουόκερ. Και η δικαστής Γκραντ έγραψε: «ο νόμος στοχοποιεί την ομιλία με βάση το περιεχόμενό της. […] Τιμωρεί ορισμένες απόψεις – το μεγαλύτερο αμάρτημα της Πρώτης Τροποποίησης [του Συντάγματος]».
Αν και στη διαπάλη των ιδεών ο «αφυπνισμός» έχει αποκτήσει αρνητικό πρόσημο σήμερα, η διεργασία της αφύπνισης παραμένει ενεργός στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, διεισδύοντας στις βιωμένες καθημερινές αντιλήψεις –στον βιόκοσμο– των ατόμων. Διανοητικές αναζητήσεις, καινοφανείς πρακτικές, και κινηματικές αμφισβητήσεις, σε περιβάλλον συντεταγμένης ελευθερίας, κατέστησαν βαθμιαία τη νομοθεσία, τους θεσμούς, τις ατομικές στάσεις και το λεξιλόγιο πιο συμπεριληπτικά.
Έχουμε αποκτήσει μια πιο εκλεπτυσμένη αντίληψη των έμφυλων ανισοτήτων. Είμαστε πιο ευαίσθητοι στον εντοπισμό προκαταλήψεων που βασίζονται στο φύλο, τη φυλή, τη θρησκεία και τη σεξουαλικότητα. Αντιλαμβανόμαστε ότι έννοιες που παραδοσιακά θεωρούσαμε αυταπόδεικτα στέρεες, όπως λ.χ. το φύλο, είναι πιο ρευστές απ’ ό,τι νομίζαμε. Η αφυπνιστική στάση δικαιώνεται όταν ο προκατειλημμένος νιώθει την άτυπη υποχρέωση να απαρνηθεί, έστω ρητορικά, την προκατάληψή του («δεν είμαι ρατσιστής, αλλά…»). Η πρόοδος αυτή τρομάζει, σε ποικίλους βαθμούς, όσους προτιμούν τη θαλπωρή των παραδοσιακών σχημάτων, ιδιαίτερα σε συνθήκες οικονομικής πίεσης, ενδυναμώνοντας τη θελκτικότητα των δημαγωγών πολιτικών.
Η πολιτική αντιπαράθεση αναγκαστικά μορφοποιεί τις αντίπαλες απόψεις σε δόγματα, τα οποία ανταγωνίζονται για τη νοηματοδότηση του βιόκοσμου (Πώς αυτοκατανοούμαστε; Τι είναι σωστό και λάθος; Πώς μιλάμε;). Στην πολιτική αρένα, συντηρητικοί και αφυπνιστές τείνουν να ιδεολογικοποιούν τον λόγο τους, ο οποίος, σε συνθήκες πολωτικής σύγκρουσης, σκληραίνει και οξύνεται. Οι αντίπαλοι αναπτύσσουν διακριτή ταυτότητα και οργανώνουν ρόλους για την υπεράσπισή της. Σε τελική ανάλυση, αλληλοεπινοούνται, σε έναν αγώνα ισχύος. Η ευαισθησία των αφυπνιστών μετατρέπεται σε ακτιβιστική αστυνόμευση της σκέψης και της γλώσσας. Εμπεδωμένες συνήθειες και εύλογοι δισταγμοί καταγγέλλονται υπεροπτικά και αυτοδικαιωτικά ως «φοβίες». Οι συντηρητικοί, από την άλλη, παίζουν το δικό τους βιολί. Θεωρώντας την κρατούσα τάξη πραγμάτων αυτονόητα αποδεκτή, απορρίπτουν προσπάθειες έλλογης αμφισβήτησής της. Μιμούμενοι ολοκληρωτικές πρακτικές, επιδιώκουν την απαγόρευση κριτικών απόψεων.
Στον αγώνα για κατίσχυση, αμφότεροι χάνουν την ισορροπία, υπερτονίζοντας είτε την ατομική επιλογή, είτε την παράδοση. Παραβλέπουν ότι, ως μέλη μιας αυτοκαθοριζόμενης κοινότητας, πρώτα υπάγουμε τον εαυτό μας στην παράδοση και μετά την ανα-θεωρούμε· προοδεύουμε στο μέτρο που αμφισβητούμε τις παραδοσιακά ισχύουσες αντιλήψεις· «ξινός (κοινός) λόγος» και αμφιβολία συνυπάρχουν. Ιδεοκράτες συντηρητικοί και αφυπνιστές πάσχουν από ανιστορικότητα: η ιδέα ότι μπορούμε να επανεφεύρουμε τον εαυτό μας εν κενώ, χωρίς κληροδοτημένο υπόβαθρο, συνιστά ολοκληρωτική φαντασίωση· από την άλλη, η αντίληψη ότι ο εαυτός μας είναι δεδομένος, εμποδίζει την αυτογνωσία και την πρόοδο.
Χρειαζόμαστε σύνθετη στοχαστικότητα, όχι ιδεολογικές απλουστεύσεις. Ισορροπία, όχι μονομέρεια. Χωρίς κληροδοτημένες αξίες δεν υπάρχουμε ως κοινότητα. Χωρίς, όμως, την αμφισβήτηση των κληροδοτημένων αξιών δεν ζούμε στοχαστικά. Η αφύπνιση χρειάζεται. Ο αφυπνισμός όχι.
Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και αντεπιστέλλον μέλος της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών.