Ομολογώ ότι δεν είχα στο μυαλό μου τον κ. Χατζηγιάννη, όταν σκεφτόμουν το πιθανό προφίλ ενός τεχνοκράτη υπουργού. Ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης εκλαμβάνει το «τεχνο-» στη νεοελληνική του εκδοχή –ένας δημοφιλής αοιδός ασκεί «τέχνη», συνεπώς είναι κατάλληλος «τεχνο»κράτης για το υφυπουργείο Πολιτισμού.
Δεν θυμάμαι πότε διάβασα κάτι ενδιαφέρον από τον κ. Χατζηγιάννη για τον πολιτισμό ως αντικείμενο δημόσιας πολιτικής ή πότε διοίκησε πολιτιστικά ιδρύματα, αλλά εμπιστεύομαι το ένστικτο του νέου Προέδρου. Το δικό μου ένστικτο, ωστόσο, μου υποδεικνύει ότι ο κ. Χριστοδουλίδης ενέδωσε στην κουλτούρα του σελεμπρετισμού. Στη μιντιακή κοινωνία τα φώτα των προβολέων όχι μόνο προβάλλουν αλλά προσδίδουν αύρα στο φωτιζόμενο πρόσωπο. Δεν του εμφυτεύουν όμως όραμα και ικανότητες. Μα δεν έχει τεχνοκράτες η νέα κυβέρνηση; Φυσικά και έχει. Γιατί, όμως, αυτό είναι απαραίτητα καλό; Αν θέλουμε τεχνοκράτες υπουργούς, ένας εύκολος τρόπος να τους αποκτήσουμε είναι να διορίζονται υπουργοί οι γενικοί διευθυντές των υπουργείων. Ξέρουν το αντικείμενό τους όσο κανείς άλλος, και οι πλείστοι από αυτούς είναι ικανοί λειτουργοί. Θα μας αρκούσε αυτό; Όχι, βέβαια. Γιατί; Την απάντηση την έδωσε ο μεγάλος κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ πριν από έναν αιώνα, σχολιάζοντας την ανάδειξη γραφειοκρατών (δηλαδή: εμπειρογνωμόνων υπαλλήλων που σταδιοδρομούν στο κράτος) σε πολιτικά αξιώματα στη Γερμανία.
Οι γραφειοκράτες, υποστήριξε ο Βέμπερ, είναι ακατάλληλοι για πολιτική ηγεσία διότι δεν έχουν τις απαραίτητες πολιτικές ικανότητες σε μια δημοκρατία: να διατυπώνουν ριζοσπαστικό όραμα για την περιοχή ευθύνης τους, να κινητοποιούν τον «δήμο» για τα σχέδιά τους, να διαπραγματεύονται αποτελεσματικά με την αντιπολίτευση, να ρισκάρουν το αξίωμά τους, σε περίπτωση αποτυχίας. Μόνον οι πολιτικοί, λέει ο Βέμπερ, διαθέτουν αφενός, τη λαϊκή νομιμοποίηση, αφετέρου, την οραματική-συνθετική ικανότητα να στρέφουν τη γραφειοκρατία σε νέα μονοπάτια, εκφράζοντας και συγχρόνως πλάθοντας τη λαϊκή βούληση. Με απλά λόγια: οι γραφειοκράτες έχουν μάθει να εκτελούν, να συντηρούν, να σκέφτονται μερικά και να διεκπεραιώνουν διαδικαστικά. Δεν έχουν μάθει να οραματίζονται κάτι διαφορετικό, να διακινδυνεύουν για κάτι που πιστεύουν και να παθιάζονται με τη μεταρρύθμιση και το συνολικό κοινό καλό. Το πρόβλημα με τους τεχνοκράτες, ιδιαίτερα αν προέρχονται από τα σπλάχνα του κράτους, είναι ότι δυσκολεύονται να πάρουν αποστάσεις από, και να συγκρουστούν με, τα οργανωμένα -συντεχνιακά και άλλα- συμφέροντα του χώρου τους, με τα οποία είναι χρονίως εξοικειωμένοι. Έχουν, δηλαδή, προσχωρήσει στη νοοτροπία των «εντός των τειχών», παραβλέποντας την οπτική γωνία των «εκτός». Το ένστικτο του τεχνοκράτη είναι η εκτέλεση (εξόχως σημαντικό, φυσικά), όχι η πολιτική μανούβρα, η διαδικασία, όχι ο σκοπός και ο στόχος, ο κατευνασμός, όχι η σύγκρουση. Ο κ. Χαμπιαούρης λ.χ. είχε συναφείς σπουδές και ήξερε εκ των ένδον τα θέματα της εκπαίδευσης. Η θητεία του, όμως, ως υπουργός Παιδείας, ήταν αδιάφορη. Δεν είχε το σθένος να διαχειριστεί συγκρούσεις, ούτε την έμπνευση να διατυπώσει και την επιμονή να υλοποιήσει εκπαιδευτικό όραμα και στόχους.
Η νέα υπουργός Παιδείας κ. Μιχαηλίδου, ως πρώην διευθύντρια του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, γνωρίζει σε βάθος τα θέματα παιδείας. Διερωτώμαι, όμως: η τεχνοκρατική γνώση είναι που λείπει από τον/την υπουργό Παιδείας ή το όραμα, η επίμονη στόχευση, και η πολιτική τόλμη; Βεβαίως μιλά και αυτή την πολιτικώς ορθή γλώσσα «για την αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού μας συστήματος». Τι ακριβώς, εννοεί, όμως, και πώς θα το πετύχει;
Για να πάρω ένα μόνο παράδειγμα, γνωρίζουμε από τη διεθνή εμπειρία ότι ο τρόπος διοίκησης των σχολείων είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την ποιότητα της προσφερόμενης εκπαίδευσης. Η μέγιστη δυνατή αυτοδιοίκηση, με κίνητρα, κυρώσεις και διαρκή αξιολόγηση, διαρκή επιμόρφωση, και άξιους επικεφαλής με δυνατότητες για ευφάνταστες πρωτοβουλίες, δημιουργούν σχολική κουλτούρα υψηλών επιδόσεων. Αυτά όμως είναι ξένα στο δικό μας, δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας, εκπαιδευτικό περιβάλλον και συναντούν αντιδράσεις. Είναι αποφασισμένη να προωθήσει ρηξικέλευθες αλλαγές η νέα υπουργός;
Στον χώρο της υγείας, είναι διατεθειμένη η νέα υπουργός κ. Κανάρη να συγκρουσθεί με οργανωμένα συμφέροντα; Η πολύχρονη ευδόκιμη θητεία της στην κρατική γραφειοκρατία δεν προμηνύει απαραίτητα κάτι τέτοιο. Ένα σημαντικό θέμα λ.χ. είναι η διαχρονική αδράνεια του υπουργείου Υγείας στην προώθηση πανεπιστημιακών κλινικών, υπό την πίεση συντεχνιακών συμφερόντων. Θα το πάρει στα σοβαρά η νέα υπουργός; Θα συγκρουσθεί, αν χρειαστεί; Δεν πρόκειται για θέμα τεχνοκρατικής επάρκειας αλλά πολιτικής βούλησης. Τη διαθέτει; Το τελευταίο ερώτημα παραπέμπει στη βούληση του νέου Προέδρου ως τον άνθρωπο που, ex officio, μεριμνά για το κοινό καλό . Τώρα που κέρδισε την εξουσία, τι θα την κάνει; Ο μέχρι τώρα πολιτικός λόγος του δεν είναι ευοίωνος. Γραφειοκράτης ο ίδιος του υπουργείου Εξωτερικών, έχει διαμορφώσει την προσωπικότητα του διπλωμάτη που στρογγυλεύει, αποφεύγοντας τις συγκρούσεις. Ο προεκλογικός του λόγος ήταν, κατά βάση, κοινότοπος και δημοσιοσχεσίτικος. Από το πρόγραμμά του απουσιάζει ένας κεντρικός ιδεολογικο-πολιτικός άξονας, γύρω από τον οποίο περιστρέφονται προτεραιοποιημένες και διαμορφωμένες επιμέρους πολιτικές. Ποιος θα διαφωνήσει λ.χ. με τον «ψηφιακό μετασχηματισμό» του κράτους, την «αναδιάρθρωση της Αστυνομίας» ή να καταστεί η Κύπρος «ελκυστικός εκπαιδευτικός προορισμός για ξένους φοιτητές»; Για τις πανεπιστημιακές κλινικές, όμως, δεν λέει κουβέντα. Για ένα νέο μοντέλο διοίκησης σχολείων, δεν υπάρχει αναφορά. Για ένα νέο τύπου δημόσιου πανεπιστημίου, που θα πρωτοστατήσει στη διεθνοποίηση των σπουδών, δεν γίνεται λόγος.
Τι θέλω να πω; Ο νεφελώδης προγραμματικός λόγος του νέου Προέδρου σημαίνει ότι οι υπουργοί του δεν διαθέτουν ισχυρή πολιτική πυξίδα. Στον βαθμό που αυτό ισχύει, οι υπουργοί, επί το πλείστον, θα τείνουν να είναι διεκπεραιωτές, όχι οραματικοί και ρηξικέλευθοι ηγέτες. Αμφιβάλλω αν θα δούμε μεταρρυθμιστικές τομές στη δημόσια πολιτική, αν και βελτιώσεις θα γίνουν. Το πιθανότερο είναι ότι η γραφειοκρατική αδράνεια του status quo, σε αναβαθμισμένη ίσως εκδοχή, θα κυριαρχήσει. Η χώρα χρειάζεται ριζική αναθέσμιση παντού. Θα πάρει, πιθανότατα, κάτι λίγο καλύτερο από τα ίδια.
Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
www.htsoukas.com