Το ναυάγιο της συνεργασίας δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. ΑΚΕΛ-ΔΗΚΟ δεν έχουν ούτε τους δεσμούς του παρελθόντος, ούτε συναντώνται πουθενά ιδεολογικά. Οι διαχωριστικές γραμμές είναι πλέον έντονες και ανυπέρβλητες. Φυσικά, η συνεργασία δεν σκόνταψε σε κάποια ουσιαστική διαφωνία πολιτικών θέσεων, αλλά ακόμα και τα πρόσωπα που συζητήθηκαν κομίζουν συγκεκριμένες πολιτικές ή αποκλείουν άλλες. Μέχρι και το 2003, τα πράγματα ήταν απλά για όλο το κομματικό σκηνικό, καθώς ήταν όλα συγκεχυμένα. Λύση ήθελε και το ΔΗΚΟ, ήθελε και η ΕΔΕΚ και το ΑΚΕΛ, αλλά ουδείς μέχρι τότε δεν την είδε γραμμένη στο χαρτί. Η λέξη «μεικτή» ήταν ο συνδετικός κρίκος που κάλυπτε αριστοτεχνικά τις επιμέρους διαφωνίες στην οικονομία. Κι έτσι στην στρογγυλοποίηση, χώραγαν όλοι, ανεξαρτήτως απόχρωσης. Όταν το Κυπριακό άρχισε να μπαίνει στο χαρτί με τις επιμέρους παραμέτρους της λύσης να γίνονται ξεκάθαρες, ή όταν μαύρα σύννεφα σκέπασαν την κυπριακή οικονομία, το κάθε κόμμα αναγκάστηκε να δώσει απαντήσεις.
Για άλλη μία φορά το ΑΚΕΛ, χωρίς ρεαλιστική ανάγνωση του σκηνικού, βρέθηκε αφελώς να βολοδέρνει σε μακρόσυρτες αδιέξοδες συζητήσεις. Το μόνο που πέτυχε ήταν να πλήξει τη δική του αξιοπιστία, δίνοντας ταυτόχρονα στον μελλοντικό του υποψήφιο, το στίγμα της «λύσης ανάγκης». Το πάθημα του 2018 δεν έγινε μάθημα. Το κόμμα έχει αποτύχει να συμμαχήσει με την κοινωνία και οι συνέπειες της αποτυχίας αυτής θα είναι καθοριστικές για την πορεία της χώρας αλλά κατ’ επέκταση και του ίδιου του κινήματος. Ουσιαστικά πέταξε 10 χρόνια στον κάδο της ιστορίας, όπου θα έπρεπε να τα είχε εκμεταλλευτεί ώστε να κτίσει μια νέα ταυτότητα. Να βγει μπροστά με φρέσκιες ιδέες, με νέα πρόσωπα χωρίς εξαρτήσεις, με φορείς που συνενώνουν το κατακερματισμένο προοδευτικό και αριστερό ακροατήριο. Με πλάνο, με όραμα και τόλμη θα είχε δημιουργήσει μια προοδευτική συμμαχία που θα του έδινε στην ουσία τη δυνατότητα να αυξήσει την επιρροή του στην κοινωνία. Όλα αυτά θα οδηγούσαν σε ουσιαστική πρόταση διακυβέρνησης, με περίσσεια αυτοπεποίθηση και αυξημένη δύναμη διαπραγμάτευσης έναντι των κομμάτων του Κέντρου στο ενδεχόμενο συνεργασίας μαζί τους. Αντιθέτως, σήμερα, μοιάζει με κόμμα χωρίς πυξίδα, άνευρο και συχνά αντιφατικό. Η αξιοπιστία του στην κοινωνία είναι περιορισμένη, κάτι που ψαλιδίζει τη δυνατότητά του να απευθένται γενικότερα στο εκλογικό σώμα. Από τις τελευταίες ενέργειες διαχείρισης της εικόνας του στο Ουκρανικό, φαίνεται καθαρά ότι απευθύνεται σε ένα στενό κομματικό πυρήνα, αδιαφορώντας για τη μάζα των ψηφοφόρων που είναι αλλεργικοί σε σύμβολα και συνθήματα. Κι έτσι έφτασε σήμερα να σέρνεται σε ονοματολογίες που δεν έχουν κανένα προοδευτικό πρόσημο, που είναι σε διάσταση με τη δική του ρητορική. Όλοι τα ονόματα πιθανών υποψηφίων που είδαν το φως της δημοσιότητας, για μεγάλη μερίδα του ΑΚΕΛικού ακροατηρίου, αποτελούσαν καθαρό συμβιβασμό, κάτι που μαρτυρεί ότι η δεξαμενή των ψηφοφόρων του είναι κατακερματισμένη.
Βεβαίως, ο κατακερματισμός δεν είναι χαρακτηριστικό του ΑΚΕΛ, αλλά ολόκληρου του κομματικού σκηνικού. Οι ψηφοφόροι χωρίζονται σε πολλές και μικρές ομάδες ποικίλου ιδεολογικού φάσματος, έχουν διαφορετικές απόψεις, ανήκουν σε διαφορετικούς ιδεολογικούς χώρους, ενώ κατά καιρούς ψήφισαν διάφορα κόμματα, δεδομένου ότι ο κομματικός πατριωτισμός έχει ατονήσει. Για να επιστρέψουμε όμως στην αντιπολίτευση, το ΔΗΚΟ έχει ήδη μοιραστεί στα δύο. Οι φιλοδοξίες του Νικόλα Παπαδόπουλου αποδείχτηκαν αμετροεπείς και καταστροφικές, καθώς αφαίρεσαν από το κόμμα τη δυνατότητα να κτίσει μια ισχυρή αντιπολιτευτική συμμαχία με το ΑΚΕΛ. Τουναντίον, η επιμονή για δική του υποψηφιότητα ήταν αλαζονική και προκλητική για τον κόσμο της Αριστεράς, μη αφήνοντας έτσι άλλα περιθώρια για συνεργασία. Φυσικά, ακόμα και σε περίπτωση συνεργασίας, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πώς θα κινούνταν οι ΔΗΚΟϊκοί ψηφοφόροι. Το κόμμα ταλανίζεται διαχρονικά από αδυναμία συσπείρωσης, ενώ το πρώτο κριτήριο της εκάστοτε ηγεσίας του, ήταν/είναι η συμμετοχή στην εξουσία, με τις πολιτικές θέσεις να μπαίνουν προκλητικά σε δεύτερη μοίρα. Όπως όλα δείχνουν ο Ν. Παπαδόπουλος θα εγκαταλείψει τις προσωπικές του φιλοδοξίες και θα βάλει την ίδια την ύπαρξη του κόμματός του σε περιπέτειες, αναγκασμένος να συρθεί στην υποψηφιότητα Ν. Χριστοδουλίδη, γιατί εκεί συγκλίνουν τα κριτήρια ψηφοφόρων και ηγεσίας – και των δύο ΔΗΚΟ.
Με τούτα και μ’ εκείνα τα κόμματα του λεγόμενου ενδιάμεσου χώρου φαίνεται να επιλέγουν ως ιδανικό υποψήφιο έναν πρώην υπουργό της δεκαετούς διακυβέρνησης που κατηγορούν ότι έχει αποτύχει σε όλους τους τομείς, ενώ το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης, που φιλοδοξεί να κυβερνήσει, δεν τολμά καν να έχει στη λίστα επιλογών του, ούτε ένα όνομα που να προέρχεται από τον δικό του χώρο και τη δική του πολιτική γραμμή. Εάν όλα αυτά δεν αποτελούν προϊόν πολιτικού καιροσκοπισμού, συνιστούν τουλάχιστον φαινόμενα πολιτικής ένδειας. Είμαστε ήδη, στο διά ταύτα.
O κ. Πάνος Λοΐζου Παρράς είναι οικονομολόγος.