Με αφορμή τις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, πολλοί αναλυτές γράφουν ότι η κυρίαρχη αντίθεση στις σύγχρονες δημοκρατίες δεν είναι ανάμεσα σε Δεξιά και Αριστερά, αλλά είναι ανάμεσα σε εθνικιστές και διεθνιστές, ή πατριώτες και κοσμοπολίτες, ή στους οπαδούς της κλειστής και της ανοιχτής κοινωνίας – υπάρχουν πολλές παραλλαγές, χρωματισμένες από την ευρύτερη κοσμοθεωρία του σχολιαστή.
Μια εκδοχή αυτού του νέου δίπολου, που αναδείχθηκε μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, είναι η αντίθεση ανάμεσα στη προστασία της εγχώριας παραγωγής και στο ανοιχτό διεθνές εμπόριο. Ετσι, παρόλο που οι Ρεπουμπλικανοί ήσαν υπέρ της ελευθερίας των συναλλαγών για πολλά χρόνια, ο Τραμπ έγινε πρόεδρος υποσχόμενος υψηλή προστασία με δασμούς για πολλούς κλάδους της αμερικανικής οικονομίας. Η Λεπέν λέει ότι προέχει η απασχόληση στη γαλλική βιομηχανία απέναντι στην ευρωπαϊκή συνεργασία και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος ότι θα ήθελε να διασωθεί «κάθε θέση εργασίας» στη ΛΑΡΚΟ. Οι πολιτικοί τους αντίπαλοι λένε ότι το διεθνές εμπόριο μειώνει το κόστος ζωής για όλους και ότι δίνει ευκαιρίες για νέες δουλειές με καλύτερες αμοιβές από αυτές που θα είχαν οι εργαζόμενοι αν έμεναν στις παλιές εκείνες που χάνονται από τον ανταγωνισμό.
Από την εποχή Ρίγκαν και Θάτσερ και μέχρι πριν από 15 χρόνια, στις μεγάλες δημοκρατίες το ελεύθερο εμπόριο ήταν ταυτισμένο με τα δεξιά κόμματα και η προστασία με τα πιο αριστερά – όχι παντού, γιατί η σοσιαλδημοκρατία στις μικρότερες χώρες της Βόρειας Ευρώπης ήταν πάντα υπέρ της ανοιχτής οικονομίας. Μετά το 2008 πολλά δεξιά κόμματα, βλέποντας τη λαϊκή τους βάση να υποφέρει, έγιναν συντηρητικά και στην οικονομία, θέλησαν δηλαδή να διατηρήσουν συγκεκριμένες θέσεις εργασίας και όχι γενικά τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης. Εμεινε το φιλελεύθερο Κέντρο να προωθεί τον μετασχηματισμό της οικονομίας με νέες τεχνολογίες και με έναν παγκόσμιο καταμερισμό παραγωγής με κριτήρια ανταγωνιστικότητας.
Σε αυτό το Κέντρο εντάσσεται ο Μακρόν, αλλά και ο Μητσοτάκης, ίσως και ο Ανδρουλάκης. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι με την άλλη πλευρά, αυτή που θέλει να επιστρέψουμε στις προ δεκαπενταετίας καλοπληρωμένες θέσεις με τη χαμηλή παραγωγικότητα. Ηδη, όμως, το φιλελεύθερο Κέντρο αναγκάζεται να μετριάσει την προσήλωσή του στην παγκοσμιοποίηση. Οι γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Κίνας και σήμερα η επιθετικότητα της Ρωσίας του Πούτιν έδειξαν ότι οι παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής είναι εύθραυστες. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις, που μέχρι πρόσφατα άπλωναν παντού το δίκτυο των προμηθειών τους, τώρα επιδίδονται στο onshoring: να φέρουν μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους πίσω στη Δύση και να βρουν προμηθευτές κοντά στα δικά τους εργοστάσια. Ο Μακρόν, ο Σολτς και οι Βρυξέλλες σχεδιάζουν βιομηχανική πολιτική σε ευρωπαϊκή κλίμακα για απεξάρτηση από τις άλλες δυνάμεις.
Παραμένει όμως η άλλη μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο Κέντρο και στους συντηρητικούς των δύο άκρων. Οι μεν σχεδιάζουν με βάση τις εξελίξεις στην τεχνολογία, στο κλίμα, στην άνοδο των οικονομιών της Ανατολής, οι δε απλώς αμύνονται σε αυτά. Οι μεν επενδύουν σε εργοστάσια μικροκυκλωμάτων και νέων εμβολίων, ακόμα κι αν είναι σε διπλανή ευρωπαϊκή χώρα, οι δε ελπίζουν να μπορούν να εξάγουν αυτοκίνητα στην Αφρική με το ίδιο εργατικό δυναμικό και τα ίδια εργοστάσια που είχαν πριν από είκοσι χρόνια.
Σε εμάς η διχογνωμία φαίνεται στην παιδεία. Οι μεν σχεδιάζουν πώς θα έχουν οι νέοι δεξιότητες για όλο το φάσμα της παραγωγής του παρόντος και του μέλλοντος, οι δε θέλουν να έχουμε άφθονους νομικούς και φιλολόγους, και ας βρει το κράτος πώς θα ζήσουν.
Σκέφτομαι το σύνθημα των οικολόγων της δεκαετίας του ’70: think global, act local. Εδώ, στον τόπο μας, πρέπει να παράγουμε τα πιο βασικά προϊόντα, μαζί με τους δημοκρατικούς γείτονές μας, για να έχουμε την απαραίτητη κλίμακα. Αλλά πρέπει να κοιτάμε σε όλο τον κόσμο, να βλέπουμε τις τάσεις του μέλλοντος, να ανταλλάσσουμε ιδέες και γνώσεις με όλους. Χωρίς φόβο, με λογισμό και με όνειρο.
Ο κ. Αρίστος Δοξιάδης είναι εταίρος στο κεφάλαιο επενδύσεων τεχνολογίας Big Pi.