Ποιων γονιών παιδιά είναι αυτά τα παιδιά που κακοποιούν, παραβιάζουν, βιάζουν, τρομοκρατούν συμμαθητές, δασκάλους και γονείς; Eίναι δικά μας παιδιά. Δεν τα αναγνωρίζουμε. Αισθανόμαστε όμως επιτακτική την ανάγκη κάποιος (άλλος) να κάνει κάτι γι’ αυτά τα παιδιά. Με την αντικοινωνική, ψυχοπαθητική συμπεριφορά τους κάνουν το περιβάλλον τους απαραίτητο για τη ρύθμιση των σεξουαλικών και επιθετικών ορμών τους, οι οποίες αποχαλινώνονται και ρημάζουν τον κόσμο τους μέσα και έξω. Ζητούν να βρουν ένα όριο να τους σταματήσει. Οταν τους βλέπουμε αργότερα στην ψυχοθεραπεία με σοβαρές διαταραχές της προσωπικότητας, μας λένε: «Καλά, δεν υπήρχε κανείς να με σταματήσει; Δεν υπήρχε ένας πατέρας να μου δώσει ένα χαστούκι;». Ψάχνουν να βρουν στους άλλους έξω το μίσος που δεν μπόρεσε να αισθανθεί η μητέρα τους εναντίον τους.
Το γεγονός που έχει εγγραφεί βαθιά σε σπλαχνικό στρώμα της μνήμης είναι ότι δεν είχαν μια μητέρα να τα μισήσει όταν ήταν μωρά. Πρέπει μια μητέρα να μπορεί να μισεί το παιδί της αν θέλει να αναπτυχθεί αυτό καλά. Εννοείται ότι το αγαπάει. Αν δεν υπάρχει αγάπη, δεν υπάρχει και μίσος. Μια μητέρα έχει πολλούς λόγους να μισήσει το μωρό της. Είναι αφοσιωμένη, ζωντανή, πραγματική, παρούσα. Αλλά εξαρχής υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων. Εχει τα δικά της συμφέροντα. Θέλει να κοιμηθεί, να ξεκουραστεί, να πάει στη δουλειά της, να κάνει έρωτα με τον άνδρα της, να δει τη φίλη της. Τα δικά της συμφέροντα δεν λαμβάνονται υπόψη από την αυτού μεγαλειότητα, το μωρό, που αγνοεί την πραγματικότητα. Γι’ αυτό η μητέρα αισθάνεται μίσος εναντίον του. Ελπίζουμε να έχει επεξεργαστεί την κατάθλιψή της και να μη φοβηθεί και δεν γίνει σαδιστική. Αν φοβηθεί τότε γίνεται συναισθηματική, σεντιμένταλ, μελοδραματική. Το μωρό ζητάει ένα όριο. Κάτι που του αντιστέκεται. Η αντίσταση αυτή είναι απαραίτητη διότι σε αυτήν προσκρούει το παιδί για να εκλυθεί η επιθετικότητά του που είναι απαραίτητη για να διαφοροποιηθεί.
Ο επαρκής γονιός δεν πληγώνει το παιδί του. Δεν απολαμβάνει σαδιστικά το να το εκμηδενίσει και να το κάνει να αισθανθεί αδύναμο. Η καλή μητέρα αισθάνεται μίσος και πάει στις Αρχές, στον διευθυντή του σχολείου, στην Αστυνομία να ζητήσει βοήθεια για να βάλει ένα όριο στο παιδί που φέρεται σαν τρομοκράτης. Στην πρώτη παιδική ηλικία η μητέρα οφείλει να αισθανθεί συνειδητά το μίσος χωρίς να γίνει σαδιστικά τιμωρητική, αλλοπρόσαλλη, πότε υποχωρητική και πότε εκρηκτική. Τότε το παιδί θα αισθανθεί το μίσος της σαν ένα όριο, που σταδιακά θα το εσωτερικεύσει και με αυτό θα μπορεί να χωρίζει τη φαντασία από την πραγματικότητα, τον εαυτό από τον έξω κόσμο.
Το αναπτυσσόμενο παιδί βιώνει συχνά τον τρόμο ότι το αντικείμενο (ο άλλος που έχει νόημα γι’ αυτό), η μητέρα, ο πατέρας, δεν θα επιβιώσει. Τότε αισθάνεται την αγωνία ότι και ο εαυτός του θα αφανισθεί. Αυτός ο τρόμος είναι χωρίς όνομα, χωρίς νόημα, αδιανόητος. Το παιδί ταυτίζεται με αυτό που το τρομοκρατεί και γίνεται το ίδιο τρομοκράτης προς τους άλλους, στους οποίους προβάλλει το διχασμένο αβοήθητο μέρος του εαυτού του. Το αβοήθητο παιδί είναι υπερπροστατευμένο, αδύναμο, δεν έχει αναπτύξει αντοχές, διαψεύδει την πραγματικότητα, δεν αντέχει τις αντιξοότητες, φοβάται. Και γίνεται απροστάτευτο θύμα. Τα παιδιά χρησιμοποιούν τις ίδιες πρωτόγονες άμυνες (διχασμούς, διαψεύσεις, προβολές) που χρησιμοποιούν η οικογένεια και η κοινότητά τους. Την ψυχοπαθητική, αλαζονική, γελοία, βλακώδη και παρανοϊκή παραβατικότητα της καθημερινής ζωής βλέπουμε στον ρατσισμό, στις τοπικές μαφίες, στους καταπατητές δημόσιας γης, στους αρχαιοκάπηλους αγρότες, στους εργολάβους αυθαίρετων σπιτιών.
Εκτός από την ψυχοπαθητικότητα της καθημερινής ζωής υπάρχει και κάτι άλλο σήμερα που ενισχύει την αντικοινωνική συμπεριφορά των εφήβων. Πρόκειται για τη μη δυνατότητα να σταθούν, να δώσουν στον εαυτό τους χρόνο και χώρο να σκεφθούν, διότι έχουν άμεσα (Instagram, TikTok κ.λπ.) μιαν απάντηση (Bollas).
Μπροστά στο νεογέννητο, και στον άγνωστο σε εμάς κόσμο μέσα του, κατακλυζόμαστε από συναισθήματα αγάπης, δέους, φόβου, ευθύνης. Και τώρα τι κάνουμε; Θα αντέξουμε αυτή την εμπειρία; Το βρέφος δεν μπορεί να μας μιλήσει, να μας εξηγήσει. Τι θα κάνουμε; Θα κάνουμε λάθη. Αρκεί να μαθαίνουμε από αυτά. Αυτό που κάνουμε είναι να δημιουργούμε ένα πλαίσιο ευχαρίστησης, φροντίδας και ασφάλειας. Προστατεύουμε το παιδί από την αντικειμενική πραγματικότητα, επιτρέποντάς του να αναπτύξει την αυταπάτη ότι είναι παντοδύναμο. Οτι είναι το παν και έχει τα πάντα. Σταδιακά του εισάγουμε την πραγματικότητα, σε δόσεις ανεκτές (όχι ακραίες και τραυματικές). Το στερούμε. Το αφήνουμε να περιμένει, δεν το ικανοποιούμε αμέσως, δεν του αποκρινόμαστε αμέσως, το αφήνουμε να στραφεί μέσα του, να βρει τα ίχνη προηγούμενων εμπειριών, να τα επενδύσει, να τα θυμηθεί, να στοχασθεί, να χωρίσει το μέσα από το έξω, να μάθει να σκέφτεται. Είμαστε ένα περιβάλλον που το φροντίζει ενώ αυτό ερευνά, επιτίθεται, ερωτεύεται, γνωρίζει τον κόσμο και μετά επιστρέφει στον εαυτό του. Δεν προσπαθούμε να το κάνουμε πρόωρα ανεξάρτητο, δεν το εκθέτουμε σε τραυματικές επαφές με την πραγματικότητα. Διότι τότε επιτυγχάνουμε το ακριβώς αντίθετο. Μένει σε όλη τη ζωή του φαινομενικά ανεξάρτητο, αλλά βαθιά εξαρτημένο από το περιβάλλον του για να ρυθμίζει τις ορμές του. Αναζητά σε όλη τη ζωή του αυτό το περιβάλλον που έχασε πρόωρα. Ενα ασφαλές περιβάλλον φροντίδας των αναγκών, ορίων, ρύθμισης των ορμών και χώρου σκέψης χρειάζονται και οι έφηβοι που τρομοκρατούν τους άλλους. Πού να το βρουν;
Ο κ. Σωτήρης Μανωλόπουλος είναι ψυχαναλυτής παιδιών, διδάσκων αναλυτής της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας.