«Αν ήταν η αζούλα πούζα, είσιε να πουζιάσει ο κόσμος ούλλος». Η γνωστή κυπριακή παροιμία εξηγεί ότι, αν η ζήλια, ένα πολύ κοινό συναίσθημα, ήταν πούζα, μια παθολογική κατάσταση της κοιλιάς όπου το έντερο βγαίνει έξω από τα τοιχώματά της δημιουργώντας μια κήλη, θα την είχαν όλοι. Συνεπώς, αν η ζήλια ήταν πούζα, θα την είχαμε όλοι, διότι όλοι ζηλεύουμε.
Κατά παρόμοιο και σχεδόν ισοπεδωτικό τρόπο, η μεταφορική απόδοση της συγκεκριμένης παροιμίας στη σύγχρονη πολιτική σκηνή του τόπου θα μπορούσε να προσαρμοστεί στην επικαιρότητα με συνειρμό σκέψης, του τύπου, «αν η Αννίτα ήταν ψέμα, θα την είχαμε όλοι, διότι όλοι λέμε ψέματα». Άρα αυτό θα σήμαινε ότι όλοι, περιλαμβανομένης και της ΠτΒ, λέμε ψέματα. Και για να είμαστε πολιτικά ορθοί ακόμα και στη σφαίρα του φαντασιακού, επαναδιατυπώνω λέγοντας ότι, όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι, εκφράζουμε μία προσέγγιση στην αλήθεια. Τη δική μας προσέγγιση στην αλήθεια, έτσι όπως εμείς την αντιλαμβανόμαστε ή θέλουμε να την αντιληφθούμε. Τοιουτοτρόπως, καλείται συχνά να εκφραστεί και η ΠτΒ, ως μια πολύ κοινή πολιτική παρουσία στα κοιλιακά τοιχώματα της ευρύτερης Δεξιάς. Ακόμα και της Ακροδεξιάς.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια αποφυγής της ισοπέδωσης σημαντικών εννοιών, αρχών και αξιών. Η ειλικρίνεια, έχει δύο άκρα. Την αλήθεια και το ψέμα. Η προσέγγιση στην αλήθεια και η προσέγγιση στο ψέμα, καθορίζουν το επίπεδο της ειλικρίνειάς μας. Τα πιο απομακρυσμένα σημεία της ειλικρίνειας είναι εκεί όπου αναπόφευκτα συναντιέται η αλήθεια με το ψέμα. Εκεί, δηλαδή, όπου ο κύκλος ολοκληρώνεται και κατά κάποια ερμηνεία ισορροπεί.
Πάμε στο ψητό. Τη Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου, η ΠτΒ φιλοξενήθηκε στην εκπομπή Πρωτοσέλιδο του Σίγμα, δίνοντας συνέντευξη στον δημοσιογράφο Ανδρέα Δημητρόπουλο. Στο σημείο της συζήτησης για το μεταναστευτικό, η Αννίτα λίγο-πολύ άφησε να νοηθεί ότι, όχι μόνο είναι υπαρκτά τα δύο άκρα της Δεξιάς και της Αριστεράς στην Κύπρο, αλλά και ότι συναντιούνται ιδεολογικά όντας τα πιο απομακρυσμένα σημεία της πολιτικής. Εκεί δηλαδή, όπου ολοκληρώνεται ο κύκλος και υποθάλπεται ο ρατσισμός και η ξενοφοβία με παρόμοιο τρόπο και παρόμοια εργαλεία. Η ΠτΒ, εν ολίγοις, εξίσωσε την υπαρκτή άκρα δεξιά και την εγκληματική της δράση, με την ιστορικά ανύπαρκτη άκρα Αριστερά, ενώ ολοκλήρωσε τα όσα ασυνάρτητα έλεγε με την εξής οξύμωρη τοποθέτηση: «Πρέπει να αφήσουμε τις πορείες και τα μεγάλα λόγια και να κάτσουμε κάτω να δούμε τι περισσότερο μπορούμε να κάνουμε. Δεν μπορεί να εξισώνονται (!) τα πάντα. Ο καθένας την ευθύνη του. Να μην τυγχάνει εκμετάλλευσης (το μεταναστευτικό) είτε από την άκρα δεξιά είτε από την άκρα αριστερά, δεν έχω πρόβλημα να το πω». Μια άκρως ισοπεδωτική τοποθέτηση, απ’ όπου κι αν την αγγίξει κανείς.
Η περίπτωση της Αννίτας. Η Αννίτα δεν έχει πρόβλημα να το λέει, ωσάν κάποιος να της υπέβαλε ασυνείδητα τον γνωστό στίχο «θέλω να τ’ ακούω να το λες». Τι είναι όμως αυτό που τελικά καλείται να λέει όλα αυτά τα χρόνια και ποια είναι η θέση την οποία πρεσβεύει (ακόμα και στον ύπνο της) από την αρχή της πολιτικής της καριέρας μέχρι και σήμερα; Αυτή, της ενωτικής οπτασίας. «Με αγάπη και νηφαλιότητα, μαζί, ενωμένοι και σοβαροί, να βρούμε εκείνους τους τρόπους που θα μας επιτρέψουν να γίνουμε ακόμα πιο δυνατοί και ακόμα πιο διεκδικητικοί ως υπεύθυνη δημοκρατική παράταξη με αρχές και αξίες». Γνώριμη και επαναληπτική η φωνή της.
Τα δύο άκρα του Συναγερμού. Η εργαλειοποίηση που τυγχάνει η Αννίτα από τη Δεξιά ως γυναίκα πολιτικός και πρόεδρος του ΔΗΣΥ από τη μία, και από τη δράση της άκρας Δεξιάς ως γυναίκα πολιτικός πρόεδρος της Βουλής από την άλλη, προσομοιάζει, δυστυχώς, με μια δική της πρακτική. Με την πρακτική της εργαλειοποίησης του μεταναστευτικού στην Κύπρο, μέσα από την οποία επιχειρεί να προειδοποιήσει τους πολίτες για την ύπαρξη της επικίνδυνης άκρας Αριστεράς στην Κύπρο, διασκεδάζοντας έτσι τις ανησυχίες των παλαιών και ενδεχομένως μελλοντικών της ψηφοφόρων.
Και όλα αυτά, μια ανάσα πριν από τον φημολογούμενο ανασχηματισμό της παρούσας κυβέρνησης και μόλις δύο μέρες μετά την ανακοίνωση του πρώην ΠτΔ Νίκου Αναστασιάδη ότι θα βγει μπροστά για να ενισχύσει τη δική της θέση, τη θέση της ιδίας της προέδρου του ΔΗΣΥ εντός του κόμματος. Και εδώ είναι το σημείο όπου εγείρονται τα εξής σημαντικά ερωτήματα: Έχει ή δεν έχει ηγεσία ο Συναγερμός; Έχει ή δεν έχει πρόεδρο η Πινδάρου; Είναι η Αννίτα η επίσημη ηγεσία της πρώτης γραμμής ή χαλιναγωγείται από δεύτερες και τρίτες δυνάμεις ακόμα κι όταν προεδρεύει της Βουλής; Και τι παριστάνει, τελικά, η Αννίτα στο κάδρο της αναδόμησης και του εκσυγχρονισμού του ΔΗΣΥ, την κήλη ή την προσέγγιση στην αλήθεια; Διότι αν η Αννίτα έχει ήδη μετατραπεί σε κήλη του ανώριμου μιμητισμού αναμεταξύ ζηλιάρηδων πολιτικών στελεχών (συνεχιστών και μη) στην κοιλιακή χώρα της δεξιάς, αυτόματα την καθιστά ενοχλητική και χειρουργήσιμη. Στη γη των κοριτσιών που γελούν, των αγοριών που μεθούν, στην Κύπρο της αγάπης και του ονείρου, η Αννίτα θα συνεχίσει να ονειροπολεί τη μέρα που ο Συναγερμός –πρότερος και τωρινός– θα ενώσει τα μικροδάκτυλά του για συμφιλίωση ή θα αναλάβει τις ευθύνες που της αναλογούν ως ΠτΒ βάζοντας τα σκουπίδια του φασισμού και του ρατσισμού εκεί όπου τους αξίζει;
Πάντως, η πρωτοβουλία του Νίκου Αναστασιάδη για διάσωση και ενοποίηση του ΔΗΣΥ επιβεβαιώνει κατά κάποια ερμηνεία ότι το κεφάλαιο Αννίτα έχει ήδη κινηθεί από το φαντασιακό «αν ήταν η Αννίτα ψέμα», στο ρεαλιστικό «αν ήταν η Αννίτα πούζα». Και ενώ η Αννίτα μετατρέπεται σε κήλη στα εσωτερικά τοιχώματα της δεξιάς και ακροδεξιάς με την ίδια να διαβεβαιώνει ότι ο ΔΗΣΥ, και ηγεσία έχει και ξέρει τι κάνει αλλά και πώς να το κάνει, η αλήθεια τη διαχέει σαν ακτίνα φωτός χωρίς διακυμάνσεις. Και η αλήθεια είναι μία: ότι ο ΔΗΣΥ με το δεξί του άκρο «έπραξε», και η Αννίτα με το δεξιότερο του άκρο «εισέπραξε». Κι αυτό απαιτεί απόσβεση δανείου.