Του Νίκου Κωνσταντάρα
Σε έναν ιδανικό κόσμο, οι αδέσμευτοι πολίτες κεντρώας ψυχοσύνθεσης και φιλελεύθερων απόψεων θα μπορούσαν να παρακολουθούν τα πολιτικά δρώμενα και να στηρίζουν τις πολιτικές δυνάμεις που αυτοί κρίνουν ότι υπερασπίζονται καλύτερα τους θεσμούς και επιδιώκουν την ευημερία του μεγαλύτερου αριθμού ανθρώπων. Αυτοί που θέλουν να ζήσουν με συνέπεια και ευθύνη προς τα ιδανικά τους, στη χώρα μας υποχρεώνονται σε απανωτές απογοητεύσεις και σε συμβιβασμό με την πραγματικότητα. Οταν κύριο στοιχείο της πολιτικής είναι η επιδίωξη των κομμάτων να δείξουν πόσο χειρότεροι απ’ αυτά είναι οι αντίπαλοι, τότε δύσκολα θα δει προκοπή ο τόπος, καθώς φαίνεται ότι στη βάση των παθιασμένων διενέξεων δεν είναι η ιδεολογία ή κάποιο πρόγραμμα εθνικής ανόρθωσης, αλλά απλώς η δίψα για εξουσία.
Η υπόθεση των παρακολουθήσεων επανέφερε την πολιτική μας σε αυτή τη διάσταση, στις ρίζες της, κάτι που ήταν ολοφάνερο στη Βουλή την Παρασκευή. Ο πρωθυπουργός, ο οποίος με την κυβέρνησή του έχει διαχειριστεί μεγάλες εξωγενείς προκλήσεις και καταπιάστηκε με πολλά κακώς κείμενα στο εσωτερικό, εξαπέλυσε ευθεία επίθεση εναντίον της αξιωματικής αντιπολίτευσης με βάση το επιχείρημα ότι «και αυτοί τα ίδια έκαναν, και χειρότερα». Η αντιπολίτευση, δε, είχε ως κύριο όπλο την καταδίκη της κυβέρνησης και την απαίτηση να παραιτηθεί αυτή ώστε να οδηγηθεί η χώρα σε πρόωρες εκλογές. Ο Αλέξης Τσίπρας εστίασε την επίθεσή του στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος πάντα ήταν το ισχυρότερο χαρτί της κυβέρνησης, φθάνοντας στο σημείο να παροτρύνει τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας να «ρίξουν» τον πρωθυπουργό.
Οι μετριοπαθείς πολίτες βλέπουν, από τη μία, τον Μητσοτάκη σε άμυνα και την κυβέρνησή του να κάνει λάθη. Οσες και αν ήταν οι επιτυχίες της, όσα προγράμματα και αν ετοιμάζει, οι παρακολουθήσεις από την ΕΥΠ πολιτικών αντιπάλων και δημοσιογράφων, η γκρίνια για δημοσιεύματα σε ξένα μέσα ενημέρωσης, πλήττουν το εκσυγχρονιστικό προφίλ της κυβέρνησης και τις φιλελεύθερες πεποιθήσεις που εκφράζει ο πρωθυπουργός. Η αντιπολίτευση κομπάζει ότι επιβεβαιώνονται οι προηγούμενες υπερβολές της για τις δήθεν καθεστωτικές πρακτικές της κυβέρνησης.
Για όσους νοιάζονται για την ελευθερία μέσα σε ένα κράτος που διαφυλάσσει την προσωπική και συλλογική ελευθερία, είναι φανερό ότι η κυβέρνηση χρεώνεται «μια ενέργεια συνταγματικά ανεπίτρεπτη και πολιτικά καταδικαστέα», όπως έγραψε ο Αντώνης Μανιτάκης στην «Κ» της Κυριακής. Ομως, όπως έδειξε η δική της κυβερνητική θητεία, οι καταγγελίες της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν την καθιστούν ξαφνικά θεματοφύλακα των αρχών και πρακτικών που τόσοι κεντρώοι ήλπιζαν ότι αυτή η κυβέρνηση θα διαφύλαττε. Ετσι «συντηρείται» το αιώνιο, θλιβερό δίλημμα του κεντρώου ψηφοφόρου σε σκηνικό αέναης πόλωσης. Να στηρίξουμε τον «λιγότερο κακό», παρά τα λάθη του; Ή να επιμείνουμε στην επιδίωξη ενός ιδανικού «καλύτερου», και, επιλέγοντας το χειρότερο, ζημιώνοντας εαυτούς, να πληρώσουμε το τίμημα της προηγούμενης αισιοδοξίας μας;