Του Νίκου Κωνσταντάρα
Τον Αύγουστο του 1846, εξαντλημένος από τις υψηλές θερμοκρασίες της Μεσοποταμίας, ο Βρετανός αρχαιολόγος και μετέπειτα διπλωμάτης Οστιν Χένρι Λέιγιαρντ ανέστειλε για έναν μήνα τις ανασκαφές του στο ασσυριακό παλάτι στο Νέμρουντ και αναζήτησε δροσιά στα βουνά που βρίσκονται στη σημερινή μεθόριο Ιράκ – Τουρκίας. Στην περιήγησή του, βρέθηκε ανάμεσα στα πτώματα νεστοριανών χριστιανών και στα ερείπια των χωριών τους, μετά τη σφαγή που είχε διαπράξει τρία χρόνια νωρίτερα Κούρδος πολέμαρχος, ο Μπεντέρ Χαν Μπέη. Αυτές θα ολοκληρώνονταν λίγο μετά το πέρασμα του Λέιγιαρντ, με τον θάνατο πολλών απ’ αυτούς που τον φιλοξένησαν. Οταν έγινε γνωστός ο θάνατος τουλάχιστον 10.000 ανθρώπων και η αρπαγή άγνωστου αριθμού γυναικών και παιδιών, η πίεση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης ανάγκασε τις οθωμανικές αρχές να παρέμβουν. Ο Μπεντέρ παραδόθηκε. «Τον μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη και απ’ εκεί στην Κρήτη – μια τιμωρία απολύτως αταίριαστη με τα εγκλήματά του», σχολίασε ο Λέιγιαρντ. Οι σφαγές άρχισαν όταν κάποιοι χριστιανοί αναγκάστηκαν να στηρίξουν μια πλευρά σε εμφύλια σύρραξη των Κούρδων. Επίσης, η εγκατάσταση Αμερικανών ιεραποστόλων στην περιοχή και η κατασκευή μεγάλου σχολείου και οικοτροφείου είχαν προκαλέσει καχυποψία. Μετά τις σφαγές, οι Ασσύριοι χριστιανοί έπαψαν να συνιστούν συμπαγή ομάδα στην περιοχή. Η παρέμβαση των Οθωμανών επέβαλε, σε μεγάλο βαθμό, τον έλεγχο στους σχεδόν αυτόνομους Κούρδους. Για τους ισχυρούς, οι σφαγές και οι εκτοπισμοί πληθυσμών ήταν πάντα ένα χρήσιμο όπλο στην άσκηση εξουσίας.
Λίγες δεκαετίες μετά τις σφαγές των νεστοριανών στα ορεινά χωριά τους, ο αφανισμός των χριστιανών –Αρμενίων, Ελλήνων και Ασσυρίων– θα ολοκληρωνόταν, πρώτα από τον σουλτάνο Αμπντουλχαμίτ Β΄, αργότερα από τους Τούρκους εθνικιστές. Στο βιβλίο «Η Τριακονταετής Γενοκτονία», οι Ισραηλινοί ιστορικοί Μπένι Μόρις και Ντρορ Ζε’εβί (Benny Morris και Dror Ze’evi) εκτιμούν ότι «οι Τούρκοι και οι συνεργοί τους σκότωσαν άμεσα ή έμμεσα, μέσω ανέχειας και ασθένειας, μεταξύ 1,5 και 2,5 εκατ. χριστιανών μεταξύ του 1894 και του 1924». Οι χριστιανοί, που αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού της Μικράς Ασίας στο τέλος του 19ου αιώνα, βρέθηκαν στο 2% το 1924. (Αυτό συμπεριλαμβάνει και την ανταλλαγή πληθυσμών με την Ελλάδα.) Οσο και αν Τούρκοι ηγέτες αρνούνταν να αποδεχθούν ότι οι πρόγονοί τους διέπραξαν γενοκτονία, τα τεκμήρια των σφαγών και της εκρίζωσης αρχαίων πολιτισμών δεν έσβηναν στις μνήμες των επιζώντων και στις ψυχές των απογόνων των θυμάτων. Ομως, έως τις δίκες και τις εκτελέσεις υπευθύνων για τη Γενοκτονία των Εβραίων, ο αφανισμός πληθυσμών δεν τιμωρείτο με ποινές ανάλογες με το μέγεθος του εγκλήματος. Είτε είπε ο Χίτλερ «ποιος θυμάται τους Αρμένιους;» είτε όχι, η απάντηση πλέον είναι ξεκάθαρη: Ολοι.
Η καθυστερημένη αναγνώριση των ΗΠΑ της Γενοκτονίας των Αρμενίων έχει ιδιαίτερη σημασία, ακριβώς επειδή για τόσα χρόνια οι φόβοι μήπως θιγούν οι Τούρκοι σύμμαχοι ωθούσαν αυτή τη μεγάλη δημοκρατία στην εθελοτυφλία και στην υποκρισία. Η κίνηση είναι συμβολική αλλά και ουσιαστική: η μνήμη είναι μοναδικό όπλο κατά της τυραννίας, της κτηνωδίας.