Του Νίκου Κωνσταντάρα
Εάν ανησυχούσαμε ότι μέσα στη ρευστή αυτή εποχή πέφτουν και τα τελευταία οχυρά σταθερότητας της δημόσιας ζωής, η τριήμερη συζήτηση στη Βουλή απέδειξε πως ό,τι και αν γίνει στον πλανήτη, εδώ υπάρχει κάτι που παραμένει ακλόνητο: οι πολιτικοί μας συντηρούν την έχθρα και την πόλωση με θρησκευτική ευλάβεια. Για να στηρίξει την πρόταση δυσπιστίας που είχε καταθέσει, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Αλέξης Τσίπρας, επιχείρησε να παρουσιάσει την κυβέρνηση ως απειλή για τη χώρα. Οι υπερβολές και διαστρεβλώσεις που επιστράτευσε, ήταν τόσες που και οι αναφορές σε σοβαρά ζητήματα χάθηκαν στον χείμαρρο της προπαγάνδας και της αναξιοπιστίας. Ο πρωθυπουργός, από την άλλη, παρουσίασε τα προβλήματα με τα οποία η κυβέρνηση καταπιάνεται, αναφερόμενος σε επιτυχίες και απολογούμενος για λάθη. Ομως, παρά τη σοβαρότητα και υπευθυνότητα της ομιλίας του, ενέδωσε στον πειρασμό να απαντήσει στον Τσίπρα με τον ίδιο τόνο απαξίωσης, χλεύης και επιθετικότητας.
Η πόλωση έχει αποδειχθεί τόσο επικίνδυνη, που είναι να απορεί κανείς γιατί οι πολιτικοί αρχηγοί επιμένουν σε αυτήν. Στην προκειμένη περίπτωση, έχοντας αποκτήσει κυβερνητική πείρα και οι δύο, και ο Μητσοτάκης και ο Τσίπρας γνωρίζουν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η χώρα, με τις πολλές εσωτερικές αδυναμίες και τις απρόβλεπτες εξωγενείς απειλές. Και οι δύο μεγάλωσαν στα χρόνια σταθερότητας και ευημερίας της Μεταπολίτευσης. Πώς μπορούν, λοιπόν, να συνεχίζουν την πολιτική αντιπαράθεση με τόσο πρωτόγονους όρους; Ή δεν έχουν εμπιστοσύνη στους εαυτούς τους ή δεν πιστεύουν ότι οι οπαδοί θα τους ακολουθούσαν εάν αλλάξουν τακτική; Και οι δύο γνωρίζουν ότι η όξυνση αποξενώνει τους ψηφοφόρους που δίνουν τη νίκη στη μία ή στην άλλη πλευρά, όμως, ανησυχούν περισσότερο για τη «βάση» τους. Βλέποντας πώς κινούνται και τα μικρότερα κόμματα –συνήθως με υπερβολές και ακραίες θέσεις– εξηγείται ο φόβος των αρχηγών των μεγαλύτερων. Φοβούνται πως εάν μιλήσουν σαν ενήλικοι, εάν παρουσιάσουν τα προβλήματα όπως είναι και επιδιώξουν και πετύχουν λύσεις παρά τις αντιρρήσεις, θα απομονωθούν – όπως ο Σημίτης. Το «πολιτικό κόστος» θα είναι υψηλό. Εάν, όμως, δεν αλλάξει αυτή η νοοτροπία, η Ελλάδα δεν μπορεί να επιστρατεύσει όλες τις δυνάμεις της, όλο της το ανθρώπινο δυναμικό. Στην καλύτερη περίπτωση θα βρίσκεται συνεχώς κάποια βήματα πίσω από τα γεγονότα.
Προσπαθώντας να μειώσει το έργο του Μητσοτάκη, ο Τσίπρας εκτόξευσε μία κατηγορία που ισχύει για τον ίδιο και για τη σχολή πολιτικής που αντιστέκεται σε κάθε αλλαγή: «Και ποιο είναι το αποτέλεσμα; Επικοινωνία, επικοινωνία και πάλι επικοινωνία. Αυτό ήταν όλο. Ενας ακραίος και επικίνδυνος προσωπικός και πολιτικός ναρκισσισμός, ο οποίος χαρακτηρίζει κάθε σας κίνηση, για να οδηγήσετε τελικά τη χώρα σε τραγωδίες και το επιτελικό σας κράτος στην πλήρη απαξίωση, εκπαιδευμένο όχι να διαχειρίζεται κρίσεις, αλλά να διαχειρίζεται τις αποτυχίες του και τις αποτυχίες σας».