Μετά την σχετικά επιτυχή έκδοση ομολόγου από τη Δημοκρατία, ίσως αυτή να είναι η κατάλληλη στιγμή για να μπει στο τραπέζι και ένα άλλο «ομόλογο».
Η εικόνα των κρατικών επιχειρήσεων (ημικρατικών) είναι στο σύνολό της προβληματική. Αυτό δεν είναι μυστικό. Το υπουργείο Οικονομικών ζήτησε και έλαβε από το ΔΝΤ σχετική μελέτη (Σεπτέμβριο 2023) για τα προβλήματα και τις ενδεικνυόμενες λύσεις. Τουλάχιστον στο κομμάτι των εισηγήσεων που αφορά στις εσωτερικές κινήσεις, δομές και πολιτικές του υπουργείου, φαίνεται να υπάρχει διάθεση αλλά και πρόοδος.
Oταν μοναδικό μέσο διαχείρισης των δαπανών είναι η αύξηση τιμών, τότε χρειάζεται μια άλλη λύση.
Υπάρχει, όμως, μία κίνηση, η οποία θα μπορούσε να επιφέρει σημαντικά ντε φάκτο οφέλη για την όλη προσπάθεια. Με δεδομένες τις ανάγκες για μεγάλες επενδύσεις σε υποδομές και παραγωγική ικανότητα, (π.χ. στην ΑΗΚ), είναι δεδομένο πως αυτές οι ανάγκες θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν. Η χρηματοδότηση αυτή μπορεί να γίνει μέσα από τον κρατικό προϋπολογισμό, ή με την ανάπτυξη παθητικών μέσα από δανεισμό των ημικρατικών με κρατικές εγγυήσεις. Οι επιλογές αυτές θα οδηγήσουν σε άμεσες ή ενδεχόμενες υποχρεώσεις για τη Δημοκρατία.
Μια τρίτη οδός, όμως, θα μπορούσε να κάνει με τη δημιουργία παθητικού από τους ίδιους τους ημικρατικούς οργανισμούς μέσα από την έκδοση ομολόγου ή άλλου προϊόντος στο ΧΑΚ, με διάθεση σε ιδιώτες. Το ομόλογο θα έχει σαφή σκοπό τη χρηματοδότηση συγκεκριμένης ανάγκης (π.χ. Δεκέλεια). Με αυτή την επιλογή δεν αποφεύγεται πλήρως η επίδραση στα δημόσια οικονομικά, αλλά θα μπορεί να περιοριστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Επιπλέον, όμως, μια τέτοια κίνηση θα έχει πολλαπλά οφέλη: Πρώτο, με την ένταξη στο ΧΑΚ, οι ημικρατικοί που θα εκδώσουν «ομόλογο» θα αναγκαστούν να υπαχθούν σε μια σειρά από ρυθμιστικές και εποπτικές υποχρεώσεις. Οι υποχρεώσεις αυτές, πέρα από το ίδιο το ΧΑΚ, θα «βάλουν στο παιγνίδι» και την Αρχή Κεφαλαιαγοράς, η οποία έχει επίσης αποδείξει πως, σαν εποπτικός οργανισμός, είναι σοβαρός και στιβαρός. Οι υποχρεώσεις αυτές, από μόνες τους, μπορούν να διορθώσουν (σχεδόν) όλες τις αδυναμίες που χρονίζουν και οι οποίες περιγράφονται επίσης στη σχετική μελέτη του ΔΝΤ.
Θα υποχρεώσουν τους ημικρατικούς να εκδίδουν βιβλία και αποτελέσματα. Θα πρέπει να υιοθετήσουν διαφάνεια στα οικονομικά τους, περιλαμβανομένων και ενδεχόμενων υποχρεώσεων και υποχρεώσεων έναντι ταμείων προνοίας και συνταξιοδοτικών. Θα πρέπει να αναπτύξουν πολιτικές διαχείρισης ρίσκου και θα μπει ένα τέλος στην πλήρη απουσία συστηματικών προσπαθειών μετριασμού του κόστους.
Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο έχει πολλές φορές παραπονεθεί πως η διαχείριση του ρίσκου, όσον αφορά σε θέματα λειτουργικών δαπανών, (π.χ. στο κόστος των ρύπων, καυσίμων και καθημερινών εργασιών) είναι ανεπαρκής, και μοναδικό μέσο προστασίας των κρατικών επιχειρήσεων είναι, σήμερα, η αύξηση των τιμών για τον καταναλωτή.
Κι αυτό, την ώρα που, ακόμα και χωρίς ΑΠΕ ή φυσικό αέριο, το κόστος θα μπορούσε να ήταν σημαντικά μειωμένο για τις εν λόγω επιχειρήσεις και κατ’ επέκταση για τον καταναλωτή.
Η υπαγωγή των κρατικών επιχειρήσεων στην εποπτεία της Αρχής Κεφαλαιαγοράς, έστω κι αν αυτή γίνει με τρόπο «πονηρό» μέσα από την έκδοση προϊόντος, μπορεί να αλλάξει ριζικά την εικόνα μέσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα 24 με 36 μηνών. Μάλιστα, μια τέτοια αναβάθμιση της εταιρικής διακυβέρνησης υπόσχεται να απορροφήσει σημαντικό κομμάτι του κόστους ενός ομολόγου, ανακουφίζοντας την ίδια την κρατική επιχείρηση, τη Δημοκρατία αλλά και τον καταναλωτή.
Μια τέτοια κίνηση, όμως, θα έχει επιπλέον οφέλη -για το ΧΑΚ το οποίο βρίσκεται σε αναζήτηση επενδυτών, για την ίδια την κεφαλαιαγορά της Κύπρου που είναι ρηχή και δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τη μεσαία τάξη ή να απορροφήσει μέρος της ρευστότητας από την οικονομία, αλλά και τα δημόσια οικονομικά μέσα από τους όρους έκδοσης του ομολόγου.
Πάνω από όλα, δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως οι υψηλές τιμές που αντιμετωπίζουμε ως καταναλωτές, με σοβαρό αντίκτυπο στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, αλλά και την ανταγωνιστικότητα, την απασχόληση και την ανάπτυξη, θα μπορούσαν να ήταν ακόμα και σήμερα, χαμηλότερες. Πριν το φυσικό αέριο, πριν τις ΑΠΕ, πριν την αποθήκευση κι ακόμα πριν την αναβάθμιση του δικτύου. Γι’ αυτό και η οποιαδήποτε αύξηση τιμών από κρατικές επιχειρήσεις αποτελεί εκ προοιμίου και εξ ορισμού αποτυχία τους έναντι της αποστολής τους, και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται.
Το ομόλογο στο ΧΑΚ δεν αποτελεί πανάκεια. Αποτελεί όμως ένα σοβαρό, μεγάλο βήμα το οποίο θα δώσει την κινητικότητα που απαιτείται για να δούμε επιτέλους αισθητή αλλαγή στην εταιρική διακυβέρνηση και μέσα από αυτή, ανακούφιση για τον καταναλωτή και τον φορολογούμενο.
Μια τέτοια εξέλιξη, με την «εύκολη» (σχετικά) λύση της έκδοσης προϊόντος χρέους, θα διέγραφε επίσης τα περισσότερα από τα πιο σοβαρά επιχειρήματα για την ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων. Ωστόσο, η απόφαση, ακόμα κι αν το επιθυμούν τα νέα Διοικητικά Συμβούλια, θα πρέπει να είναι θεμελιωδώς πολιτική.
Γι’ αυτό και το βασικό ζητούμενο δεν είναι ούτε έξυπνες, ευφάνταστες ή φρέσκιες ιδέες, ούτε ακόμα και νέες προσεγγίσεις. Αντίθετα, το βασικό ζητούμενο είναι η πολιτική βούληση, τόσο στην εκτελεστική όσο και στη νομοθετική εξουσία.
*Ο Μιχάλης Περσιάνης είναι πρόεδρος του Δημοσιονομικού Συμβουλίου Κύπρου
*Οι απόψεις είναι προσωπικές