Το Κυπριακό έχει φτάσει σε ένα ιδιαίτερα κρίσιμο σημείο. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Γ.Γ. του ΟΗΕ και των διαπραγματευτών, έχουν συμφωνηθεί τα περισσότερα και παραμένουν κάποιες (σημαντικές) λεπτομέρειες. Και όμως την ίδια στιγμή οι διαφορές των δύο πλευρών φαίνεται να έχουν ξαναγίνει αγεφύρωτες, ενώ στο εσωτερικό της δικής μας πλευράς μας ενώνει επιφανειακά η αντίθεση μας στις τουρκικές θέσεις - αν όμως οι συνομιλίες ξαναρχίσουν θα αναδειχθούν και πάλι οι μεταξύ μας διαφορές (κάποιοι οραματίζονται ακόμη ένα ενιαίο κράτος, άλλοι μια ομοσπονδία αλλά όχι διζωνική, ενώ κάποιες νέες φωνές μιλούν για εξελικτική ομοσπονδία). Το πιο σημαντικό είναι πως μεταξύ των πολιτών υπάρχει ένα γενικό μούδιασμα και μια απαισιοδοξία ως προς το εφικτό και τις δυνατότητες μιας λύσης.
Και όμως τα στοιχεία μιας λύσης είναι όλα εκεί. Θα μπορούσαν να συνδεθούν με ένα δημιουργικό τρόπο, έτσι που να γεφυρωθούν οι αποστάσεις μεταξύ ακόμη και των πιο ακραίων απόψεων, αλλά και να ικανοποιηθούν οι ανησυχίες των περισσοτέρων.
Αρχίζοντας από τις “κόκκινες γραμμές” της κάθε πλευράς
Πολύ συχνά γίνεται αναφορά σε “κόκκινες γραμμές” που πρέπει να χαράξουμε και να μην ξεπεράσουμε, αλλά ο καθένας ορίζει τις γραμμές αυτές με διαφορετικό τρόπο. Είναι όμως φανερό πως για τις δύο πλευρές οι γραμμές που δεν θα ήθελαν να ξεπεράσουν είναι οι εξής : α) για τους Ελληνοκύπριους κόκκινη γραμμή είναι η ύπαρξη και διεθνής αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Από το 1974 και μετά είναι η αναγνώριση της ΚΔ που βοήθησε τους Ελληνοκύπριους να αντιμετωπίσουν την στρατιωτική υπεροπλία της Τουρκίας και να επιβιώσουν με αξιοπρέπεια στη γή τους. Δεν μπορούν να διακινδυνέψουν να χάσουν την ασφάλεια της κρατικής στέγης, όπως φάνηκε και με την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν - απολύτως λογικό και θεμιτό.
β) Από την πλευρά τους οι Τουρκοκύπριοι θεωρούν κόκκινη γραμμή την προστασία που τους παρέχει η Τουρκία. Δεν πρόκειται να δεχτούν να χάσουν αυτή την προστασία, εκτός και αν είναι βέβαιοι πως κάποια άλλη διευθέτηση θα τους παρείχε ένα ικανοποιητικό αντιστάθμισμα.
Οι κόκκινες γραμμές των δύο πλευρών δεν είναι τυχαίες, αφού σχετίζονται άμεσα με έναν από τους κύριους παράγοντες του κυπριακού προβλήματος -- το “διπλό πρόβλημα μειοψηφίας-πλειοψηφίας”: η Τουρκοκυπριακή μειοψηφία φοβάται εμάς, σαν πλειοψηφία στο νησί (εξού και το ιστορικό τους σημείο αναφοράς είναι το τι υπέφεραν μετά το 1964, ενώ βλέπουν το 1974 σαν λύτρωση). Ενώ εμείς φοβόμαστε το μέγεθος και την ισχύ της διπλανής μας Τουρκίας στην περιοχή (θεωρώντας το 1974 σαν την απαρχή των δεινών μας και του Κυπριακού προβλήματος).
Τι μας λένε αυτά τα δεδομένα; Πως δεν πρόκειται η κάθε πλευρά να ξεπεράσει την κόκκινη της γραμμή, εκτός και αν είναι απόλυτα βέβαιη πως η συνέχεια θα είναι τουλάχιστο εξίσου ασφαλής με το παρών καθεστώς πραγμάτων - και μάλιστα με σημαντικά ωφελήματα που να αντισταθμίζουν το ρίσκο που θα πάρει.
Συμπέρασμα: πρέπει να επιλυθούν όλες οι άλλες πτυχές του Κυπριακού, αλλά και να δημιουργηθούν στο μεταξύ οι συνθήκες που να επιτρέπουν στις δύο πλευρές να αποτολμήσουν την υπέρβαση, πριν φθάσουμε σε μια τελική, νέα ρύθμιση.
Να τεμαχίσουμε το πρόβλημα και τις ευθύνες
Μια από τις πιο δύσκολες πτυχές του Κυπριακού είναι πως αποτελεί ένα πολυσύνθετο και πολύπλοκο πρόβλημα, το οποίο προσπαθούμε να λύσουμε με ένα συνολικό τρόπο, έχοντας αποδεκτεί την αρχή πως “τίποτα δεν είναι συμφωνημένο αν δεν συμφωνηθούν όλα”. Επιπλέον, η λύση του προβλήματος στηρίζεται σε μερικά και μόνο πρόσωπα, ενώ οι υπόλοιποι Κύπριοι παρακολουθούν παθητικά, αγωνιζόμενοι να βρούν τα διάφορα λάθη στις ιδέες και τους χειρισμούς των πρωταγωνιστών. Λογικό είναι αυτός που θα πρέπει να πάρει τις τελικές αποφάσεις (στην περίπτωση μας ο Πρόεδρος της Κ.Δ.) να νιώθει αβάστακτη και ασήκωτη την ευθύνη - και να λυγίζουν τα πόδια του!
Όλα αυτά θυμίζουν ένα γνωστό παράδειγμα στη θεωρία της επίλυσης συγκρούσεων, που λέει πως είναι πολύ “δύσκολο να φάει κανείς έναν ελέφαντα, σε ένα και μόνο γεύμα”. Αν πρέπει να το κάνει, θάταν καλύτερα να τον τεμαχίσει σε μικρές φέτες, που να τις καταναλώσει σταδιακά. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πως θάταν καλά να βοηθήσουν και άλλοι στη μεγάλη αυτή προσπάθεια.
Στην περίπτωση του Κυπριακού έχουμε να επιλύσουμε ένα πρόβλημα που περιλαμβάνει στοιχεία συμφωνιών τερματισμού ενός πολέμου (πχ επιστροφή εδαφών και ανθρώπων, οριοθέτηση των εδαφικών περιοχών ελέγχου της κάθε πλευράς), την μελλοντική σχέση των μέχρι τώρα “εγγυητριών δυνάμεων” που θα αντικαταστήσει την Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960, καθώς και τη συμφωνία διαμοιρασμού των πολιτικών εξουσιών μεταξύ των δύο κοινοτήτων και την κατάρτιση του Συντάγματος ενός μελλοντικού κοινού ομοσπονδιακού κράτους, μαζί με τα ξεχωριστά συντάγματα των συστατικών πολιτειών.
Συμπέρασμα: να σπάσουμε το πρόβλημα στα βασικά του μέρη και να επωμιστούν τις ευθύνες περισσότεροι. Για παράδειγμα, αφού οι βασικές παράμετροι ενός μελλοντικού ομοσπονδιακού Συντάγματος έχουν ήδη συμφωνηθεί, με μερικές σημαντικές όμως διαφορές να παραμένουν, γιατί να περιμένουμε ένα τελικό σχέδιο στο οποίο οι πολίτες να πουν μονάχα ένα ναί ή ένα όχι; Γιατί να μην εμπλακούν από πρίν για να πάρουν οι ίδιοι μέρος στη διαδικασία, να διαπιστώσουν οι ίδιοι τις όποιες δυσκολίες και να μάθουν οι ίδιοι να επιλύουν με δημιουργικό τρόπο τις διαφορές τους; Η κλασική προσέγγιση θα ήταν να εκλέξει η κάθε κοινότητα ένα συμφωνημένο αριθμό προσώπων με τις απαραίτητες γνώσεις και / ή εμπειρίες για να συναποτελέσουν μια Συντακτική Συνέλευση η οποία θα επεξεργαστεί το μελλοντικό Σύνταγμα του τόπου. Μπορούν παράλληλα να δημιουργηθούν και άλλες ομάδες πολιτών και ειδικών που να συζητούν επι μέρους ή δύσκολες πτυχές του Συντάγματος, για να παραθέτουν απόψεις και εισηγήσεις στα μέλη της Συντακτικής Συνέλευσης. Μετά την κατάθεση του Συντάγματος από την Συντακτική Συνέλευση θα μπορούσαν να διοργανωθούν δημόσιες συζητήσεις για να συζητηθούν οι διάφορες πρόνοιες - και μόνο μετά την εμπλοκή αυτή των πολιτών να προχωρήσουμε σε ένα τελικό δημοψήφισμα.
Να συνδυάσουμε την ΔΔΟ με την εξελικτική οπτική
Έχω ήδη αναφέρει πως η μέχρι τώρα επίσημη πολιτική στηριζόταν στην αρχή πως πρέπει όλα τα ζητήματα να επιλυθούν ταυτόχρονα. Πόσο όμως ορθή είναι αυτή η άποψη; Οι κοινωνικές επιστήμες μας λένε ότι οι άνθρωποι δεν αλλάζουν σε μια νύκτα. Στην Κύπρο οι δυό κοινότητες έχουν αναπτυχθεί ξεχωριστά, ως δυό “παράλληλες κοινωνίες”, με διαφορετική εθνότητα, γλώσσα, θρησκεία, αφηγήσεις της ιστορίας, καθώς και με ξεχωριστούς θεσμούς (πχ ξεχωριστά σχολεία, ΜΜΕ, πολιτικά κόμματα, συντεχνίες, αθλητικά σωματεία) κ.ο.κ. Μάλιστα οι Τουρκοκύπριοι από το 1964 και μετά έχουν δημιουργήσει τις δικές τους πολιτικές δομές οι οποίες, έστω και χωρίς διεθνή αναγνώριση, λειτουργούν αυτόνομα, εμπεδώνοντας μια άλλη συλλογική ταυτότητα και καλλιεργώντας την προσήλωση σε ένα άλλο “κράτος”. Γιατί να πιστεύουμε πως όλα αυτά δεν θα αποτελέσουν πρόβλημα στην προοπτική μιας μελλοντικής συνύπαρξης, κάτω από την ίδια κρατική κοινή στέγη;
Για ακριβώς τους λόγους αυτούς κάποιοι Ελληνοκύπριοι έχουν προτείνει την υιοθέτηση μιας εξελικτικής λύσης. Να χωρίσουμε το πρόβλημα σε διάφορα μέρη, έτσι που κάθε τι που θα συμφωνείται ξεχωριστά, να εφαρμόζεται σε εκείνο το συγκεκριμένο στάδιο. Σωστή η προσέγγιση. Το πρόβλημα είναι πως οι περισσότερες από αυτές τις προτάσεις δεν έχουν σαφή κατάληξη. Προτείνουν να ξεκινήσουμε τη διαδικασία, να λυθούν όσο το δυνατόν περισσότερα προβλήματα, και να αποφασίσουμε μετά ποιά ακριβώς θα είναι η μορφή της λύσης.
Όμως δεν ξεκινούμε ένα ταξίδι χωρίς να ξέρουμε που πηγαίνουμε. Πρέπει να γνωρίζουμε ποιός θα είναι ο τελικός προορισμός, γιατί αυτός θα μας δίνει τον προσανατολισμό, αυτός θα μας κατευθύνει. Μπορεί να διαφοροποιήσουμε κάποια στοιχεία της πορείας καθ´οδόν, αλλά πρέπει να ξέρουμε που θέλουμε τελικά να φτάσουμε.
Στην περίπτωση του Κυπριακού, έχουμε συμφωνήσει εδώ και 50 χρόνια προς τα πού κατευθυνόμαστε. Θέλουμε μια ενωμένη πατρίδα, όπου οι δύο κοινότητες θα συνυπάρχουν ειρηνικά, σε μια κοινή πολιτεία όπου θα αποφασίζουν για κάποια ζητήματα ξεχωριστά (αυτο-κυβέρνηση), ενώ για κάποια άλλα μαζί (συγκυβέρνηση). Την ΔΔΟ την υποστηρίζουν τα Ηνωμένα Έθνη (δηλαδή όλα τα κράτη του κόσμου, εξαιρουμένης της Τουρκίας) και η Ευρωπαϊκή Ένωση, της οποίας αποτελούμε μέρος/ μέλος. Αυτά δεν μπορούμε να τα αλλάξουνε μονομερώς, εισάγοντας νέες ιδέες τις οποίες θα αποφασίσουμε εξελικτικά.
Συμπέρασμα: να συνδυάσουμε τις δύο προσεγγίσεις. Να μείνουμε στον τελικό προορισμό της ΔΔΟ και να μην πετάξουμε σκληρή δουλειά 50 ετών. Να σεβαστούμε ότι έχει συμφωνηθεί, διατηρώντας το δικαίωμα να εισηγηθούμε αλλαγές εκεί που θα πείθουμε και την άλλη πλευρά. Η εφαρμογή όμως να γίνεται σε στάδια για να δένει γερά κάθε τμήμα του συνόλου και να συμπληρωθεί σωστά το όλο οικοδόμημα.
Τα στάδια της διαδικασίας
Η όλη διαδικασία θα μπορούσε να διαρκέσει 5 περίπου χρόνια. Κάποια μέρη της διαδικασίας θα μπορούσαν να συντρέχουν - για παράδειγμα οι εργασίες για τη Συντακτική Συνέλευση θα μπορούσαν να αρχίσουν από τον πρώτο χρόνο και να συνεχίζονται παράλληλα με τις διάφορες άλλες εξελίξεις. Τα άλλα στάδια θα μπορούσε να ήταν τα εξής:
- Αρχή με τα βασικά: επιστροφή των εδαφών, με πρώτη την επιστροφή της Αμμοχώστου και στη συνέχεια, σταδιακά, των υπόλοιπων περιοχών που έχουν συμφωνηθεί. Παράλληλα επιτρέπουμε τη λειτουργία του Λιμανιού της Αμμοχώστου και του Αεροδρομίου της Τύμβου, μέσα από μηχανισμούς που δεν θα συνεπάγονται την αναγνώριση της “ΤΔΒΚ”. Ταυτόχρονα εμπλέκονται οι Τουρκοκύπριοι σε μικτή Επιτροπή Στρατηγικής για τα θέματα φυσικού αερίου, ενώ συμφωνείται η απόδοση του 30% των όποιων εσόδων στην πλευρά τους. Για να αποδεχτούν αυτά τα βήματα οι Τουρκοκύπριοι, θα έχουμε συμφωνήσει εκ των προτέρων το επόμενο βήμα:
- Επαναβεβαιώνουμε την αυτονομία των Τουρκοκυπρίων ως κοινότητα, στη βάση του Συντάγματος του 1960 - με τη διαφορά πως δεχόμαστε πως θα διοικούν πλέον οι ίδιοι την περιοχή που θα τους έχει απομείνει (περίπου 28-29%του εδάφους της ΚΔ). Εάν υπάρξει τελική λύση, αυτό το αυτόνομο τμήμα θα αποτελέσει μια από τις δύο συστατικές πολιτείες.
- Αρχίζει η διαδικασία εφαρμογής του Ευρωπαϊκού κεκτημένου στην αυτόνομα διοικούμενη Τουρκοκυπριακή περιοχή. Στη διαδικασία αυτή αναλαμβάνουν ενεργό ρόλο Ελληνοκύπριοι με σχετικές εμπειρίες και γνώσεις στους διάφορους τομείς της διαδικασίας - οπότε και ενθαρρύνεται η συνεργασία ΕΚ, ΤΚ, αλλά και στελεχών ή αξιωματούχων της ΕΕ. Ταυτόχρονα η ΚΔ καλεί σε συνεργασία τους ΤΚ σε διάφορους άλλους τομείς κοινού ενδιαφέροντος, όπως είναι το μεταναστευτικό (αιτητές ασύλου/ μετανάστες/ πρόσφυγες), τα περιβαλλοντικά θέματα, κ.ο.κ. Ενθαρρύνονται επίσης οι κοινές επιχειρηματικές δραστηριότητες, αλλά και διάφορα άλλα μέτρα συνεργασίας, με στόχο την περαιτέρω βελτίωση των σχέσεων και του κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ των κοινοτήτων.
- Παράλληλα με τα πιο πάνω εκλέγονται εκπρόσωποι των δύο πλευρών για να συναπαρτίσουν την κοινή Συντακτική Συνέλευση, η οποία θα επεξεργαστεί το νέο Σύνταγμα της ομοσπονδίας. Αυτή η Συνέλευση θα ασχοληθεί με τα σχετικά ζητήματα, π.χ. της εκ περιτροπής Προεδρίας. Αφού η Συνέλευση αυτή θα απαρτίζεται από πολίτες με πολιτικές γνώσεις (και τους οποίους θα μπορούν να συμβουλεύουν ειδικές επιτροπές από ντόπιους και ξένους ειδικούς), θα μπορούν να συμφωνήσουν και σε πιθανές βελτιώσεις προνοιών που προκαλούν δυσκολίες στην άλλη πλευρά, νοουμένου ότι εξευρίσκονται κοινά αποδεκτές εναλλακτικές λύσεις. Ούτως ή άλλως τελικοί κριτές που θα αποδεχθούν ή όχι το Σύνταγμα θα είναι όλοι οι Κύπριοι πολίτες - όπως και θα έπρεπε.
Αφού συμπληρωθούν τα πιο πάνω στάδια, θα έχουν επιλυθεί τα περισσότερα ακανθώδη προβλήματα και θα απομένουν τα δύο θέματα των “κόκκινων γραμμών”: τα ξένα στρατεύματα και η έγκριση του Συντάγματος από τους πολίτες. Στο μεταξύ θα έχουν παραμεριστεί πολλά από τα ζητήματα που δημιουργούν εντάσεις στις σχέσεις των δύο κοινοτήτων, οι οποίες και θα έχουν διαπιστώσει κατά πόσο μπορούν να συνεργαστούν αρμονικά στην ειρηνική επίλυση των διαφορών τους, καθώς και στη συμφωνία των μελλοντικών όρων συνύπαρξης τους.
Αν οι εκτιμήσεις των πολιτών είναι θετικές τότε το Σύνταγμα θα έχει καλές πιθανότητες έγκρισης. Και αν όντως το Σύνταγμα εγκριθεί, τότε και μόνον θα αρχίσει η διαδικασία μετάβασης στο νέο πολιτειακό σύστημα. Οι Τουρκοκύπριοι θα συμμετέχουν στη διακυβέρνηση αφού θα έχουν αποχωρήσει τα Τουρκικά στρατεύματα και έχει υιοθετηθεί ένας νέος μηχανισμός ασφάλειας.
Αν το Σύνταγμα δεν εγκριθεί, θα σημαίνει πως οι δυό κοινότητες δεν είναι ακόμα έτοιμες να συγκατοικήσουν. Οπότε θα πρέπει να συμφωνήσουν αν θα συνεχίσουν την προσπάθεια βελτίωσης των σχέσεων τους, για να οδηγηθούν σε νέο δημοψήφισμα σε 3 ή 5 χρόνια.
Τί έχουμε να κερδίσουμε με την συνδυαστική προσέγγιση
Η προτεινόμενη προσέγγιση θεμελιώνεται στις προσπάθειες που έχουν γίνει από το επίσημο κράτος, όλα αυτά τα χρόνια, καθώς και στις εισηγήσεις πολλών πολιτών. Στη χειρότερη περίπτωση της μή-έγκρισης του Συντάγματος και μιας νέας μορφής πολιτεύματος, οι ΕΚ θα έχουν ανακτήσει τα εδάφη τους και θα έχουν βελτιώσει τις σχέσεις τους με τους Τουρκοκύπριους. Θα έχουν προωθηθεί οι πρόνοιες του Ευρωπαϊκού κεκτημένου σε όλη την Κύπρο και θα επαφίεται στην ΕΕ εάν θα δεχτεί τη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στην Ένωση, με κάποιο ιδιαίτερο ίσως καθεστώς. Ούτως ή άλλως η ολοκληρωτική εξάρτηση των ΤΚ από την Τουρκία θα έχει μειωθεί στο ελάχιστο, λόγω της βελτίωσης της σχέσης τους με τους ΕΚ, αλλά και με την Ε.Ε.
Στην περίπτωση έγκρισης του Συντάγματος, και παραφράζοντας τον Τσόρτσιλ, δεν θα έχουμε φτάσει στο τέλος των προβλημάτων στις σχέσεις μας με την άλλη κοινότητα, ούτε καν στην αρχή του τέλους. Αλλά θα είναι, ίσως, το τέλος μιας κακής αρχής.
Νίκος Περιστιάνης
Κοινωνιολόγος
Πρόεδρος Ιδρύματος Universitas