ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Γιατί (δεν) διαβάζουμε

Της ΝΑΣΙΑΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ*

Πριν από μερικές ημέρες, έρευνα της Eurostat για τη φιλαναγνωσία σε 28 ευρωπαϊκές χώρες, κατέταξε την Κύπρο στην προτελευταία θέση, με μόνο το 33% των Κύπριων να έχει διαβάσει κάποιο βιβλίο κατά το 2022, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην πρώτη στην κατάταξη χώρα, την Ελβετία, να είναι 81%, και τον μέσο όρο στην Ε.Ε. 53%. Η εν λόγω έρευνα αποτυπώνει εμφαντικά τη γνωστή αδιαφορία –για να μην πω απαξίωση– της πλειοψηφίας των Κυπρίων απέναντι στο βιβλίο και τη λογοτεχνία, που συμβολικά εκδηλωνόταν για χρόνια με την τιμωρητική αποβολή των «απείθαρχων» μαθητών ή μαθητριών στον χώρο της σχολικής βιβλιοθήκης, και η οποία γιγαντώνεται σήμερα, με τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης και τις πλατφόρμες ψυχαγωγίας να βρίσκονται κυριολεκτικά στην παλάμη μας και στη μία κίνηση του ενός δαχτύλου μας και να μονοπωλούν τον χρόνο και την προσοχή μας, από νηπιακή σχεδόν ηλικία.

Την ίδια ημέρα δημοσίευσης της πιο πάνω έρευνας, δημοσιεύθηκε στην Guardian ένα άρθρο της Kate McCusker, που επιχειρούσε να εξηγήσει πώς η μικρή Ιρλανδία, έχει γίνει η παγκόσμια υπερδύναμη της λογοτεχνίας, με τέσσερα βραβεία Nobel και έξι βραβεία Booker στο ενεργητικό της, με ένα διαρκώς αναπτυσσόμενο δίκτυο λογοτεχνικών εκδόσεων, περιοδικών, βιβλιοπωλείων, φεστιβάλ και αξιοπρεπώς χρηματοδοτούμενων βιβλιοθηκών, με συγγραφείς που λαμβάνουν σημαντική υποστήριξη, ώστε να μπορούν να αφοσιώνονται στην ολοκλήρωση των έργων τους, και με αναγνώστες που αλληλεπιδρούν δυναμικά με τους συγγραφείς. Η σύγκριση του πιο πάνω «οικοσυστήματος», όπως χαρακτηριστικά περιγράφεται στο άρθρο, με αυτό της κυπριακής πραγματικότητας, δυστυχώς αναπόφευκτη και οδυνηρή.

Θα μπορούσα, συνεπώς, να εξαντλήσω αυτή την παρέμβασή μου, καταγράφοντας κάποια από τα αίτια και τα αιτιατά, που καταδεικνύουν, κατά τη γνώμη μου, τη συστημική αδυναμία της δικής μας Πολιτείας, τόσο στο να διευρύνει τις συνθήκες ανάπτυξης και προώθησης της λογοτεχνικής παραγωγής, όσο και, κυρίως, στο να καταστήσει τη λογοτεχνία οργανικό μέρος της καθημερινότητάς μας. Με το ζήτημα των πολιτικών για το βιβλίο, αξίζει να σημειωθεί, έχει ασχοληθεί κατ’ επανάληψη η παρούσα εφημερίδα, καυτηριάζοντας, μεταξύ άλλων, την εικοσαετή στασιμότητα στο θέμα της δημιουργίας Κυπριακής Βιβλιοθήκης και την παρωχημένη –έως και απωθητική, θα πρόσθετα– προσέγγιση και διδασκαλία της λογοτεχνίας στα σχολεία.

Σχεδόν ταυτόχρονα με τα πιο πάνω, όμως, ήρθε στην αντίληψή μου μια πρόσφατη επιστολή του Πάπα Φραγκίσκου, έκτασης σαράντα τεσσάρων παραγράφων, σχετικά με τον ρόλο της λογοτεχνίας, κατ’ αρχάς στην ιερατική διαπαιδαγώγηση και ευρύτερα στην πορεία του κάθε ανθρώπου προς την αυτοπραγμάτωση. Ένα εξαίσιο, φωτισμένο, παρηγορητικό κείμενο, που υπενθύμισε, και σε εμένα ακόμα που σας ιστορώ, σ’ εμένα την ίδια που διαβάζω και που γράφω, γιατί διαβάζω και γιατί γράφω και γιατί, παρ’ όλους τους περισπασμούς, τις αμφιθυμίες, τις ματαιώσεις, τον κόπο, δεν θα πρέπει να σταματήσω –τουλάχιστον να διαβάζω– ποτέ, για όσο ζω.

Επισημαίνει ο Πάπας Φραγκίσκος πως, σε αντίθεση με τα οπτικοαουστικά μέσα, η ανάγνωση απαιτεί την ενεργητική συμμετοχή του αναγνώστη, την επιβράδυνση των ρυθμών και τη συγκέντρωσή του, κάτι που τον απελευθερώνει από το άγχος, την πίεση και τις εμμονές του. Ταυτόχρονα, προσθέτει, η προσωπική εμπλοκή του αναγνώστη έχει ως αποτέλεσμα να γράφεται ξανά και ξανά το κάθε κείμενο και να παραμένει πάντοτε ζωντανό και γόνιμο, ικανό να συνομιλεί διαφορετικά με τον καθένα, στον οποίο ενεργοποιεί τη δική του προσωπική ιστορία, τα βιώματα, τη μνήμη και τα όνειρά του. Και έτσι, ξυπνώντας μέσα από τις φωνές, τις ματιές και τις ιστορίες των άλλων τον απόηχο των δικών μας εμπειριών, η λογοτεχνία μάς κάνει πιο ευαίσθητους στις εμπειρίες και το μυστήριο των άλλων, μας κάνει συνοδοιπόρους τους. Ανακαλύπτουμε, με άλλα λόγια, ότι τα αισθήματά μας δεν είναι απλώς δικά μας, ούτε απλώς ξένα, αλλά είναι καθολικά, με τρόπο που ακόμα και το πιο ταλαιπωρημένο άτομο μπορεί να μην αισθάνεται πια μόνο.

Με αυτό τον τρόπο, εξηγεί ο Πάπας Φραγκίσκος, η λογοτεχνία μάς παρέχει μια ευρεία προοπτική της ανθρώπινης και της πολιτισμικής ποικιλομορφίας, η οποία διευρύνει την ανθρωπιά μας, και κατ’ επέκταση τον σεβασμό, τη συμπόνια, την αλληλεγγύη, την ευθύνη μας. Μας κάνει να συναισθανόμαστε πως τίποτα από τα ανθρώπινα δεν μας είναι αδιάφορο και μας προφυλάσσει από την «πνευματική κώφωση» και τη «γενικευμένη συναισθηματική ανικανότητα». Μας διδάσκει υπομονή στην προσπάθεια κατανόησης των άλλων, ταπεινότητα στην προσέγγιση πολύπλοκων καταστάσεων, πραότητα στην κρίση των ατόμων, ευαισθησία απέναντι στην ίδια την ανθρώπινη φύση μας. Μας μαθαίνει πως το μυστήριο του κόσμου, αλλά και του ανθρώπινου μεγαλείου ή της ανθρώπινης ποταπότητας, δεν περιορίζεται σε δίπολα, δυισμούς και απλουστεύσεις. Μας εξασκεί στο να μπορούμε να ακούμε, να διακρίνουμε, να σταθμίζουμε και να καταλαβαίνουμε, χωρίς όμως ποτέ να εφησυχάζουμε, θεωρώντας τη γνώση, την άποψη ή τη λογική μας ως κάτι το πλήρες, το οριστικό, το ολοκληρωμένο, παρά μόνο ως κάτι υπό διαρκή διαμόρφωση. Και εν τέλει, εξοικειώνοντάς μας με το να βλέπουμε πραγματικά αυτά που φαίνονται, μας φέρνει εγγύτερα και σε εκείνα που δεν φαίνονται.

Αν η σχέση του ανθρώπου με την ανάγνωση και τη λογοτεχνία πετυχαίνει τα πιο πάνω –που προσωπικά πιστεύω ακράδαντα πως τα πετυχαίνει– η κατάταξη της Κύπρου στην προτελευταία θέση σε φιλαναγνωσία προφανώς μας λέει, ή θα πρέπει να μας πει, πολύ περισσότερα από το ότι απλώς δεν διαβάζουμε βιβλία.

Η κα Νάσια Διονυσίου είναι συγγραφέας.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση