Kathimerini.com.cy
Η αποκατάσταση κτηρίων είναι άμεσα συνυφασμένη με την επανάχρηση υφιστάμενων κτηριακών υποδομών. Η επανάχρηση με τη σειρά της είναι ένα φαινόμενο άρρηκτα συνδεδεμένο με την εξελικτική πορεία του ανθρώπινου γένους, καθώς σε κάθε ιστορική περίοδο προκύπτει το ζήτημα της επανάχρησης των κτηρίων προγενέστερων εποχών. Το επίπεδο δε πολιτισμού κάθε λαού αντικατοπτρίζεται στον τρόπο που αυτός αντιμετωπίζει τα μνημεία διαφορετικών πολιτισμικών καταβολών από τα δικά του, καθώς επίσης και από τη μεταχείριση των κτισμάτων προγενέστερων εποχών.
Στις μέρες μας η αποκατάσταση κτηρίων αναμένεται να έχει διευρυμένες διαστάσεις ένεκα και της συμπερίληψης σχετικής πρόνοιας στο κείμενο της Πράσινης Συμφωνίας της Ε.Ε., γνωστής ως «Fit for 55» με στόχο την επανάχρηση ενός κτηριακού αποθεματικού της τάξεως των 220 εκατ. κτηρίων μέχρι το 2050 στο πλαίσιο της εξοικονόμησης ενέργειας και μείωσης των ατμοσφαιρικών ρύπων του διοξειδίου του άνθρακα.
Τίθεται εύλογα το ερώτημα. Ποια κριτήρια πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση ενός κτηρίου και την αναγνώρισή του ως μνημείου; Σύμφωνα με τον Cesare Brandi, ιστορικό και κριτικό τέχνης στο σύγγραμμά του «Teoria del restauro» (1963) «η αποκατάσταση είναι η μεθοδολογική στιγμή της αναγνώρισης ενός έργου τέχνης μέσω οποιασδήποτε αισθητικής προσέγγισης, τόσο της φυσικής του υπόστασης, όσο και της διττής αισθητικής και ιστορικής του διάστασης, με την προοπτική της διάσωσής του και μεταφοράς του στο μέλλον».
Εννοείται, ότι τα αισθητικά κριτήρια είναι υποκειμενικά και διαφέρουν από εποχή σε εποχή, ενώ για τα ιστορικά είναι πιο απλά τα πράγματα, καθώς ιστορικά μπορεί να θεωρηθούν κτίσματα προγενέστερων εποχών που αντιπροσωπεύουν έναν τρόπο ζωής ή διαθέτουν κατασκευαστικά, τυπολογικά ή μορφολογικά χαρακτηριστικά που δεν απαντώνται στη σημερινή εποχή.
Η αποκατάσταση κτηρίων στις μέρες μας διενεργείται μέσα από ένα νέο οπτικό πρίσμα αφού θα πρέπει να συνδέεται με την ενεργειακή αναβάθμιση με στόχο την όσο το δυνατόν μέγιστη εξοικονόμηση ενέργειας και στα ιστορικά κτήρια. Αντιλαμβάνεται κανείς πόση γνώση απαιτείται να αποκτηθεί και μεταδοθεί στον τομέα αυτό ώστε με βάση και τα δεδομένα της Στατιστικής Υπηρεσίας μέσα από την τελευταία απογραφή πληθυσμού, τα οποία επεξεργάστηκε το Εργαστήριο Ενέργειας και Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού Κτηρίου του Πανεπιστημίου Κύπρου, να γίνει μια σωστή δουλειά για την όσο το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση του κτηριακού αποθεματικού της χώρας από το οποίο μόνο σχεδόν 27% έχει κατασκευαστεί μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. το 2004.
Η δέσμευση της Ε.Ε. για επανάχρηση και αξιοποίηση του υφιστάμενου κτηριακού αποθεματικού αποτελεί και μια πρόκληση για τους σημερινούς αρχιτέκτονες, καθώς τα κτήρια που σχεδιάζονται και ανεγείρονται σήμερα θα πρέπει να έχουν τέτοια αισθητική ποιότητα ώστε να μπορούν να αποτελέσουν τα μνημεία της δικής μας εποχής στο μέλλον.
Κλείνοντας, η παιδεία που απαιτείται να αποκτηθεί και να μεταδοθεί θα πρέπει να ξεκινά με τη χρήση των δόκιμων όρων που χρησιμοποιούνται στον τομέα αυτό. Έτσι, με τον όρο «αποκατάσταση» θεωρούμε τις ενέργειες που στόχο έχουν την προστασία ενός μνημείου και σκοπό την παράδοσή του στις μεταγενέστερες γενιές μέσω της διατήρησης της μορφής του και των υλικών εκ των οποίων αυτό συντίθεται. Στην αποκατάσταση κρίνεται ορθή η χρήση όσο το δυνατόν περισσότερων αυθεντικών στοιχείων και συμπλήρωση με νέα όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο.
Ο όρος «αναστήλωση» χρησιμοποιείται κυρίως για εργασίες σε αρχαιολογικά μνημεία και χώρους όπου το κατακείμενο οικοδομικό υλικό μπορεί να επανατοποθετεί στην αρχική του θέση, όταν αυτή μπορεί να εξακριβωθεί με βεβαιότητα. Έτσι, στην αναστήλωση έχουμε κυρίως χρήση αυθεντικού οικοδομικού υλικού και χρήση σύγχρονων μεθόδων και υλικών όπου κρίνεται απαραίτητο, κυρίως για στερεωτικούς λόγους.
Τέλος, υπάρχει ο όρος «ανακατασκευή» όπου στόχος είναι η επαναφορά του μνημείου στην προτεραία του μορφή, χρησιμοποιώντας κατά κύριο λόγο νέο οικοδομικό υλικό και ελάχιστο συγκριτικά συνήθως αυθεντικό. Η μη συμπερίληψη στους όρους της λέξης «αναπαλαίωση» είναι σκόπιμη, γιατί στον κλάδο της αποκατάστασης η «αναπαλαίωση» είναι ένας ανύπαρκτος όρος.
Η δρ Έλενα Λυμπουρή- Κοζάκου είναι διδάσκουσα του μαθήματος «Συντήρηση & Προστασία της Αρχ. Κληρονομιάς» στο Τμήμα Αρχιτεκτονικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας.