Kathimerini.com.cy
Πολυάριθμα είναι τα μουσικά όργανα τα οποία χρησιμοποιούνταν διά μέσω των αιώνων, εστιάζοντας στον αρχαιοελληνικό γεωγραφικό χώρο αλλά και το ευρύτερο αραβοπερσικό τόξο των γειτονικών μας λαών, πλείστα από τα οποία σήμερα ηχούν ανά το παγκόσμιο. Ουσιαστικά η αναδιαμόρφωση και ο εμπλουτισμός τους με λογής στοιχεία δεν έχει πάψει ποτέ να συμβαίνει, ούτε ακόμα και κατά την βραδεία Μεσαιωνική περίοδο, όπου πλειάδα παραδειγμάτων υψηλής καλλιτεχνικής έμπνευσης, σε διάφορα επίπεδα, το αποδεικνύουν μεγαλόπρεπα. Αυτή η συνεχής εκ φύσεως ροή συμβαδίζει παράλληλα με εκείνην του ιδίου ανθρώπου/δημιουργού και κατ’ επέκταση με την ικανοποίηση της ακατάπαυστης ενδόμυχης ανάγκης του προς έκφραση των καλλιτεχνικών και κοινωνικών του ανησυχιών σε ψυχοπνευματικό φάσμα, τόσο σε λαϊκό όσο και σε λόγιο πλαίσιο. Κάλλιστα λοιπόν προκύπτει το γεγονός πως τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνται σήμερα δεν έχουν παρά τη μορφή που εμείς τους δώσαμε, φιλτραρισμένη ανά την εκάστοτε εποχή μέσα από τις ανάγκες και τις τεχνικές δυνατότητες, έχοντας φυσικά ως μπούσουλα κάθε φορά τις προγενέστερες εκδοχές τους.
Το ούτι είναι ένα από τα όργανα το οποίο μετρά μακρά ζωή, περί των 3000 ετών, όπως μαρτυρούν διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα που βρέθηκαν στην περιοχή της Μεσοποταμίας, ενώ ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός πως έχει μέχρι σήμερα διατηρήσει σε μεγάλο βαθμό το σχήμα και τα βασικά του χαρακτηριστικά. Η ετυμολογία της λέξης Ούτι/Oud/Ud, προέρχεται από την αραβική λέξη Al Oud δηλαδή το ξύλο/από ξύλο/ξύλινο όργανο. Επίσης, υποστηρίζεται πως ο όρος Al Oud χρησιμοποιήθηκε από τους Άραβες για να διαφοροποιήσουν το εν λόγω όργανο, το οποίο έφερε ξύλινο καπάκι (μπροστινό μέρος), από το γειτονικό και προγενέστερο περσικό λαούτο Μπαρμπάτ, του οποίου το καπάκι ήταν φτιαγμένο από δέρμα.
Με αφορμή την αραβική κατάκτηση της Ισπανίας (711 - 1492 μ.Χ.) αλλά και σε συνδυασμό με το ευρύ εμπόριο και τις πολυετείς σταυροφορίες που ακολούθησαν, το ούτι συστήνεται για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Στην καινούργια του πλέον γεωγραφική θέση, μακριά από τη γνώριμη Ανατολή, θα διαφοροποιηθεί σταδιακά τόσο σε μορφή, όσο και σε τεχνική παιξίματος. Η φήμη και η χρήση του δεν θα αργήσει να διακλαδωθεί με αποτέλεσμα να γεννηθεί ο ευρωπαϊκός τύπος λαούτου, με αρκετές εκδοχές να προκύπτουν μέχρι και τη δημιουργική κορύφωση της Μπαρόκ περιόδου (17ος - 18ος αιώνας).
Είναι δε κοινώς αποδεκτό είναι το γεγονός πως το όργανο αυτό διατηρεί τις ρίζες του και από τα μικρότερα αρχαιοελληνικά πολύχορδα όργανα τύπου λύρας (νυκτά) αλλά και από εκείνα βυζαντινού τύπου (τοξωτά), εξελισσόμενο σταδιακά σε μεγαλύτερο λαουτοειδές. Ισχυρή είναι και η σύνδεση με την αρχαιοελληνική πανδουρίδα, τον μετέπειτα ταμπουρά, όργανο με μικρότερο σώμα και μακρύτερο λαιμό, επίσης προάγγελος του σημερινού λαούτου. Κατά τη βυζαντινή και νεοελληνική παράδοση, αναφερόμενοι στην οικογένεια των αχλαδόσχημων νυκτών εγχόρδων, επικράτησε ο γενικός όρος λαούτο, που συναντάται ήδη σε κείμενα του 11ου αιώνα μ.Χ. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της αοριστίας του όρου συναντούμε στο ακριτικό Έπος του Διγενή Ακρίτα όπου οι λέξεις λαβούτο, κιθάρα, ταμπούριν και θαμπούρα εναλλάσσονται πάντα συνδεόμενες με το ίδιο μουσικό όργανο. Δεν θα μπορούσε να παραληφθεί και η αναφορά του Βιτσέντζου Κορνάρου στον Ερωτόκριτο (17ος αιώνας): «Ήπαιρνε το λαγούτο του και σιγανά επορπάτει κι εχτύπαν το γλυκιά-γλυκιά ανάδια στο παλάτι.».
Αδιαμφισβήτητα ο όγκος πληροφορίας που υπάρχει τόσο για την ιστορία αλλά και τα χαρακτηριστικά των μουσικών οργάνων ανά το παγκόσμιο είναι απύθμενος, υποδεικνύοντας τις πάμπολες ομοιότητες αλλά και αρκετές διαφορές. Ο πυρήνας όλων τους όμως δεν παύει να είναι οικουμενικός και να ευθυγραμμίζεται εν πλήρη αρμονία με το γεγονός πως οι φωνές αυτών των περίτεχνων και τόσο εύθραυστων κομψοτεχνημάτων, ως μόνο μέσο –συν της ανθρώπινης φωνής– εξακολουθούν και θα συνεχίσουν να γεφυρώνουν την εσωτερικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης με την άυλη υπόσταση της μουσικής τέχνης.
Ο Γιάννης Κουτής είναι μουσικός/ερευνητής.