Kathimerini.com.cy
Σύμφωνα με τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ, η πολιτιστική αειφορία θεωρείται πλέον ο τέταρτος πυλώνας βιώσιμης ανάπτυξης (μαζί με τον κοινωνικό, οικονομικό και περιβαλλοντικό πυλώνα). Η Πολιτιστική Αειφορία καθίσταται, λοιπόν, η νέα διεθνής δυναμική που επιτρέπει σε πολιτιστικούς οργανισμούς ή/και μουσεία να βρουν τη θέση τους στην παγκόσμια ατζέντα της αειφορίας, επαναπροσδιορίζοντας τον ρόλο τους, τη συνάφειά τους με το κοινό τους και τον αντίκτυπο που μπορούν να έχουν στην κοινωνία, την οικονομία, το περιβάλλον.
Χρειαζόμαστε μουσεία και χώρους πολιτισμού οι οποίοι με έμπρακτους τρόπους θα μας οδηγούν προς ένα βιώσιμο παρόν, αφού θα λειτουργούν ως χώροι όπου τα μέλη της κοινότητας που τα περιβάλλει –και η οποία είναι και ο βασικός αιμοδότης τους– θα μπορούν να συναντηθούν, να συνεργαστούν, να μοιραστούν ή/και να διαπραγματευτούν ιδέες. Χώροι στους οποίους το κοινό θα καλείται ενεργά αλλά ελεύθερα να καλλιεργεί κοινωνική, οικονομική και περιβαλλοντική αειφορία με στόχο την προσωπική αλλά και τη συλλογική ευημερία για το κοινό καλό μέσα από την καλλιέργεια του αισθήματος του «ανήκειν». Του «συνανήκειν». Του «μαζί».
Γιατί τα μουσεία και οι χώροι πολιτισμού; Κατά τον ίδιο τρόπο που τα μουσεία θεωρούνται ασφαλείς χώροι τόσο για τα αντικείμενα που κρατούν όσο και για τα άτομα που τα επισκέπτονται, παρέχοντας έτσι περιβάλλοντα που μπορούν να λειτουργήσουν με ανακουφιστικούς και θεραπευτικούς τρόπους, επιτρέποντας ταυτόχρονα αρκετή ποικιλομορφία ώστε, αφενός να βοηθήσουν τους επισκέπτες να ανακαλύψουν ποιες ομοιότητες έχουν μεταξύ τους αλλά και, αφετέρου, να προσδιορίσουν και να γνωρίσουν τα ειδοποιά στοιχεία που τους κάνουν μοναδικά ως άτομα εντός μια οργανωμένης κοινωνίας / κοινότητας.
Και εδώ έρχεται η ευθύνη μας: Επαναπροσδιορίζοντας τον ρόλο μας ως μουσεία και πολιτιστικά ιδρύματα, οφείλουμε πρωτίστως να επανεξετάσουμε τη σχέση μας με το κοινό μας. Πώς να αφουγκραστούμε τις ανάγκες του μεταβαλλόμενου κοινού μας, πώς να μιλούμε στη γλώσσα του, χωρίς ελιτιστικά στερεότυπα; Πώς να παρουσιάζουμε το έργο μας χωρίς να στεκόμαστε σε διδακτικό βάθρο αλλά δίπλα του; Να γίνει βίωμά μας ότι ο πολιτισμός δεν είναι για τους λίγους. Αντίθετα, είναι για όλους. Κανένας δεν περισσεύει.
Χρειαζόμαστε αλλαγή νοοτροπίας, η οποία να περιλαμβάνει τη δέσμευσή μας για πειραματισμούς και αλλαγές όσον αφορά στη φωνή μας, τον λόγο μας, την «ανοιχτοσύνη» μας, μακροπρόθεσμα. Τα μουσεία, ανά τον κόσμο, χάνουν σήμερα σταδιακά τη διδακτική και έγκυρη φωνή τους. Το νέο κοινό τους σέβεται ως ένα βαθμό μόνο την «έγκυρη» φωνή των μουσείων, ενώ αναμένει –και σταδιακά θα απαιτεί– να έχει την ευκαιρία να αναλογισθεί ενεργά και να ανταποκριθεί δημιουργικά σε αυτήν. Οι διδακτικές και μονόδρομες εκθέσεις θα ανήκουν πια στο παρελθόν. Το μουσείο θα δίνει τον λόγο στο κοινό του και θα δημιουργεί τον σκεπτόμενο άνθρωπο και τον ενεργό πολίτη. Θα χρειαστεί να γίνει πολύ φιλόξενο, να ανοίξει τις πόρτες, να ανοίξει πόρτες που πριν δεν είχε ανοίξει. Να ενθαρρύνει το κοινό να πλησιάσει, να του μιλήσει, να το νιώσει οικείο. Να έρθει και μία και δύο και τρεις φορές. Να φέρει και τα παιδιά του. Να φέρει και τους ηλικιωμένους τους σε τροχοκάθισμα. Να μάθουμε μαζί για τον πολιτισμό, να ακούσουμε μαζί μουσική, να βιώσουμε μαζί εμπειρίες. Να γνωρίσουμε το «μαζί» που ορίζει και διέπει τις σχέσεις μια ουσιαστικής «κοινωνίας».
Το Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου, το οποίο ιδρύεται το 1984 και έχει μια μακρά ιστορία στον πολιτισμό της Κύπρου, τα τελευταία καλοκαίρια καλεί συστηματικά το κοινό του στην αυλή του. Στο πλαίσιο ενός φεστιβάλ, στο αμφιθέατρό του που επί δεκαετίες ήταν ανενεργό, καλεί το κοινό του να μοιραστεί μια σειρά παραστάσεις μουσικές, θεατρικές, κινηματογραφικές. Καλούμε το κοινό μας στο υπέροχο σύμπαν του μουσειακού «μαζί» που βγαίνει και έξω από το μουσείο, αν χρειαστεί. Που απλώνει το χέρι και κλείνει το μάτι στο κοινό του.
Η δρ Ιωάννα Χατζηκωστή είναι διευθύντρια του Πολιτιστικού Ιδρύματος της Τράπεζας Κύπρου.