Ο λαϊκισμός, η διατύπωση δηλαδή θέσεων από πολιτικές δυνάμεις που κολακεύουν την κοινή γνώμη χωρίς να είναι ρεαλιστικές, αλλά ανεφάρμοστες ή ακόμη και καταστροφικές, δεν είναι ένα σύγχρονο φαινόμενο. Πρώτοι το είχαν διαπιστώσει οι αρχαίοι Αθηναίοι, οι οποίοι διαμόρφωσαν και το πιο προωθημένο δημοκρατικό πολίτευμα στην πόλη κράτος τους. Έξοχο δείγμα διακωμώδησης της πολιτικής αυτής στρέβλωσης είναι οι «Ιππής» του Αριστοφάνη, στην οποία στηλιτεύει, τον πρόγονο των σύγχρονων λαϊκιστών, Κλέωνα.
Σχεδόν 2.500 χρόνια μετά, ουδείς αμφιβάλλει ότι ο λαϊκισμός βρίσκεται εντός των τειχών της πολιτικής ζωής των σύγχρονων δυτικών δημοκρατιών, συμπεριλαμβανομένης δυστυχώς και της Κύπρου. Τρανή απόδειξη οι πρόσφατες ευρωεκλογές. Πολλαπλασιάζονται όσοι υποκύπτουν στις σειρήνες της εύκολης δημαγωγίας, της ισοπεδωτικής καταγγελίας ακόμη και της «δολοφονίας χαρακτήρων», με στόχο την αύξηση της δημοτικότητάς τους.
Σε αυτή τη τάση βοηθά αναμφίβολα και η επιβολή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ως βασικό εργαλείο πολιτικής επικοινωνίας. Δεν αντιλαμβάνονται, όμως, όσοι επιλέγουν μια ανάλογη πολιτική στάση ότι έτσι ανοίγουν κερκόπορτες επικίνδυνες για τη Δημοκρατία και τον τόπο. Γιατί η άνευ αρχών κριτική και η άγνοια των βασικών αρχών λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, υπονομεύει κυρίως τους θεσμούς και όχι τα συγκεκριμένα πρόσωπα που τους υπηρετούν στη δεδομένη στιγμή, αφού τα πρόσωπα αλλάζουν αλλά οι θεσμοί πρέπει να παραμένουν .
Η απόλυτη απόρριψη επομένως όλης της θεσμικής θεμελίωσης του πολιτεύματος απέχει πολύ λίγο. Εξάλλου, στην κούρσα του λαϊκισμού πάντοτε θα υπάρχει κάποιος που θα κάνει μεγαλύτερες εκπτώσεις. Για τον λόγο αυτό οφείλουμε όλοι οι θεσμοί του κράτους, αλλά και εμείς ως μέλη του ανώτερου πολιτειακού οργάνου, της Βουλής των Αντιπροσώπων, να είμαστε πολύ προσεκτικοί και συνετοί σε όσα προτείνουμε. Να μην αφήνουμε περιθώρια αυτοϋπονόμευσης του θεσμού που υπηρετούμε.
Παραθέτω ως παράδειγμα προς αποφυγήν, τις προτάσεις Νόμου για το Πόθεν Έσχες, που κατατέθηκαν στη Βουλή και εν τέλει ψηφίστηκαν την προηγούμενη εβδομάδα. Με βάση την μια από αυτές, ο γενικός και ο βοηθός γενικός εισαγγελέας θα υπόκεινται στην ίδια διαδικασία ελέγχου του «πόθεν έσχες» με τους εκπροσώπους της νομοθετικής, της εκτελεστικής εξουσίας και άλλους θεσμικούς φορείς του κράτους. Ανεξάρτητα από το εάν συμφωνεί κάποιος με την ουσία της πρότασης, για ισοπέδωση ουσιαστικά όλων των θεσμών του κράτους, είναι η άποψή μου ότι αυτή η νοοτροπία ενσυνείδητου παραμερισμού του Συντάγματος, θα οδηγήσει στην σταδιακή υπόσκαψη των θεσμών με απρόβλεπτες συνέπειες.
Πρόκειται για μια εξόχως αντισυνταγματική πρωτοβουλία, αφού δημιουργεί σύγχυση εξουσιών κατ’ αντίθεση με την βασική συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών για τη θέση που υπέχουν στο πολιτειακό μας σύστημα, ο γενικός και ο βοηθός γενικός εισαγγελέας. Το Κυπριακό Σύνταγμα δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών ως προς το σημείο αυτό. Ο γενικός εισαγγελέας και ο βοηθός γενικός εισαγγελέας αποτελούν έναν από τους πυλώνες των εξουσιών, που δεν συγχέεται με τους υπόλοιπους, αφού υπηρετούν με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις ως οι δικαστές του Ανωτάτου.
Συνεπώς, αυτό που ισχύει για τους δικαστές είναι εύλογο να ισχύει και για τον γενικό εισαγγελέα. Το να παραβιάζεται αυτή η αρχή και να προτείνεται ο γενικός εισαγγελέας να καθίσταται υποκείμενο ελέγχου από βουλευτές και τεχνοκράτες, καταργεί βασικές συνταγματικές διατάξεις. Το προφανές της ανωτέρω επιχειρηματολογίας, θα οδηγήσει κατά πάσα πιθανότητα σε ακύρωση του ψηφισθέντος από τη Βουλή νόμου είτε μετά από αναπομπή του Προέδρου, είτε μετά από αίτηση αναφοράς στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Η επιμονή στον λαϊκισμό τούς δίνει την εντύπωση ότι εδράζεται περισσότερο στην ικανοποίηση ενός τμήματος της κοινωνίας, ή στο πλαίσιο μιας σύγκρουσης των θεσμών με μικροκομματικά κριτήρια. Μια πρακτική σαφώς υπονομευτική του ρόλου της νομοθετικής εξουσίας, η οποία οφείλει να υπηρετεί με σεβασμό το Σύνταγμα.
Δυστυχώς, το φαινόμενο αυτό, της ψήφισης δηλαδή νομοθετημάτων που είναι εκτός του συνταγματικού πλαισίου, τείνουν να γίνουν ρουτίνα. Χρέος, όμως, των εκλεγμένων εκπροσώπων των πολιτών στο ύψιστο νομοθετικό όργανο, δεν είναι τα επικοινωνιακά πυροτεχνήματα, αλλά το σοβαρό, δημιουργικό νομοθετικό έργο, προς χάρη της κοινωνικής ευημερίας. Μόνον έτσι θα κλείσουμε το δρόμο στον ισοπεδωτικό λαϊκισμό, θα κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των πολιτών και θα ενδυναμώσουμε το δημοκρατικό μας πολίτευμα, αποφεύγοντας φαινόμενα που εμφανίζονται ως ρωγμές στο πολιτικό μας σύστημα.
Ο Πανίκος Λεωνίδου είναι κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Δημοκρατικού Κόμματος, βουλευτής Λεμεσού, νομικός.