ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ρατσιστική Επίθεση και η Ηθική της Όρασης

Του ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ

Το βίντεο που κατέγραψε τη ρατσιστική επίθεση και τον άγριο ξυλοδαρμό μεταναστών στη Λάρνακα έγινε βάιραλ μέσα σε λίγες ώρες. Ο σχολιασμός που ακολούθησε στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης πραγματοποιήθηκε με όρους επιτελεστικού ακτιβισμού – μια συνθήκη συμβολικής νοηματοδότησης που στόχο είχε την ανάδειξη του ενάρετου εαυτού και όχι του θέματος. Οι χρήστες στην πλειοψηφία τους καταδίκασαν την επίθεση, πολλοί ωστόσο έσπευσαν να την αναλύσουν ως «συμβάν» μέσα από μια απλουστευτική γραμμικότητα που αγνοεί την κανονικοποίηση του ρατσισμού στην κυπριακή κοινωνία. Η αξιολόγηση αυτή τους έδωσε άλλοθι για να υποκριθούν τους έκπληκτους και τους συγκλονισμένους για ακόμη μία φορά. Η ίδια συνθήκη του ψέματος, της αυτοεξαίρεσης και της καθησυχαστικής ανάγνωσης. Δεν υπάρχει ευκολότερο πράγμα άλλωστε από την κριτική που εξαιρεί μονίμως τους ομιλούντες.

Κάποιοι σχολιαστές έπεσαν στην παγίδα της ψυχιατρικοποίησης, η οποία έχει εργαλειοποιηθεί διαχρονικά ως μηχανισμός συγκάλυψης της πολιτικής ευθύνης. Εάν η βία δεν αναλυθεί ως πεδίο της αρρενωπότητας και ως κοινωνική έκφραση που ακολουθεί συγκεκριμένους πολιτικούς κανόνες, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος απαλλαγής τόσο του δράστη όσο και της εξουσίας και μάλιστα εις βάρος ατόμων με σοβαρές ψυχοκοινωνικές βλάβες. Άλλοι έκαναν λόγο για διασπορά fakenews όσον αφορά τα ρατσιστικά και ξενοφοβικά κίνητρα του δράστη μέσα στο πλαίσιο μιας στρέβλωσης που λειτουργεί ως τακτική εκφοβισμού της κοινής γνώμης και που μας υπενθυμίζει τους υπόγειους μηχανισμούς μέσα από τους οποίους διεξάγεται η υποκλοπή των θεσιακοτήτων. Τέλος, μια ομάδα χρηστών διατύπωσε κανονιστικές απόψεις σχετικά με την ευθύνη των ατόμων που παρακολουθούν αμέτοχοι την τέλεση εγκληματικών ενεργειών (bystanders), καθώς και εκείνων που τις καταγράφουν (citizen camera-witness). Αυτή η τελευταία υποομάδα μας υπενθυμίζει το πόσο απαραίτητο είναι να συνοδεύεται η άποψη από γνώση και κυρίως από αίσθημα κοινωνικής ευθύνης σε σχέση με τα κείμενα που υπογράφουμε.

Η κοινωνική ψυχολογία επιχειρεί μια διαθεματική ανάλυση του πολύπλοκου φαινομένου της «επίδρασης των παρευρισκόμενων» (bystander effect) μέσα από τη μελέτη του πολυδιάστατου προφίλ του ατόμου που παραμένει αμέτοχο ενώ παρακολουθεί μια βίαιη επίθεση, εδώ να τονίσω ότι ο «θεατής» δεν συνιστά ενιαία κατηγορία, αλλά διαμορφώνεται μέσα από διαφοροποιήσεις, για παράδειγμα ο θεατής που βρέθηκε τυχαία στον χώρο της επίθεσης (passive/proximity), ο θεατής που έκανε την επιλογή να βρίσκεται κοντά στον χώρο της επίθεσης (active/ distant), ο θεατής που πάει για να φωτογραφίσει την καταστροφή ή τους τραυματίες (disaster tourist).

Οι παράγοντες που επηρεάζουν τη στάση του θεατή περιλαμβάνουν την έννοια της πλουραλιστικής άγνοιας, η οποία μεταφράζεται συχνά και ως απάθεια καθώς ο θεατής πιστεύει ότι οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι θα αντιδράσουν πρώτοι, αν και εφόσον χρειαστεί, την απουσία εξοικείωσης με την έννοια της παρέμβασης και βεβαίως την αίσθηση του φόβου, καθώς διακυβεύεται η σωματική του ακεραιότητα. Αυτό το τελευταίο σημείο υπογραμμίζει και την ανάγκη μιας ρεαλιστικής προσέγγισης στο θέμα, το οποίο δεν πρέπει να συγκροτηθεί με όρους κατασκευής ηρώων καθώς έχουν καταγράφει χιλιάδες περιπτώσεις αναπηροποίησης ή και δολοφονίας ατόμων που είχαν επιλέξει να επέμβουν για να διακόψουν περιστατικά βίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η δολοφονία του Dominik Brunnerτο 2009 κατά τη διάρκεια παρέμβασης σε βίαιο επεισόδιο με στόχο την προστασία δύο ανήλικων αγοριών. Ωστόσο, όπως αναφέρει η κοινωνική επιστήμονας Δέσποινα Φιλιππάκη, «είναι απαραίτητη η ποινικοποίηση της αδράνειας, όταν μάρτυρες περιστατικών βίας δεν καλούν άμεσα ασθενοφόρο, την αστυνομία ή δεν καταθέτουν αργότερα υπέρ των θυμάτων. Είναι σαφές πώς η έλλειψη νομικού πλαισίου ευθύνης διευκολύνει τους θύτες».

Ο Σουηδός κοινωνιολόγος Linus Andersson μελετά το προφίλ του ατόμου που καταγραφεί την πράξη του εγκλήματος και αναλύει τη διαδικασία ως ένα άμεσο και ασφαλή τρόπο αντιμετώπισης μιας βίαιης συνθήκης με έμφαση στο γεγονός ότι οι άνθρωποι λειτουργούν πιο συνεσταλμένα, όταν γνωρίζουν ότι παρακολουθούνται. Η κάμερα λειτουργεί δηλαδή ως μια μορφή παρέμβασης που αναστέλλει την επιθετικότητα του δράστη. Αλλά ακόμη κι αν η κάμερα δεν αποθαρρύνει τον δράστη, το βίντεο μπορεί να αποτελέσει μελλοντικά ένα αποδεικτικό στοιχείο ή εργαλείο δημόσιας διαπόμπευσης. Επιπλέον, εάν δεν υπήρχε το βίντεο, το επεισόδιο θα αποτελούσε έναν ακόμα μη-τόπο, μια πράξη που δεν έγινε ποτέ, χωρίς συνέπειες για τον δράστη ή δικαίωση για το θύμα.

Ωστόσο, αν επιχειρήσουμε μια εμβάθυνση στα θολά όρια της διαπλοκής του οπτικού κώδικα με όλα σχεδόν τα πεδία του πραγματικού, θα παρατηρήσουμε την κατασκευή μιας ηθικής της όρασης όπως αυτή μεταβάλλει και μεγεθύνει τη γνώμη μας για το τι αξίζει να βλέπουμε και για το τι έχουμε δικαίωμα να παρατηρούμε. Οι φωτογραφίες και τα βίντεο ως αποδεικτικό υλικό δεν ισχυροποιούν απαραίτητα τη συνείδηση και την ικανότητα να αισθανθούμε συμπόνια, μπορούν επίσης και να τις διαφθείρουν. Οι εικόνες και τα βίντεο κινητοποιούν αλλά προκαλούν και κορεσμό, παραλύουν, αναισθητοποιούν. Αν ο κορεσμός οδηγεί στην απευαισθητοποίηση, τότε αυτή με τη σειρά της οδηγεί στην παραίτηση από την εμπειρία την οποία και αντικαθιστά η κατανάλωση εικόνων. Αν αναλογιστούμε αυτό που γράφει η Σούζαν Σόνταγκ στο κορυφαίο «Παρατηρώντας τον Πόνο των Άλλων» για την κατανάλωση εικόνων ως υποκατάστατα της άμεσης εμπειρίας, εύλογα τίθεται το ερώτημα για το εάν μια κάμερα σηματοδοτεί τελικά μια απουσία στο πραγματικό. Ερώτημα που με κάποιο τρόπο μας πάει πίσω στην αρχή, στη μεταφορά της αντίστασης στα σόσιαλ ως απουσία από τον πραγματικό χώρο και χρόνο της βίας, στο φιλοσοφικό πρόβλημα του «failed subject» και στην αποτυχία του ατόμου να αναγνωρίσει την ηθική του υποχρέωση για τη ζωή δίπλα.

Ο κ. Χαράλαμπος Σωφρονίου κατέχει διδακτορικό τίτλο στις Σπουδές Φύλου από το Πανεπιστήμιο του Νότινγκαμ.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση

X