Στο δημοψήφισμα για το Brexit, τον Ιούνιο 2016, οι αντιευρωπαϊστές κέρδισαν με βραχεία κεφαλή (51,9% έναντι 48,1%). Επρόκειτο για ένα αναπάντεχο, κολοσσιαίας σημασίας αποτέλεσμα. Ως συνήθως, αμέσως μετά, άρχισαν οι αναλύσεις για την ερμηνεία του.
Ποιο ήταν το κύριο χαρακτηριστικό των αναλύσεων; Η εκλογίκευση: με δεδομένο το αποτέλεσμα, οι σχολιαστές αναζητούσαν τι έκαναν σωστά οι νικητές, τι έκαναν λάθος οι ηττημένοι. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι το «σωστό» και το «λάθος» ορίζονταν αναδρομικά με βάση το αποτέλεσμα. Η γνωσιακή μεροληψία είναι εμφανής. Είναι σαν να ενώνεις επιλεκτικά τελείες για να σχηματίσεις μια φιγούρα που υπάρχει ήδη στο μυαλό σου. Συμπεριφορές που, υπό την οπτική γωνία της ήττας, θα φαίνονταν επιζήμιες (π.χ. η λεκτική ακρότητα του Φάρατζ ή ο γελωτοποιητικός λόγος του Τζόνσον), υπό την οπτική γωνία της νίκης φάνταζαν ευρηματικές. Αν, όμως, μόλις 635.000 αντιευρωπαϊκοί ψήφοι είχαν αλλάξει κατεύθυνση ή αν η αποχή ήταν μικρότερη, θα κέρδιζε η φιλοευρωπαϊκή πλευρά. Οι αναλύσεις, τότε, θα ήταν ακριβώς αντίστροφες.
Συμπέρασμα: η δημοκρατία είναι, μεταξύ άλλων, παιχνίδι αριθμών. Ένα αριθμητικά ευνοϊκό αποτέλεσμα δεν αναδεικνύει μόνο τον νικητή αλλά επιβάλλει και τους όρους ερμηνείας της επιτυχίας του. Η εκλογική νίκη μετατρέπεται σε ερμηνευτική νίκη.
Αν η εκλογίκευση είναι αναπόφευκτη, πώς διαμορφώνουμε εύλογες ερμηνείες; Καταρχάς, θα πρέπει να πάψουμε να θέτουμε α-νόητα ερωτήματα, συμβουλεύει ο Βίτγκενσταϊν. Το σύγχρονο (: επιστημονικότροπο) μυαλό, γράφει ο φιλόσοφος, «λαχταρά τη γενικότητα» –έχει την ακατανίκητη τάση να «θέτει [όλα τα] ερωτήματα με τον τρόπο που τα θέτει η επιστήμη». «Να πει κάτι παραπάνω», να διατυπώσει τις πραγματικές αιτίες που υποτίθεται ότι βρίσκονται πίσω από ένα φαινόμενο.
Στις κοινωνικές διεργασίες, όμως, δεν μπορούμε να κάνουμε ελεγχόμενα πειράματα. Απροσδόκητα συμβάντα έχουν μια μοναδικότητα που διαφεύγει του επιστημονικού τρόπου σκέψης. Δεν χρειαζόμαστε τόσο επιστημονικοφανείς εξηγήσεις, όσο διαυγείς περιγραφές. Όλα είναι μπροστά μας –το τυχαίο και το συστηματικό· η ενδεχομενικότητα των γεγονότων και το μοτίβο των συμπεριφορών. Δεν υπάρχουν «βαθύτερα αίτια» που να εξηγούν την αναπάντεχη νίκη Κασσελάκη. Υπάρχει αυτό που βλέπουμε –αυτό που απο-καλύφθηκε. Δηλαδή τι;
Πρώτον, το προφανές: ο Κασσελάκης κέρδισε επειδή, απλώς, μπόρεσε να είναι υποψήφιος σε ένα διάτρητο κόμμα. Ακόμα και ένα μη μέλος μπορεί να θέσει υποψηφιότητα για το ανώτατο κομματικό αξίωμα! Από την Κερκόπορτα μπήκε ένας περαστικός που έτυχε, κάποια στιγμή, να συναπαντηθεί με τον Τσίπρα και όχι με τον Μητσοτάκη!
Δεύτερον, η εμπέδωση της κυρίαρχης, πλέον, αξίας των «ανοιχτών διαδικασιών», δηλαδή της εκλογής προέδρου από ένα, εν μέρει, περιστασιακό εκλογικό σώμα (παλαιά μέλη συν μέλη μιας χρήσης), στην εποχή των social media και της κοινωνικής ρευστότητας, καθιστά το αποτέλεσμα απρόβλεπτο. Καθότι οι υποψήφιοι απευθύνονται σε ένα ευρύ εκλογικό σώμα, σε συνθήκες αδιαμεσολάβητης επικοινωνίας, το μήνυμά τους συμφύρει το γενικόλογα πολιτικό με το σαγηνευτικά προσωπικό –η αυτοσκηνοθετημένη εικόνα τους έχει απήχηση, ιδιαίτερα σε μια απο-ιδεολογικοποιημένη εποχή με τάσεις συγκρητισμού και καχεκτικές συλλογικές ταυτότητες. Αν η εκπεμπόμενη εικόνα αντανακλά τις προσδοκίες των παραληπτών, ο υποψήφιος συντονίζεται μαζί τους.
Αυτός ο συντονισμός δεν είναι γνωστός εκ των προτέρων. Στην πολιτική (όπως και στην επιχειρηματικότητα) δεν γνωρίζουμε a priori τι ακριβώς έλκει τους πολίτες. Το μαθαίνουμε εκ των υστέρων. Γι’ αυτό η πολιτική (όπως η επιχειρηματικότητα) είναι πρωτίστως διαίσθηση και διακινδύνευση.
Ιδανικά, μια πολιτική ή επιχειρηματική πρόταση μορφοποιεί αυτό που θέλουν οι αποδέκτες της, χωρίς ούτε οι ίδιοι να γνωρίζουν σαφώς τις επιθυμίες τους. (Γι’ αυτό ο Στηβ Τζομπς υποτιμούσε τις έρευνες αγοράς: οι πολλοί συνειδητοποιούν τις ανάγκες τους μόνο όταν αυτές μορφοποιηθούν από τους λίγους ριψοκίνδυνους). Όταν οι αποδέκτες αναγνωρίσουν τις ανάγκες τους σε αυτό που τους προτείνεται, ανταποκρίνονται θετικά.
Τι ανάγκες τους αναγνώρισαν οι εκλογείς του ΣΥΡΙΖΑ στον Κασσελάκη; Το είπαν οι ίδιοι («Κ»,19/9/2023): απέχθεια για τη συστημική πολιτική, κοινότοπη επιβεβαίωση, εικαζόμενη αυθεντικότητα, θάρρος για την υπεράσπιση της σεξουαλικής διαφορετικότητας, φρεσκάδα, επανέκδοση του μεσσιανικού Τσίπρα, επιτυχημένο κοσμοπολίτη ικανό να αντιπαρατεθεί νικηφόρα στον σύγχρονο Μητσοτάκη. Εν ολίγοις, διέκριναν (σωστά ή όχι, αδιάφορο) αναζωογονητική ελπίδα, υποβοηθούμενη από ανεπίγνωστη σαγήνη.
Οι έκπληκτοι γραφειοκράτες του ΣΥΡΙΖΑ αμήχανα αποφεύγουν να απαντήσουν αναστοχαστικά στο κρίσιμο ερώτημα: τι είδαν, πάνω από τους μισούς εκλογείς, στον Κασσελάκη που δεν είδαν στους κομματικούς υποψήφιους; Προτιμούν, εμμέσως, το βολικό επιχείρημα της πλάνης του ψηφοφόρου, αλλά είναι σαθρό: αφενός γιατί είναι αυτοεξυπηρετικό (μόνο το κομματικό ιερατείο διαθέτει πραγματική γνώση), αφετέρου γιατί ισχύει και προς τις δύο κατευθύνσεις: αν πλανήθηκαν οι ψηφοφόροι τώρα, γιατί δεν πλανήθηκαν το 2015, όταν οδήγησαν τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία;
Δεν γνωρίζω τι θα διαλυθεί πρώτα (ο ΣΥΡΙΖΑ ή ο Κασσελάκης), αλλά η εκλογή Κασσελάκη μάς θυμίζει ότι μόνο οι τολμηροί παράγουν γεγονότα. Αντιθέτως, οι βολεμένοι ψευδο-ριζοσπάστες της κομματικής γραφειοκρατίας ενεργούν όπως οι κλασικοί συντηρητικοί: καταγγέλλουν, νοσταλγούν το οικείο παρελθόν και θρηνούν για τον ρόλο που έχασαν (μερικοί και για τη δουλειά τους).
Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick.