Στο βιβλίο τους «Γιατί τα έθνη καταρρέουν», οι Acemoglu και Robinson εξηγούν, ανάμεσα σε άλλα, ότι τα κράτη καταρρέουν, όταν οι θεσμοί αποτυγχάνουν, αφού αυτός είναι ένας κύριος παράγοντας για την όποια ανάπτυξη. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι τα τελευταία χρόνια, βιώνουμε ανάλογα φαινόμενα στην Κύπρο, με συνέπειες σε κάθε επίπεδο της δημόσιας ζωής. Η κατάρρευση των θεσμών δεν επηρεάζει απλώς τις δυνατότητες ανάπτυξης της χώρας, αλλά επηρεάζει και τη συλλογική αντίληψη του πολίτη.
Στην Κύπρο σήμερα, όσο κοινότυπο και αν ακούγεται, έχουμε φτάσει στο σημείο όπου ο πολίτης έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στους θεσμούς. Η εικόνα που υπάρχει είναι ότι κανένας θεσμός δεν μπορεί πλέον να λειτουργήσει προς όφελος του πολίτη. Οι επιπτώσεις αυτής της κατάστασης είναι μπροστά μας. Πολλά έχουν λεχθεί κατά καιρούς για την έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών στους εκλεγμένους εκπροσώπους τους και στην πολιτική ευρύτερα. Τα τελευταία χρόνια όμως έχουμε βιώσει και την πλήρη κατάρρευση της εμπιστοσύνης στην αστυνομία και στη δικαιοσύνη. Και ενώ για καιρό ακούγαμε την κυβέρνηση να ισχυρίζεται ότι επιτέλους τα πράγματα οδεύουν στη δικαιοσύνη πλέον το αίσθημα που επικρατεί είναι αυτό της έλλειψης δικαίωσης σε σχέση με όσα συμβαίνουν.
Σε αυτό το πλαίσιο, όπου ο πολίτης πλέον νιώθει ότι δεν έχει από πού να πιαστεί, και ποιον να εμπιστευτεί, δοκιμάζονται οι δημοκρατικές μας αντοχές ως κοινωνία. Ακριβώς επειδή σε αυτό το πλαίσιο ανθούν οι θεωρίες συνωμοσίας, οι εύκολες εξηγήσεις, και οι προσδοκίες για έναν έξωθεν σωτήρα, αλλά και οι λογικές της ατομικής επιβολής δικαιοσύνης.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, οφείλουμε ως πολίτες να μην αφήσουμε την οπτική μας να θολώσει, αλλά να προστατεύσουμε τις δημοκρατικές βάσεις της κοινωνίας.Το τεκμήριο της αθωότητας είναι ένα παράδειγμα μιας τέτοιας δημοκρατικής αρχής, αν δεν επιθυμούμε την κοινωνική ζούγκλα. Οι δημόσιες πιέσεις, μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για να δουλέψει η δικαιοσύνη, είναι ένα δυνατό εργαλείο στα χέρια πολιτών που δεν θέλουν να δουν υποθέσεις να συγκαλύπτονται, να πέφτουν στα μαλακά, ή να μην έχουν την κάλυψη που τους αναλογεί. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όμως, δεν είναι μέσα απονομής δικαιοσύνης και η απογοήτευσή μας στους θεσμούς δεν μπορεί να μας οδηγεί στις δίκες από το διαδίκτυο. Αν ακολουθήσουμε αυτό τον δρόμο, γινόμαστε και εμείς συνένοχοι στην κατάρρευση των δημοκρατικών αρχών, τις οποίες οφείλουμε να υπερασπιστούμε, ακόμα και για τις πιο αποτρόπαιες των κατηγοριών.
Για προάσπιση αυτών των αρχών οφείλουμε επίσης να διαφυλάξουμε τη δυνατότητα της σύγκρουσης ιδεών στη δημόσια σφαίρα, της συζήτησης, της ελεύθερης έκφρασης, χωρίς να βιαζόμαστε να «ταπελλώσουμε» ανθρώπους. Σε μια κατάσταση πόλωσης, άσπρου και μαύρου, όπου ο καθείς διαλέγει στρατόπεδα και νιώθει ότι κατέχει την απόλυτη αλήθεια, οφείλουμε να υπερασπιστούμε το «γκρίζο», την αμφιβολία και την αμφισβήτηση, ακόμα και αν αυτό μας αποτρέψει από το να εκφράσουμε τη γνώμη μας για το όποιο τρέχον θέμα της επικαιρότητας. Η δικαιολογημένη απογοήτευσή μας στους θεσμούς δεν μπορεί να μετατρέπεται στην πεποίθηση του ότι σε αντίθεση με τους «άλλους», εμείς κατέχουμε την απόλυτη αλήθεια για ό,τι συμβαίνει γύρω μας.
Εξάλλου, τις λύσεις στην κοινωνία και τη δημοκρατία δεν θα τις φέρει ένας έξωθεν σωτήρας, αλλά εμείς ως πολίτες, η ανοικοδόμηση του κράτους και των θεσμών του, πάντα μέσα από την προάσπιση των δημοκρατικών αρχών. Μακάρι να το θυμόμαστε αυτό, κάθε φορά που η κατάρρευση των θεσμών θολώνει την οπτική μας, αλλιώς, γινόμαστε και εμείς ένα κομμάτι από το τέρας που κατηγορούμε.
Η Ανδρομάχη Σοφοκλέους είναι πολιτική αναλύτρια.