ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Οι αρετές του Κώστα Σημίτη

Του ΧΑΡΙΔΗΜΟΥ Κ. ΤΣΟΥΚΑ

Ο Κώστας Σημίτης χαρακτηρίστηκε μεθοδικός και στοχοπροσηλωμένος. Όντως, ήταν, αλλά ήταν κάτι πολύ παραπάνω από ουδέτερος project manager – διέθετε πνευματική ενδοχώρα και αξιακό πυρήνα. Του προσδόθηκε το επίθετο του πραγματιστή. Βεβαίως ήταν, αλλά τα θεμέλια του πραγματισμού του ήταν οραματικά, όχι ιδιοτελή. Αναγνωρίζεται ότι ήταν συνεπής ευρωπαϊστής. Φυσικά και ήταν, αλλά ο ευρωπαϊσμός του ήταν γειωμένος στην ιστορία της Ελλάδας.

Ο Κώστας Σημίτης ήταν σύνθετος πολιτικός ηγέτης: συνύφανε τις νεωτερικές επαγγελίες με τη βαθιά κατανόηση της ελληνικής πραγματικότητας. Δεν μετέτρεψε την ιδεολογία του σε ιδεοληψία, ούτε αντάλλαξε την εμπλοκή στην πολιτική με κομματική αντιμισθία. Με την πνευματική επιμέλεια του εαυτού του και την επαγγελματική καταξίωσή του κατέστη αυτόφωτος και ανεξάρτητος. Η ανατροφή του, οι σπουδές του και η ευρωπαϊκή εμπειρία του, του προσέδωσαν κοσμοπολιτισμό, αυτοπεποίθηση και ισχυρή βούληση, όχι κωμική αυταρέσκεια και γελοίο ναρκισσισμό. Πολύγλωσσος και μορφωμένος, αγωνιούσε για τη χώρα, διαλεγόμενος με τα διανοητικά ρεύματα της Ευρώπης.

Τα νεανικά βιώματά του ήταν καθοριστικά. Οι πολιτικές διώξεις των γονιών του ήταν γι’ αυτόν «παρότρυνση για ανεξαρτησία από δόγματα και για ελευθερία έκφρασης». Το απέδειξε πολλές φορές. Το 1995, λ.χ., παραιτούμενος από υπουργός, έγραψε στον Ανδρέα Παπανδρέου, μεταξύ άλλων: «σας επαναλαμβάνω και σήμερα ότι δεν θυσιάζω την ανεξαρτησία της σκέψης μου». Η μετεμφυλιακή Ελλάδα ήταν ασφυκτική χώρα για έναν μορφωμένο νέο με όνειρα, όπως αυτός. «Η εσωστρέφεια, η κομμουνιστοφοβία, ο μικρόκοσμος της ελληνικής πελατειακής πολιτικής αποτελούν βαρίδια για τη χώρα», γράφει μελαγχολικά.

Η παραμονή του στη Γερμανία και τη Βρετανία προσέδωσε συγκριτική διάσταση στη σκέψη του. Στη βόρεια Ευρώπη δεν είδε κοινωνίες χωρίς προβλήματα, αλλά κοινωνίες με «θεσμούς που λειτουργούν, κοινωνικές οργανώσεις που δεν αντιδρούν μόνο συντεχνιακά, και εγρήγορση των πολιτών για τη σωστή λειτουργία της Πολιτείας». Η τριβή των ευρωπαϊκών με τις γηγενείς εμπειρίες παρήγαγε τον σπινθήρα του εκσυγχρονιστικού προτάγματος. Ανέκαθεν πίστευε ότι η πολιτική υπηρετεί το κοινό καλό, ότι ο πολίτης οφείλει να νοιάζεται για τα κοινά. Στην ταραγμένη δεκαετία του 1960 συνίδρυσε τον Όμιλο Προβληματισμού «Αλέξανδρος Παπαναστασίου». Στη δικτατορία, εντάχθηκε στον οργανωμένο αντιδικτατορικό αγώνα. Το 1974 συνίδρυσε το ΠΑΣΟΚ. Τη δεκαετία του 1990 ίδρυσε τον Όμιλο Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας. Ο Σημίτης ήταν πάντοτε βαθιά πολιτικό όν.

Η σχέση του με την πραγματικότητα ήταν δημιουργικά αμφίθυμη: την κατανοούσε και, συγχρόνως, την αμφισβητούσε. Ο προοδευτικός πολιτικός, πίστευε, διαλέγεται με την πραγματικότητα για να τη μεταβάλει, όχι να την αναπαράγει: οι αξίες του τον προσανατολίζουν· ο ορθολογισμός του τον βοηθά να διαμορφώσει στρατηγική· ο πραγματισμός του τον ευαισθητοποιεί στα εκάστοτε συμφραζόμενα.

Ο ορθολογιστής που στερείται πολιτική διαίσθηση δεν θα καταλάβει πότε είναι η κατάλληλη στιγμή να αμφισβητήσει τον αρχηγό του κόμματός του, ούτε πώς να το κάνει. Ο ίδιος το έκανε επιδέξια αρκετές φορές. Ο ιδεολόγος που δεν γνωρίζει πώς να μετουσιώσει τις ιδέες του πράξη, νεφελοβατεί ή φλυαρεί. Οι συζητήσεις στο Εκτελεστικό Γραφείο του ΠΑΣΟΚ, γράφει, «διεξάγονταν σ’ ένα γενικό ιδεολογικό επίπεδο. Δυσκολευόμουν να παρακολουθήσω αυτή την αέναη επίκληση αρχών και αξιών, χωρίς συσχετισμό με συγκεκριμένες λύσεις και αποτίμηση επιπτώσεων».

Στο ΠΑΣΟΚ, ο Σημίτης έμαθε να συνυπάρχει με ανθρώπους που, ενδεχομένως, ούτε καφέ θα ήθελε να πιει μαζί τους. Κατανοούσε ότι η πολιτική δεν είναι μεσσιανική υπόθεση αλλά συλλογικό εγχείρημα. Δεν διαλέγεις τους κομματικούς συντρόφους σου. Μαθαίνεις να δουλεύεις μαζί τους, χωρίς να γίνεσαι ασπόνδυλος κομματάνθρωπος – αρκεί να μη χάνεις το οραματικό στοιχείο που σε έφερε στην πολιτική. Η ισορροπία αυτή είναι επισφαλής. Μερικές φορές την έχασε. Ως πρωθυπουργός, για να μη συγκρουσθεί με το κόμμα του, δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στη διαφθορά, ούτε προώθησε με την απαιτούμενη επιμονή την αποκομματικοποίηση του κράτους. Σε καθοριστικές στιγμές, όπως στη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, έθεσε την κομματική ενότητα πάνω από την επιθυμία του για ριζικές τομές.

Η μεγαλύτερη δύναμη του Σημίτη ήταν η αμφίθυμη σχέση του με το κόμμα του. Διακρίθηκε στην κομματική σκηνή γιατί ήταν διατεθειμένος να εξέλθει από αυτή. Αναλαμβάνοντας ρίσκα συσσώρευσε πολιτικό κεφάλαιο και αναδείχθηκε σε ηγετικό πόλο έλξης: έδειξε εμπράκτως ότι δεν βρίσκεται στην πολιτική ως σταδιοδρομιστής ή αυλοκόλακας, αλλά ως φορέας ιδεών. Η εξουσία, τελικά, του παρεδόθη, με τους δικούς του όρους, ακριβώς γιατί δεν της παραδόθηκε!

Παραιτήθηκε από το Εκτελεστικό Γραφείο του ΠΑΣΟΚ το 1979, από υπουργός Εθνικής Οικονομίας το 1987 και από υπουργός Βιομηχανίας το 1995. Όλες του οι παραιτήσεις ήταν πράξεις αρχών, χωρίς διχαστικότητα. Επιλέγοντας τη σώφρονα σύγκρουση, διακινδύνευσε την περιθωριοποίηση, αβγατίζοντας το πολιτικό κεφάλαιό του. Γνώριζε ότι, στην πολιτική, πλεονεκτεί όποιος κερδίζει τη μάχη της γλώσσας. Διατύπωσε ένα συνεκτικό αφήγημα, το οποίο εξέφρασε τη διάχυτη, πλην άναρθρη και αντιφατική, ανάγκη της κοινωνίας για εκσυγχρονισμό.

Ο οραματικός πραγματισμός τον βοηθούσε να καταλάβει ότι, αφενός, χωρίς το κραταιό ΠΑΣΟΚ δεν υπήρχε ρεαλιστική ελπίδα υλοποίησης του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος, αφετέρου θα έπρεπε ο ίδιος να απλώσει ρίζες στο κόμμα, τις οποίες φρόντισε να αναπτύξει με τις κατάλληλες συμμαχίες. Κορυφαία στιγμή ήταν η άρνησή του να μοιραστεί την κομματική εξουσία με τον αντίπαλό του Άκη Τσοχατζόπουλο, στο ιστορικό κομματικό συνέδριο το 1996. Θέτοντας το δίλημμα «ή πρωθυπουργός και πρόεδρος ή τίποτα» διακινδύνευσε την πρωθυπουργία, κερδίζοντας την ηγετική αίγλη.

Ο Σημίτης ήταν πολιτικός του λόγου, όχι της εικόνας. Ο εκσυγχρονισμός του, όπως και όσο υλοποιήθηκε, έφερε τη χώρα πλησιέστερα στην ανεπτυγμένη Ευρώπη, έστω κι αν η ελληνική κοινή γνώμη δεν το αναγνωρίζει επαρκώς. Αν τα πολλά θεσμικά ελλείμματα της Ελλάδας παραμένουν είναι γιατί δεν αρκεί ένας ηγέτης για την αναθέσμιση της χώρας, αλλά απαιτείται μια συστηματική συγχορδία αλλαγών παντού – ένα εξαιρετικά αβέβαιο εγχείρημα.

Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και αντεπιστέλλον μέλος της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών.

www.htsoukas.com

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση