Οτιδήποτε σηματοδοτεί η Μεταπολίτευση στη σύγχρονη ιστορία μας, πρωταρχικά υποδηλώνει τη μετάβαση από ένα πολίτευμα σε ένα άλλο. Τέτοιες μεταβάσεις δεν είναι στιγμιαίες. Το αποτέλεσμά τους δεν είναι προδιαγεγραμμένο.
Η διαδικασία μετάβασης εμπεριέχει υψηλή αβεβαιότητα. Εκτυλίσσεται σε ένα ιστορικά διαμορφωμένο πλαίσιο, με πολλούς (αλληλεπι)δρώντες και τυχαία ή ανέλεγκτα συμβάντα, όπου στρατηγικές επιλογές θέτουν σε κίνηση τροχιές λήψης αποφάσεων, οι οποίες οδηγούν στην ολοκλήρωση της μετάβασης σε μια νέα κατάσταση – ένα νέο πολίτευμα.
Να το πω πιο απλά: αν το αποτέλεσμα είναι κάτι στέρεο και διακριτό, η διαδικασία της μετάβασης είναι ρευστή και θολή. Η πλάνη είναι να θεωρείς ότι το αποτέλεσμα ήταν αναπόφευκτο. Μπορεί εκ των υστέρων να το εκλογικεύεις ως την πιθανότερη έκβαση, αλλά η διαδικασία είναι γεμάτη αβεβαιότητα. Αν και αναγκαία για λόγους γνωστικής οικονομίας, η εκλογίκευση μας ωθεί να βλέπουμε, ως παρατηρητές, την τροχιά που παρήγαγε το αποτέλεσμα ως τη μόνη δυνατή. Η ουσιαστική κατανόηση, όμως, απαιτεί να μπούμε στη θέση των ληπτών αποφάσεων του παρελθόντος και να δούμε το δικό τους παρόν – την αβέβαιη πορεία τους στην ομίχλη, με όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά.
Δεν έχω υπόψη κάποια έγκυρη μελέτη με βάση αρχειακές πηγές για την κρίσιμη διαδικασία μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία. Γνωρίζουμε από το αποκαλυπτικό βιβλίο του Αλέξη Παπαχελά «Ένα Σκοτεινό Δωμάτιο 1967-1974» (Μεταίχμιο, 2021) όσα διαμείφθηκαν στην ανατριχιαστική συνεδρίαση του πολεμικού συμβουλίου στις 20/7/1974, όταν είχε αρχίσει η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, αλλά δεν έχουμε αντίστοιχα στοιχεία για την κρίσιμη σύσκεψη της χουντικής ηγεσίας με πολιτικούς στις 23/7 και τις κρίσιμες αποφάσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή τους πρώτους μήνες της μεταπολίτευσης. Παρ’ όλα αυτά, από διαθέσιμες μαρτυρίες, μπορούμε να αντιληφθούμε την κρισιμότητα και αβεβαιότητα των αποφάσεων (βλ. το χρήσιμο βιβλίο των Α. Συρίγου και Ε. Χατζηβασιλείου, «Μεταπολίτευση, 1974-1975», Πατάκης, 2024).
Με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, η Ελλάδα βυθίζεται στο χάος. Ο πόλεμος με την Τουρκία είναι ορατός, η επιστράτευση καταλήγει σε φιάσκο. Ο χουντικός πρόεδρος της Δημοκρατίας Γκιζίκης συγκαλεί σύσκεψη στρατιωτικών και πολιτικών. Η χούντα, πανικόβλητη, θέλει να παραδώσει την εξουσία στους πολιτικούς.
Πρώτη αβεβαιότητα: ποιος θα είναι πρωθυπουργός; Ο Αβέρωφ προτείνει τον Καραμανλή. Οι υπόλοιποι αντιδρούν, ισχυριζόμενοι ότι η κυβέρνηση πρέπει να σχηματισθεί άμεσα, αλλά ο Καραμανλής ζει στη Γαλλία. Αποφασίζεται να είναι ο Κανελλόπουλος. Ο Αβέρωφ επιμένει. Ο Κανελλόπουλος συμφωνεί ότι ο Καραμανλής είναι ο ενδεδειγμένος. Επικοινωνούν τηλεφωνικά με τον Καραμανλή, ο οποίος ζητεί διαβεβαιώσεις για τον έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων. Ο Αβέρωφ τον βεβαιώνει συναφώς, χωρίς να είναι σίγουρος – δεν του μεταφέρει πληροφορία αλλά ελπιδοφόρα εικασία. Ο Καραμανλής παίρνει την απόφασή του χωρίς πλήρη γνώση των δεδομένων – αποτιμά, ζυγίζει, και κάνει το άλμα πίστης. Τον οδηγεί ο χαρακτήρας του: αποφασιστικός, με αίσθημα ευθύνης, πολιτικό ένστικτο και ισχυρή αυτοπεποίθηση.
Η αβεβαιότητα είναι διάχυτη. Το πιο εύλογο ήταν η πρωθυπουργία να ανατεθεί στον Κανελλόπουλο. Είναι εκεί, παρών και, επιπλέον, ήταν ο πρωθυπουργός που ανέτρεψε η χούντα. Είναι όμως ο καταλληλότερος στη συγκυρία; Η χώρα έχει ανάγκη από στιβαρό, βουλησιαρχικό ηγέτη. Ο Κανελλόπουλος δεν είναι αυτός, και το ξέρει. Φαντάζεστε να επέμενε για τον εαυτό του; ΄Η να μην επέμενε ο Αβέρωφ για τον Καραμανλή; ΄Η να θεωρούσε ο Καραμανλής ανεπαρκείς τις διαβεβαιώσεις του Αβέρωφ και να δίσταζε; Όλα ήταν εύλογα, χωρίς να είναι γνωστό πόσο πιθανά.
Όταν ο Καραμανλής αναλαμβάνει, οι αβεβαιότητες είναι πολλές. Να κληθεί να επιστρέψει ο έκπτωτος βασιλιάς; Πώς θα διασφαλίσει η νέα κυβέρνηση τον έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων; Πώς θα διαχειριστεί την πολιτική ριζοσπαστικοποίηση, με έντονα τα αντιδυτικά αισθήματα και τις εκδικητικές διαθέσεις («δώστε τη χούντα στο λαό»), η οποία κινδύνευε να εκτροχιάσει το μετα-πολιτευτικό εγχείρημα; Ο Καραμανλής ισορρόπησε μεταξύ του ελέγχου της κατάστασης αφενός, και της ηθικοπολιτικής νομιμοποίησης των πρώτων κυβερνητικών επιλογών αφετέρου. Οι θεατές έβλεπαν τον ακροβάτη να ισορροπεί αλλά δεν γνώριζαν τον κόπο και την επιδεξιότητα με την οποία το κατάφερνε.
Η αβεβαιότητα που αντιμετωπίζουν οι πολιτικοί ηγέτες σε περιόδους μετάβασης είναι ριζική. Αυτό θα πει: δεν είναι τόσο η έλλειψη πληροφοριών το μείζον πρόβλημα, όσο η νοηματοδότηση της διαδικασίας και της κατάστασης-στόχου της μετάβασης. Ο Καραμανλής, με ανανεωμένη πολιτική σκέψη, μετά την παραμονή του στο Παρίσι, διέθετε στρατηγικό όραμα, το οποίο έδινε κατεύθυνση στη δράση του. Αντελήφθη ότι η μετα-πολίτευση συνιστούσε ποιοτική μεταβολή – ήταν σημείο καμπής. Η διαδικασία που επέλεξε εξέπεμπε μηνύματα θεσμικού εκσυγχρονισμού (κυβέρνηση εθνικής ενότητας με κεντρογενή, φιλοδυτικό προσανατολισμό, σύγχρονο Σύνταγμα, νομιμοποίηση κομμουνιστικών κομμάτων, δίκαιο δημοψήφισμα για τη βασιλεία). Ο τελικός στόχος ήταν η δημιουργία μιας φιλελεύθερης ευρωπαϊκής δημοκρατίας, η οποία θα διαδεχόταν την αυταρχική και χειραγωγούμενη δημοκρατία του παρελθόντος.
Όπως χωρίς τους λεπτούς χειρισμούς του Τζον Κένεντι, στην κρίση των πυραύλων της Κούβας (1962), πιθανόν θα είχαμε οδηγηθεί σε πυρηνικό ολοκαύτωμα, χωρίς τις «φρόνιμες» επιλογές του Καραμανλή, τους πρώτους έξι μήνες αφότου ανέλαβε, η μετα-πολίτευση πιθανότατα θα ήταν επώδυνα διαφορετική. Του είμαστε βαθιά ευγνώμονες.
Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και αντεπιστέλλον μέλος της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών. Το βιβλίο του «Leadership as Masterpiece Creation: What Business Leaders Can Learn from the Humanities about Moral Risk-Taking» (με τους C. Spinosa και M. Hancocks), κυκλοφορεί από το MIT Press. www.htsoukas.com