ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Μαμά, γερνάω

Του ΝΟΤΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Στις αρχές του καλοκαιριού με παρότρυνση δύο συνομήλικων φίλων μου έκανα ένα απίθανο περπάτημα, που κατέληξε σε αναρρίχηση στην υψηλότερη κορυφή του Ολύμπου – τον Μύτικα σε υψόμετρο γύρω στα 3.000 μέτρα. Απίθανη εμπειρία, όχι μόνο γιατί στις αρχές Ιουλίου η θερμοκρασία μέρα μεσημέρι ήταν γύρω στους 15 βαθμούς Κελσίου. Αλλά και γιατί η αίσθηση να βρίσκεσαι δεμένος - κρεμασμένος σε έναν απόκρημνο βράχο στην κορυφή του βουνού των Θεών –από τα πιο όμορφα και άγρια της Ελλάδας– σε ενθουσιάζει και σε ξανανιώνει.

«Το να σκαρφαλώνεις 63 χρόνων σε ένα τέτοιο βουνό είναι κατόρθωμα», μου είπε ο οδηγός, δείχνοντάς μου τη φωτογραφία όπου ποζάρω δίπλα στη σημαία της κορυφής που γράφει 2.918 μέτρα. Με λίγα λόγια, μου έλεγε ότι είναι σπουδαίο ένας «γέρος» σαν και μένα να τα βγάλει πέρα σε μια τέτοια... περιπέτεια.

Την πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι δεν φαίνομαι πλέον νέος ήταν πριν από καμιά 20αριά χρόνια – ήμουν τότε λίγο πάνω από τα 40. Διέσχιζα τον προαύλιο χώρο της Μητρόπολης με κατεύθυνση το Σύνταγμα και ξάφνου πέρασε μπροστά μου ένα τόπι. Το σταμάτησα με το πόδι και κοιτώντας προς την πλευρά των πιτσιρικάδων που έπαιζαν με τέρμα δυο μουριές, κάποιος φώναξε: «Συγγνώμη, κύριε. Μας πετάτε παρακαλώ την μπάλα;».

Αυτό το «κύριε» και ο πληθυντικός με πόνεσαν πραγματικά. Και κατάλαβα αμέσως ότι δεν οφείλονταν στην καλή ανατροφή. «Μα καλά, μοιάζω τόσο μεγάλος ώστε να αξίζω τέτοια ύπουλη μεταχείριση;», αναρωτήθηκα. Μόλις έφτασα στο γραφείο –στη Χρήστου Λαδά– όρμησα να κοιταχτώ στον καθρέφτη.

Τα μαλλιά μου είχαν αρχίσει να γκριζάρουν, η κοιλιά μου φούσκωνε και τέντωνε το πουκάμισό μου γύρω από τις κουμπότρυπες, τα γυαλιά ηλίου κρέμονταν με ένα σχοινάκι από τον λαιμό μου. Το πρόσωπό μου έμοιαζε κουρασμένο και τα μάτια μου ήταν κόκκινα, με ορατούς μαύρους κύκλους από το ξενύχτι της προηγουμένης.

Μεσήλικας με τα όλα του. Ενιωσα σοκ. Περίπου σαν εκείνο το καλοκαίρι –ήμουν μικρό παιδί 10-12 χρόνων– που παίζοντας κρυφτό στην ταράτσα ενός γείτονα είδα στην απέναντι πολυκατοικία ένα νεαρό ζευγάρι να κάνει έρωτα με ανοιχτά παράθυρα. Ντράπηκα. Και κρύφτηκα να μη με δουν πίσω από ένα βρακί της γιαγιάς της οικογένειας, που ήταν απλωμένο στο σύρμα. Ηταν τεράστιο, μου φάνηκε πιο μεγάλο και από το τραπεζομάντιλο της κουζίνας μας, σίγουρα θα μπορούσα να το κάνω μπέρτα μου.

Δεν πέρασε μια βδομάδα από το «κύριε, σας παρακαλώ» και βρέθηκα καλεσμένος σε γενέθλια στο σπίτι ενός παιδικού μου φίλου, λίγα χρόνια μικρότερου στην ηλικία. Η γυναίκα του, τα παιδιά του ήταν στην παρέα, αλλά και διάφορες νεότερες και ξέγνοιαστες φίλες της συζύγου του κολλητού μου. Κι εγώ φρέσκος, καλοντυμένος, με κέφι και χιούμορ. Ηταν η μέρα που ανακάλυψα ότι οι άνθρωποι από κάποια ηλικία και μετά γίνονται... αόρατοι. Τα μάτια των κοριτσιών κοίταζαν γύρω γύρω αλλά ποτέ δεν σταματούσαν πάνω μου. Ημουν... διάφανος. Τα μάτια τους με διαπερνούσαν και κοίταζαν πίσω μου έναν συμπαθή 30άρη. Ανακάλυψαν την ύπαρξή μου μόνο όταν άρχισα να λέω αστεία ή να χορεύω σε παλιά τραγούδια των Doors, κουνώντας τα χέρια μου σαν να κρατάω μια αόρατη κιθάρα.

Εφυγα, θυμάμαι, από το σπίτι του φίλου και στο μυαλό μου άκουγα με κάποια γλυκιά θλίψη τους στίχους της Νικολακοπούλου απ’ ένα τραγούδι που τραγουδούσε υπέροχα η Τάνια Τσανακλίδου.

«Μαμά, πεινάω, μαμά, φοβάμαι, μαμά, γερνάω, μαμά. Και τρέμω να ’μαι αυτό που χρόνια ανησυχείς, ωραία, νέα κι ατυχής».

Δεν ξέρω αν τα κεράκια κι οι αριθμοί στις τούρτες λένε κάτι. Αλλά πάντοτε αισθανόμουν πως η ηλικία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας αριθμός. Εξάλλου, τι σημαίνει 50 ή 60. Είμαι όσων χρόνων νιώθω. Και αισθάνομαι ακόμη δυνατός. Δηλαδή ο πατέρας μου πριν από 20-25 χρόνια, όταν ήταν στην ηλικία μου, σκαρφάλωνε βουνά, έκανε ψαροντούφεκο, οδηγούσε μοτοσικλέτες; Ούτε κατά διάνοια.

«Να πάμε να περπατήσουμε στην Παταγονία. Να πάμε για ποδήλατο στα βουνά της Ισλανδίας. Να πάμε εκδρομή με το φουσκωτό, τον γύρο της Κρήτης».

Μπορεί να γερνάω. Μπορεί τα καλοκαίρια μου να είναι μετρημένα. Μπορεί να βλέπω να λιγοστεύουμε στην ετήσια εκδρομή στα Τζουμέρκα και το Ζαγόρι. Ομως, με τίποτα δεν το βάζω κάτω όσο με κρατούν τα πόδια μου. Και δεν θα δεχτώ ποτέ ότι εάν περάσεις τα 60 είσαι μόνο για τάβλι, σούπες και χαμομήλι.

Μπορεί οι κοινωνίες μας να έχουν χτιστεί στη νιότη, στην ομορφιά και την αμεριμνησία. Αλλά εγώ, που δεν έχω πλέον τίποτα απ’ όλα αυτά, αρνούμαι να το βάλω κάτω. Ακόμη κι αν μου συμπεριφέρεστε εσείς οι νεότεροι σαν να είμαι «αόρατος». Ακόμη κι αν μου μιλάτε στον πληθυντικό. Ακόμη κι αν με θεωρείτε έτοιμο για απόσυρση. Θα παραμείνω λαχανιασμένος αλλά αξιόμαχος και έτοιμος για νέες περιπέτειες, για όσο με βαστάν τα ποδάρια μου. «Δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη».

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση