Ο απόηχος της δολοφονίας της Μαχσά Αμίνι και των αιματοβαμμένων διαδηλώσεων που ακολούθησαν στο Ιράν θυμίζει αρκετά τον απόηχο των τρομοκρατικών χτυπημάτων ανά την Ευρώπη στο όνομα του Ισλάμ: ένα σημαντικό τμήμα του λεγόμενου δημοκρατικού κόσμου τείνει να συμπονά όχι τα άμεσα θύματα, αλλά τους θύτες και ό,τι τους πλαισιώνει. Υπάρχει μία σύγχυση προτεραιοτήτων που μπορεί να αποδοθεί είτε σε κακό χρονισμό είτε σε στοχευμένη ατζέντα: όταν στην Ευρώπη μετρούσαμε αποκεφαλισμένους, διαμελισμένους και μαχαιρωμένους «άπιστους», διάφοροι δυτικοί ανθρωπιστές ανησυχούσαν κυρίως για την ισλαμοφοβία. Σαν να συμβαίνει ένα τροχαίο δυστύχημα, ας πούμε, και η προσοχή να μη στρέφεται στους ανθρώπους στα συντρίμμια, αλλά στο κακό όνομα που βγαίνει για τους οδηγούς. Αντίστοιχα τώρα, πολλοί πιστοποιημένοι ανθρωπιστές δεν δείχνουν να κόπτονται ιδιαίτερα για τη νεκρή γυναίκα, αλλά για την προκατάληψη εναντίον της μαντίλας της· μπορούν να χωνέψουν, λοιπόν, το ότι κάποιος σκοτώθηκε επειδή δεν φορούσε καλά ένα σύμβολο πίστης, αλλά οποιαδήποτε κουβέντα περί του συμβόλου πίστης και της απάνθρωπης θρησκευτικής κοσμικής δύναμης που αυτό ασκεί, τους κάθεται στον λαιμό.
Το εύλογο αλλά παραπειστικά απλοϊκό σύνθημα ότι «οι γυναίκες πρέπει να επιλέγουν τι θα φοράνε» σκοντάφτει σε μία ζωτική λεπτομέρεια: δεν υπάρχει επιλογή χωρίς ελευθερία· δεν υπάρχει ελευθερία χωρίς εναλλακτική επιλογή. Αν το δίλημμα είναι μαντίλα ή βία (άμεση ή έμμεση, ψυχολογική ή σωματική), δεν πρόκειται για δίλημμα, αλλά για παγίδα. Η συζήτηση για το αν υπάρχει εκεί έξω κάποιο περιβάλλον στο οποίο η μαντίλα αποτελεί ελεύθερη επιλογή, μία επιλογή που προτιμάται από την ελεύθερη επιλογή απόρριψης της μαντίλας χωρίς δυσβάσταχτο κόστος, μπορεί να τραβήξει πολύ. Κάποιοι, για παράδειγμα, πιστεύουν ότι επιβολή είναι μόνο η άμεση επιβολή. Κατά τη γνώμη τους, η οικογενειακή πίεση, οι ψυχολογικοί εκβιασμοί, η κακοποιητική παράδοση και ο κοινοτισμός ως έμμεσες παράμετροι επιβολής δεν θα έπρεπε να λογίζονται ως παραβίαση της αυτοδιάθεσης. Ας υποθέσουμε πως είναι όντως έτσι τα πράγματα, πως υπάρχουν γυναίκες που επιλέγουν αυτοβούλως να περάσουν τη ζωή τους τυλιγμένες σε χιτζάμπ: τι σημασία έχει η εικασία αυτή; Πώς συνδέεται με την επικαιρότητα; Η Μαχσά Αμίνι δολοφονήθηκε επειδή δεν ήταν καλυμμένη σωστά. Αν διάλεξε ελεύθερα τη μαντίλα της, διάλεξε και τη δολοφονία της; Συναίνεσε στο να θανατωθεί αν δεν περιβληθεί καταλλήλως το σύμβολο της πίστης της; Ο προοδευτισμός για τον προοδευτισμό και η επίδειξη αρετής (το περίφημο virtue signaling) συχνά τείνουν να διαστρέφουν το θέμα συζήτησης: αντί να μιλάμε για την κοπέλα που χάθηκε επειδή δεν υποτάχθηκε καταλλήλως στο χιτζάμπ, μιλάμε για το δικαίωμα όσων δεν έχουν χαθεί ακόμη να συνεχίσουν να υποτάσσονται εκουσίως.
Μετά την αλλαγή θέματος, ακολουθεί η σχετικοποίηση της καταπίεσης: οι υπερασπιστές της μαντίλας δεν αρκούνται στην επισφαλή τους υπόθεση πως η μαντίλα μπορεί να αποτελέσει προϊόν επιλογής (ίσως επειδή δεν την πιστεύουν ούτε οι ίδιοι). Εχουν την απαίτηση να σταματήσει να λογίζεται ως καταπίεση κι απ’ όλους τους υπόλοιπους (ίσως για να πειστούν ότι έχουν δίκιο). Ετσι, το σκεπτικό τους εξελίσσεται ως εξής: η ισλαμική μαντίλα δεν είναι περισσότερο καταπιεστική από τον βαφτιστικό σταυρό· δεν είναι περισσότερο σκοταδιστική από τη μαντίλα της βαρυπενθούσας γιαγιάς σε ορεινό χωριό· δεν είναι πιο απολυταρχική από τον καπιταλισμό! Συνεπώς, και μόνο το ότι κάποιος, κάπου, κάπως καταπιέζεται αρκεί για να αποδεχτούμε και την καταπίεση που επιφέρει η μαντίλα, διαφορετικά είμαστε υποκριτές· δεν έχει σημασία το συμφραζόμενο, η ένταση, η κατάληξη. Το δέκα ισούται με το ένα.
Τα μήλα είναι ίδια με τις πατάτες. Και κάπως έτσι, η ιδεοληψία και ο βολονταρισμός γίνονται αόρατες μαγκούρες χωλών συνειδήσεων. Δυστυχώς, όμως, δεν ανασταίνουν τους νεκρούς ούτε αποτρέπουν τους θανάτους που έρχονται. Αυτό είναι το κακό με τις ευγενείς πλάνες: όσο κι αν τις αρωματίσεις, στο τέλος μυρίζουν φρικτά. Και παραμένουν πλάνες.