ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η ηγετική ποιότητα κρίνεται στα δύσκολα

Του Χαρίδημου Κ. Τσούκα

Η έξοχη ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ «The Post» εστιάζει στη δύσκολη απόφαση της ιδιοκτήτριας της Washington Post Κάθριν Γκρέιχαμ, το 1971, επί προεδρίας Νίξον, να δημοσιευθούν αποσπάσματα απόρρητης μελέτης του υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ, γνωστής ως Pentagon Papers. Στη μελέτη αναδεικνύονται τα ψεύδη των Αμερικανών προέδρων για την εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο του Βιετνάμ.

Η Γκρέιχαμ βρέθηκε στο τιμόνι της εφημερίδας, μετά την αυτοκτονία του εκδότη συζύγου της, χωρίς δημοσιογραφική ή επιχειρηματική εμπειρία. Ανασκουμπώθηκε, προσέλαβε ως διευθυντή τον μετέπειτα θρυλικό Μπεν Μπράντλι και αναζήτησε θεσμικούς επενδυτές. Ιδιαιτέρως κοσμική στην Ουάσιγκτον, η Γκρέιχαμ διατηρεί φιλικούς δεσμούς με ισχυρούς παράγοντες της φιλελεύθερης ελίτ, όπως ο πρώην υπουργός Άμυνας και εμπνευστής των Pentagon Papers Ρόμπερτ Μακναμάρα. Η δημοσίευση της απόρρητης μελέτης θα τους εξέθετε.

Επιπλέον θα έθετε την εφημερίδα σε υπαρξιακό κίνδυνο. Με βάση τον Νόμο περί Κατασκοπείας, αν η εφημερίδα καταδικαζόταν, κινδύνευε η υπόστασή της, ενώ η ιδιοκτήτρια και ο διευθυντής της ίσως κατέληγαν στη φυλακή. Το δίλημμα της Γκρέιχαμ ήταν οδυνηρό: να δημοσιεύσει την απόρρητη μελέτη, χάριν της αλήθειας και του δημοσίου συμφέροντος, όπως την προέτρεπε ο Μπράντλι ή να μην τη δημοσιεύσει, χάριν του επιχειρηματικού και προσωπικού συμφέροντος, όπως την προέτρεπε το Διοικητικό Συμβούλιο; Σπάνια ένα σημαντικό δίλημμα είναι αμιγώς γνωστικής–λογικής φύσεως. Η Γκρέιχαμ αναστοχάζεται την πορεία της, προσωπική και επαγγελματική.

Αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως μέλος μιας μακράς εκδοτικής παράδοσης που υπηρετεί ιδεώδη, όχι ως την ιδιοκτήτρια που μεριμνά μόνο για τα συμφέροντά της. Την κατακλύζουν αισθήματα ευθύνης (τι είναι το σωστό;) αλλά και φόβου (κι αν καταστραφούμε;). Στον εσωτερικό διάλογο με τον εαυτό της, αναμετράται με τη συνείδησή της. Διαθέτει την αριστοτελική αίσθηση του «καιρού» –της συγκυρίας– και τι, ευρύτερα, διακυβεύεται για το «καλό του έθνους» και την «ελευθερία του Τύπου», στην εποχή της αμοραλιστικής προεδρίας Νίξον. Ζυγίζει την κατάσταση χωρίς να την υπεραναλύει. Διαλέγεται, διαισθάνεται και αφουγκράζεται τη φωνή μέσα της. Κάνει το άλμα πίστης και ρισκάρει – δίνει την άδειά της για δημοσίευση.

Όσο αξιοζήλευτη ήταν η γενναιότητα της Γκρέιχαμ, άλλο τόσο απογοητευτική είναι η απόφαση του τωρινού ιδιοκτήτη της Washington Post δισεκατομμυριούχου Τζεφ Μπέζος να μην υποστηρίξει κανέναν υποψήφιο η φιλελεύθερη εφημερίδα στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές. Δείχνει, αφενός, λειψή κατανόηση του «καιρού» (τι διακυβεύεται σήμερα, με έναν υποψήφιο σαν τον Τραμπ), αφετέρου, προθυμία αυτολογοκρισίας χάριν του επιχειρηματικού συμφέροντος. Στον πυρήνα της, η απόφαση δημιουργεί ερωτήματα για το ηθικό ανάστημα ενός ιδιοκτήτη ευυπόληπτης εφημερίδας, με σημαντικές επιχειρήσεις (Amazon, Blue Origins, κ.λπ.), ο οποίος δείχνει να αντιμετωπίζει την εφημερίδα ως απλό μέρος του χαρτοφυλακίου του, υποβαθμίζοντας τα ιδεώδη που η εφημερίδα ομολογημένα υπηρετεί.

Ο κ. Μπέζος αρνείται τα αυτοεξυπηρετικά κίνητρα που του αποδίδονται. «Αυτό που στην πραγματικότητα κάνουν οι δηλώσεις στήριξης προεδρικών υποψηφίων», έγραψε στην Washington Post (28/10/24), «είναι να δημιουργούν μια αντίληψη μεροληψίας. Μια αντίληψη μη ανεξαρτησίας. Ο τερματισμός τους είναι μια απόφαση αρχών, και είναι η σωστή».

Μιλώντας αφηρημένα, το επιχείρημά του είναι εύλογο, ίσως και πειστικό. Μόνο που η αξιολόγηση επιχειρημάτων δεν είναι μόνο υπόθεση λογικής. Όλα τα επιχειρήματα, ακόμα και τα πιο αφηρημένα, διατυπώνονται από ανθρώπους με πάθη, αξίες και συμφέροντα, σημειώνει ο Νίτσε. Όπως ξέρουν καλά οι δικηγόροι και οι δικαστές, στην επιχειρηματολογία λαμβάνονται υπόψη, πέραν της λογικής, και τα ευλόγως εικαζόμενα κίνητρα του ομιλητή, τα συμφραζόμενα, και ο χρονισμός. Σε πολιτικές και ηθικές κρίσεις, ιδιαίτερα, ο ομιλητής δύσκολα διαχωρίζεται από τις απόψεις του. Οτιδήποτε λέγεται, λέγεται από κάποιον/α. Οι επιχειρήσεις του Μπέζος έχουν σημαντικές δοσοληψίες με την αμερικανική κυβέρνηση. Η Amazon συμμετέχει σε έργα του Πενταγώνου και, επιπλέον, ερευνάται για παραβίαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας. Η διαστημική εταιρεία Blue Origins προσβλέπει στην υπογραφή συμβολαίων με την κυβέρνηση. Ο πρώην διευθυντής της Washington Post Μάρκους Μπρόσλι παραλήρησε ότι «η χρονική στιγμή της απόφασης [11 μέρες πριν τις εκλογές] υπονομεύει την ίδια την ανεξαρτησία που φέρεται να υπερασπίζεται» (Guardian, 26/10/24). Ρεπορτάζ της ίδιας της εφημερίδας (25/10/24) ανέφερε ότι η δήλωση στήριξης της Χάρις είχε ήδη συνταχθεί από το εκδοτικό συμβούλιο της εφημερίδας. Την ακύρωσε, τελευταία στιγμή, ο ιδιοκτήτης της.

Διαισθανόμενος ότι τυχόν εκλογή του εκδικητικού Τραμπ, θα έθετε σε κίνδυνο τα επιχειρηματικά συμφέροντά του, ο Μπέζος προσφέρει προληπτικά και εθελόδουλα την υποταγή του στον επίδοξο ηγεμόνα. Ένας αναλυτής παρατήρησε συναφώς ότι «αν θέλεις να προστατέψεις τα επιχειρηματικά συμφέροντά σου, η δειλία είναι ορθολογική» (ΝΥΤ, 30/10/24). Όχι, βέβαια. Πρόκειται για διαστροφή της ορθολογικότητας. Η ορθολογικότητα δεν αναφέρεται μόνο σε μέσα αλλά και σε σκοπούς. Μέρος του λογότυπου της Washington Post είναι το σύνθημα: «η δημοκρατία πεθαίνει στο σκοτάδι» – όταν, δηλαδή, απουσιάζουν αλήθεια, διαφάνεια, λογοδοσία. Σωστά. Πεθαίνει, όμως, κι όταν οι, κατ’ αρχήν, υπερασπιστές δημοκρατικών αξιών (ο φιλελεύθερος Τύπος), σε κρίσιμες στιγμές δειλιάζουν. Οι μεγιστάνες της Σίλικον Βάλεϊ μπορούν να ζήσουν χωρίς δημοκρατία και κράτος δικαίου. Εμείς οι υπόλοιποι, όχι.

 

Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και Αντεπιστέλλον Μέλος της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών. Το βιβλίο του «Leadership as Masterpiece Creation: What Business Leaders Can Learn from the Humanities about Moral Risk-Taking» (με τους C. Spinosa και M. Hancocks), κυκλοφορεί από το MIT Press.

www.htsoukas.com

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση