Του Απόστολου Κουρουπάκη
Σύμφωνα με έρευνα της Eurostat η Κύπρος βρίσκεται στην προτελευταία θέση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. στην ανάγνωση βιβλίων. Μία θέση που σίγουρα δεν περιποιεί τιμή ούτε για το σχολικό μας σύστημα, και φυσικά ούτε για τα πνευματικά αντανακλαστικά της Πολιτείας. Σαφώς και υπάρχουν άνθρωποι στη χώρα μας που διαβάζουν και απολαμβάνουν ένα βιβλίο οποιουδήποτε είδους και θα ήταν αφοριστικό να θεωρήσουμε πως είμαστε λαός απαίδευτος, οι λόγοι όμως που δεν διαβάζουμε αρκετά είναι πολλοί και σύνθετοι, μπορεί να είναι οικονομικοί και κοινωνικοί. Οι λόγοι για τους οποίους δεν διαβάζουν οι νεότερες γενιές επίσης δεν μπορούν να εξαντλούνται στην κυριαρχία της ψηφιακής εποχής και του scroll. Οφείλει λοιπόν η Πολιτεία να αναζητήσει τους λόγους, να καταστρώσει σχέδιο και συγκεκριμένη πολιτική για το βιβλίο και τη φιλαναγνωσία. Η «Κ» για το συγκεκριμένο ζήτημα ζήτησε από τέσσερις ανθρώπους του βιβλίου να εκφράσουν τη σκέψη τους επί του ερωτήματος «Γιατί πιστεύετε ότι οι Κύπριοι δεν διαβάζουν; Τι νομίζετε ότι φταίει, υπάρχουν λύσεις;». Τις σκέψεις τους εκφράζουν οι Κώστας Κατσώνης, φιλόλογος-συγγραφέας, Ηλίας Επιφανίου, πρόεδρος Συνδέσμου Εκδοτών Κύπρου, Ανδρέας Χατζηθωμάς, φιλόλογος-κριτικός και η Άννα Κουππάνου, συγγραφέας, εκπαιδευτικός.
Κώστας Κατσώνης
Φιλόλογος-συγγραφέας (δ.φ.)
Aρπαξε το βιβλίο πεινασμένε! Είναι όπλο...
Το ερώτημα γιατί ως Κύπριοι είμαστε τελευταίοι στην Ευρώπη σε σχέση με τη φιλαναγνωσία είναι εύλογο, αλλά δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη. Για πολλούς θεωρείται μάλιστα φυσιολογικό, προβάλλοντας τις συνήθεις αστείες δικαιολογίες, περί κλιματολογικών συνθηκών, εγγενούς εξωστρέφειας, ιδιοσυγκρασίας και άλλα ηχηρά παρόμοια, που αποτελούν «προφάσεις εν αμαρτίαις». Η φιλαναγνωσία, που αποτελεί αγαπημένη καθημερινή συνήθεια για αρκετούς άλλους λαούς, είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων και αποτέλεσμα συστηματικής αγωγής των παιδιών, από τη νηπιακή ηλικία, στην οικογένεια αρχικά, στο νηπιαγωγείο και σε όλα τα κατοπινά χρόνια της σχολικής ζωής, ενώ διέπει, ως βασική παράμετρος ζωής και ψυχικής υγείας, τις στοχεύσεις και τις δράσεις όλων των αρμόδιων θεσμικών οργάνων και φορέων και οργανισμών που παράγουν παιδεία και πολιτισμό (σχολεία, πανεπιστήμια, ΜΜΕ, τοπικές αρχές, πολιτιστικά σωματεία κ.ά.). Γίνεται κάτι τέτοιο στον δικό μας τον τόπο; Προφανώς όχι. Έχετε αντιληφθεί ή επισημάνει την οποιαδήποτε αντίδραση ή ευαισθητοποίηση οποιασδήποτε αρμόδιας αρχής μετά τη δημοσιοποίηση της πρόσφατης πανευρωπαϊκής έρευνας που μας κατατάσσει τελευταίους στην Ευρώπη σε θέματα φιλαναγνωσίας; Συγκινήθηκαν νομίζετε οι κυβερνώντες ή οι καθ’ ύλην αρμόδιοι περί τα της παιδείας και του πολιτισμού μας; Θα ευαισθητοποιηθούν άραγε τα ελεγχόμενα, ως επί το πλείστο, Μέσα Μαζικής Ενημέρωσής μας που έχουν μετεξελιχθεί σε μέσα μαζικής αποχαύνωσης και αποβλάκωσης, όπως και άλλοι φορείς και οργανισμοί που θα μπορούσαν, ως όφειλαν, να αναπτύξουν τη φιλαναγνωσία, αλλά, συνειδητά και διαχρονικά, δεν το πράττουν; Έχετε δει ποτέ στο προεκλογικό πρόγραμμα υποψήφιου προέδρου ή άλλου αξιωματούχου να περιέχεται οποιαδήποτε αναφορά για το βιβλίο; Υπάρχει στο ίδιο το υπουργείο και το υφυπουργείο πολιτική για το βιβλίο, τις βιβλιοθήκες και τη φιλαναγνωσία; Και αν υπάρχει πώς υλοποιείται; Έχετε δει οποιαδήποτε εκπομπή για το βιβλίο και τη φιλαναγνωσία σε κυπριακό τηλεοπτικό κανάλι (όπως υπάρχει στην ΕΡΤ π.χ.); (Υπήρχε παλιά στο ΡΙΚ και καταργήθηκε, γιατί δεν είχε εμπορικότητα)! Έχετε δει να λειτουργούν (σε δήμους, κοινότητες, ή και σε σχολεία ακόμα) πολλές σύγχρονες βιβλιοθήκες με ευρωπαϊκές προδιαγραφές, ώστε να είναι κέντρα δημιουργικής απασχόλησης για τα παιδιά και τους έφηβους; Γιατί στα πλείστα σχολεία μας (δημοτικά) δεν υπάρχουν οργανωμένες βιβλιοθήκες, ενώ στη μέση εκπαίδευση, όπου υπάρχουν είναι συνήθως αποθήκες βιβλίων; Ξέρετε ότι υπάρχει γυμνάσιο σε μεγάλο δήμο, όπου οι «ιθύνοντες» του σχολείου και οι καρεκλοκένταυροι του υπουργείου Παιδείας κατάργησαν τη Βιβλιοθήκη και τη μετέτρεψαν σε Καθηγητικό Σύλλογο, γιατί θεωρήθηκε «αδρανής χώρος»; Αυτοί είμαστε, δυστυχώς, και δύσκολα αλλάζουμε! Υπάρχει όμως ελπίδα. Η καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας και της αγάπης για τη λογοτεχνία και τις τέχνες είναι θέμα παιδείας, με την ευρύτερη αρχαιοελληνική σημασία του όρου. Ιδού λοιπόν η Ρόδος! Ας χαράξουμε επιτέλους έναν ευφάνταστο στρατηγικό σχεδιασμό για την παιδεία και τον πολιτισμό, με τη φιλαναγνωσία να αποτελεί πρωταρχικό στόχο, για να δώσουμε στα παιδιά μας την ευκαιρία να απεξαρτηθούν από τα ψυχοφθόρα ηλεκτρονικά παιχνίδια –όπου καταφεύγουν για εκτόνωση (οι έφηβοι κυρίως) εξαιτίας της πίεσης και της καταπίεσης ενός αναχρονιστικού, ανταγωνιστικού και απάνθρωπου εκπαιδευτικού συστήματος, που προάγει καθημερινά τον ατομικισμό και τη χρησιμοθηρία. Ας εκσυγχρονίσουμε λοιπόν το εκπαιδευτικό μας σύστημα κι ας κάνουμε τη χαρά της μάθησης, βασικό και κυρίαρχο στοιχείο ενός πραγματικά ανθρώπινου και δημοκρατικού σχολείου, όπως είναι και ο στόχος της Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης που κάποτε σχεδιάσαμε και οραματιστήκαμε... Ας βοηθήσουμε τα παιδιά μας (γονείς, δάσκαλοι, ΜΜΕ και φορείς πολιτισμού –με συλλογική συντονισμένη δράση) ώστε να αγαπήσουν το βιβλίο: το λογοτεχνικό, το ιστορικό, το επιστημονικό και ό,τι άλλο μπορεί να γεμίσει την ψυχή και τη σκέψη τους με όμορφα συναισθήματα, σκέψεις, ιδέες, στοχασμούς και προβληματισμούς, καλλιεργώντας συνάμα την κριτική τους σκέψη και τη δημιουργικότητα. Γιατί μόνο έτσι μπορούν να γίνουν ενεργοί και σκεπτόμενοι πολίτες, με άποψη, με ευαισθησία, ενσυναίσθηση και σταθερή προσήλωση σε αρχές και αξίες, όπως είναι η φιλία, η αγάπη, η κοινωνική δικαιοσύνη, η αλληλεγγύη, η συνεργασία, η αποδοχή της διαφορετικότητας, η διεθνής κατανόηση και η αναγκαιότητα της ειρηνικής συνύπαρξης, μακριά από ρατσιστικές, ξενοφοβικές και μισαλλόδοξες ιδεοληψίες και αντιλήψεις. Ας ακούσουμε την προσταγή του Μπρεχτ: «Άρπαξε το βιβλίο, πεινασμένε! Είναι όπλο! Πρέπει να αναλάβεις την εξουσία»!
Ηλίας Επιφανίου
Πρόεδρος Συνδέσμου Εκδοτών Κύπρου (Σ.Ε.ΚΥ.)
Η φιλαναγνωσία είναι θέμα παιδείας
Θα έλεγα ότι το αναγνωστικό κοινό της Κύπρου, όπως και οι αναγνώστες στην Ελλάδα (σύμφωνα με σχετική έρευνα του ΟΣΔΕΛ το 2022) χωρίζεται σε εντατικούς αναγνώστες, μη εντατικούς αναγνώστες και μη αναγνώστες. Υπάρχει σίγουρα μια μικρή μερίδα του κοινού που διαβάζει συστηματικά, είτε για σκοπούς πληροφόρησης, είτε για την απόλαυση της ανάγνωσης, αλλά και ως τρόπο διαφυγής από την καθημερινότητα.
Λόγω των απαιτήσεων του σύγχρονου τρόπου ζωής, η έλλειψη χρόνου αποτελεί έναν παράγοντα που απομακρύνει τον κόσμο από το διάβασμα. Επιβαρυντικός εδώ είναι και ο ρόλος που διαδραματίζουν πλέον στη ζωή μας τα κινητά τηλέφωνα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η τηλεόραση κ.λπ. και το αρκετά σημαντικό μερίδιο χρόνου που διεκδικούν από την καθημερινότητά μας. Η φιλαναγνωσία γενικότερα είναι θέμα παιδείας, αν από μικρή ηλικία υπάρχει επαφή με το βιβλίο, από την οικογένεια ή στο σχολείο, αλλά και σε ποιο βαθμό τροφοδοτείται η ανάγκη για πνευματική εγρήγορση. Ενδεικτικό ότι η Κύπρος, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της πρόσφατης έρευνας της Eurostat για τη φιλαναγνωσία, βρίσκεται στην προτελευταία θέση με χαμηλό ποσοστό 33%.
Δυστυχώς, αξιοσημείωτο γεγονός αποτελεί για την Κύπρο η χρόνια απουσία στέγασης της Κρατικής Βιβλιοθήκης, που για κάθε χώρα αποτελεί εθνικό κόσμημα πολιτισμού. Επιπλέον, δεν λειτουργούν επαρκείς και οργανωμένες βιβλιοθήκες στα σχολεία, της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, τις οποίες οι μαθητές θα μπορούσαν να επισκέπτονται και υπό την καθοδήγηση των δασκάλων και καθηγητών τους να έχουν τη δυνατότητα από μικρή ηλικία να εξοικειωθούν και να αγαπήσουν το βιβλίο.
Ενδεχομένως, θα μπορούσαν μακροπρόθεσμα να λειτουργήσουν στοχευμένες πολιτικές για την αποτελεσματική προώθηση της φιλαναγνωσίας, ώστε να επιτευχθεί η ανάπτυξη της κουλτούρας ανάγνωσης στα σχολεία αλλά και στην κοινωνία ευρύτερα. Στα σχολεία δεν καλλιεργείται επαρκώς η φιλαναγνωσία, με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται επιτυχώς ο στόχος. Χρειάζονται συγκεκριμένες και αποτελεσματικές δράσεις από την Πολιτεία, τις λογοτεχνικές ενώσεις, τους φορείς του βιβλίου, τις λέσχες ανάγνωσης, τις δανειστικές βιβλιοθήκες κ.ά., ώστε η διάδοση της φιλαναγνωσίας να κερδίζει σταθερά έδαφος σε όλες τις κοινωνικές ομάδες. Αναφέρω ενδεικτικά την καθιέρωση διοργανώσεων, όπως Φεστιβάλ ή/και Εκθέσεις Βιβλίου, παγκύπρια, για την προσέλευση του κοινού κάθε ηλικίας, καθώς και την παραχώρηση κουπονιών για αγορά βιβλίων, πρακτική που εφαρμόζεται σε Ελλάδα και Ιταλία. Επιπρόσθετα, στην περαιτέρω προσέλκυση του αναγνωστικού κοινού, και ιδιαίτερα των νέων, μπορεί να συμβάλλει ενισχυτικά και η ποιοτικότερη εκδοτική παραγωγή.
Ανδρέας Χατζηθωμάς
Φιλόλογος-κριτικός, εκδότης του περιοδικού «Διοράματος»
Το διάβασμα είναι ψυχική αγωγή
Αν θεωρούμε την πείνα φονικό όπλο, η πνευματική πείνα είναι εξίσου φονικό όπλο. Και ενόσω μένουμε αδιάφοροι μπροστά σε αυτόν τον ανελέητο κίνδυνο και δεν αντιδρούμε στην κίβδηλη συνείδηση που προσπαθούν να μας επιβάλουν οι θεωρητικοί μιας σχετικιστικής αντίληψης που βολεύει τους τεχνοκράτες, το μονοπώλιο του διαδικτυακού αυταρχισμού και την εκκωφαντική εμφάνιση της τεχνητής νοημοσύνης.
Μπροστά σ’ όλα αυτά τα φαινόμενα διερωτάται κάποιος αν το διάβασμα, η σωστή μόρφωση και η καλλιέργεια του πνεύματος μπορούν να μετριάσουν τον κίνδυνο μιας πλήρους κατάρρευσης της ανθρώπινης υπόστασης. Τι γίνεται όμως στον τόπο μας; Οι Κύπριοι διαβάζουν βιβλία; Αγαπούν τα βιβλία; Ερωτήματα που προκαλούν ποικίλες συζητήσεις αλλά όχι ιδιαίτερες ανησυχίες.
Προσωπική μου άποψη είναι ότι οι Κύπριοι αγαπούν το βιβλίο, το σέβονται και εκτιμούν την αξία και την προσφορά του. Ίσως όχι στον επιθυμητό βαθμό, αλλά, αν κρίνουμε από την κίνηση του βιβλίου στα βιβλιοπωλεία, τον δανεισμό από τις βιβλιοθήκες των δήμων, του Πανεπιστημίου και της Κυπριακής Βιβλιοθήκης, καταγράφονται στοιχεία ικανοποιητικά. Βέβαια, ανεξαρτήτως ηλικίας και φύλου, υπάρχουν αρκετά περιθώρια αύξησης της φιλαναγνωσίας και της ποιοτικής επιλογής των εντύπων που κυκλοφορούν. Αυτό για να επιτευχθεί θα πρέπει να εμπλακεί το οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον, τα ΜΜΕ και όλοι οι φορείς που σχετίζονται με το βιβλίο ώστε να προβληθεί η αξία του, να τονιστεί ότι το διάβασμα είναι ψυχική αγωγή και εμπλουτισμός των γνώσεων. Ο κόσμος μας αλλάζει γι’ αυτό πρέπει το βιβλίο να πάρει την ανάλογη θέση στη ζωή μας.
Πρέπει να γίνει ανάγκη καθημερινή και εχέγγυο κριτικού πνεύματος για να αντιμετωπιστούν οι λογής-λογής δοκιμασίες της ανθρωπότητας και να βρεθεί ένας δρόμος προς ένα καλύτερο μέλλον.
Αννα Κουππάνου
Συγγραφέας, εκπαιδευτικός, συντονίστρια του Δικτύου Φιλαναγνωσίας Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Κύπρου
Να μην αφήνουμε την ανάγνωση βιβλίων στην τύχη
Το διάβασμα βιβλίων για ευχαρίστηση, αυτό που ονομάζουμε βιβλιοφιλία ή φιλαναγνωσία, είναι μια πολιτισμική δραστηριότητα, αλλά πάνω από όλα μια προσωπική γνωστική αλλά και συναισθηματική συνήθεια. Διαβάζουμε βιβλία επειδή μας αρέσει, επειδή νιώθουμε ωραία, όταν τα διαβάζουμε, επειδή έχουμε μάθει να μας αρέσει να τα διαβάζουμε και επειδή τα βιβλία είναι προσβάσιμα σε μας.
Ορίζοντας κάπως έτσι το διάβασμα για απόλαυση, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, μερικοί από τους οποίους συνδιαμορφώνουν την ιστορία, την παράδοση, την εκπαίδευση, την παλαιότερη αλλά και σύγχρονη κουλτούρα μιας χώρας. Η βιβλιοφιλία προκύπτει, όταν υπάρχει συνέργεια μεταξύ κράτους, Πολιτείας, εκπαίδευσης, κοινότητας και οικογένειας.
Η Κύπρος είναι ένα αρκετά νεαρό κράτος που δεν έχει περάσει από παρόμοια στάδια με αυτά άλλων ευρωπαϊκών χωρών – δεν έχει βιώσει, για παράδειγμα, τόσο ριζικά την επανάσταση της τυπογραφίας ή δεν έχει ζήσει μια παρόμοια εμπειρία, όπως αυτή που είχαν στην Αγγλία με έναν Κάρολο Ντίκενς που δημοσίευε τα μυθιστορήματά του σε συνέχειες, ενώ μια ολόκληρη χώρα ανυπομονούσε να πάρει την εφημερίδα για να τα διαβάσει. Θα χρειαζόταν, ωστόσο, πραγματική επιστημονική μελέτη, για να εξετάσουμε πώς κάποια στοιχεία της ιστορίας της Κύπρου συνέβαλαν ή όχι στην καλλιέργεια κουλτούρας φιλαναγνωσίας.
Αυτό, εντούτοις, που θέλω να τονίσω είναι ότι η ανάγνωση βιβλίων για ευχαρίστηση έχει μια έντονη κοινωνική διάσταση, αφού γνωρίζουμε ότι η ανάγνωση βιβλίων από μικρή ηλικία μπορεί ακόμη και να καλύψει διαφορές στην επίδοση των παιδιών που πιθανόν να προκύψουν εξαιτίας οικονομικών και κοινωνικών λόγων. Λαμβάνοντας υπόψη αυτή την έντονα κοινωνική διάσταση της φιλαναγνωσίας, θα πρέπει να μην αφήνουμε την ανάγνωση βιβλίων στην τύχη.
Κοιτάζοντας τώρα το σύγχρονο τοπίο στην Κύπρο, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι στην παρούσα στιγμή γίνονται περισσότερα για το βιβλίο από ό,τι γίνονταν τα προηγούμενα χρόνια. Έχουμε μεγαλύτερη συγγραφική παραγωγή, τη δραστηριοποίηση ομάδων συγγραφέων και συλλογικοτήτων που ενδιαφέρονται για το βιβλίο, εκδηλώσεις για το βιβλίο, κάποια προγράμματα στήριξης του βιβλίου, της μετάφρασης του, κ.λπ., δύο μεγάλα φεστιβάλ βιβλίου, πολλές Ημερίδες και Συνέδρια σχετικά με το βιβλίο, το Παιδικό Συνέδριο Λογοτεχνίας και Φιλαναγνωσίας και το Δίκτυο Φιλαναγνωσίας του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Κύπρου. Ιδιαίτερα, το τελευταίο στοχεύει στο να δημιουργήσει από πολύ νωρίς κοινότητες αναγνωστών/αναγνωστριών ανάμεσα στους μαθητές και τις μαθήτριες, αλλά και ανάμεσα στους/στις εκπαιδευτικούς της Κύπρου, δίνοντας αφενός ευκαιρίες επιμόρφωσης σε θέματα φιλαναγνωσίας και διδακτικής της λογοτεχνίας στους/στις εκπαιδευτικούς και ενισχύοντας αφετέρου το κίνητρο των παιδιών για ανεξάρτητη ανάγνωση, συμβάλλοντας έτσι στην αύξηση του αναγνωστικού τους όγκου.
Πράγματι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει άνθηση στη συγγραφή και ανάγνωση παιδικής λογοτεχνίας και αυτό αποδεικνύεται και από τις πωλήσεις βιβλίων, αφού στην Κύπρο το παιδικό βιβλίο είναι ίσως το εμπορικότερο. Αυτό πιθανόν να μας προϊδεάζει για τα αποτελέσματα που θα δούμε στο μέλλον.
Εντούτοις, για να γίνει η ανάγνωση βιβλίων μέρος της καθημερινής μας κουλτούρας, το βιβλίο θα πρέπει να είναι παντού, θα πρέπει να αναγνωρίζεται ως κοινωνικό αγαθό, να είναι προσβάσιμο σε όλες και όλους, και θα πρέπει να έχουμε εικόνες από ενήλικες και παιδιά, που σε ομάδες ή ατομικά, διαβάζουν βιβλία στη θάλασσα, στα πάρκα, στο λεωφορείο, στην τάξη, στο σπίτι. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να ενισχυθούν οικονομικά όλες οι βιβλιοθήκες (δημόσιες, κοινοτικές, σχολικές, ανταλλακτικές), να δημιουργηθούν κι άλλες, και να διευκολυνθεί η παραγωγή και η αγορά βιβλίων, ιδίως από κοινωνικές ομάδες που δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα. Θα πρέπει επίσης να ενισχυθούν τα προγράμματα συγγραφής, μετάφρασης και ανάγνωσης βιβλίου, να δημιουργηθεί μια κουλτούρα έρευνας γύρω από τη φιλαναγνωσία, αλλά και να ενδυναμωθεί η οικογένεια σε σχέση με τη βιβλιοφιλία. Η μεγαλόφωνη ανάγνωση βιβλίου, εξάλλου, από τους γονείς ή κηδεμόνες του παιδιού προς το παιδί, καταφέρνει να συνδέσει πολύ νωρίς το αίσθημα της αγάπης και της ασφάλειας με τη συνήθεια της ανάγνωσης. Κι αυτό παραμένει για μια ζωή.