Τα πρώτα δύο χρόνια διακυβέρνησης Νίκου Χριστοδουλίδη επικρατούσε μια αβέβαιη εκεχειρία μεταξύ κυβέρνησης και ΔΗΣΥ. Μερικές αψιμαχίες, για να δικαιολογείται ο τίτλος της «υπεύθυνης αντιπολίτευσης», την ίδια ώρα που ηγετικά στελέχη της Πινδάρου περηφανεύονταν δημόσια για το πόσο συχνά έπιναν καφέ στο Προεδρικό, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συνέχιζε να προβαίνει σε πολιτικούς διορισμούς Συναγερμικών και να κάνει ανοίγματα στη βάση του κόμματος.
Την πρωτοχρονιά του 2024 ο Χριστοδουλίδης θέλησε να επισημοποιήσει τη σχέση και προσκάλεσε τον ΔΗΣΥ στην κυβέρνηση. Στο παρασκήνιο ομάδα σημαντικών παραγόντων της παράταξης εργαζόταν μεθοδικά προς αυτή την κατεύθυνση. Αν και η ηγεσία του ΔΗΣΥ απέρριψε την πρόταση, η αβέβαιη εκεχειρία συνεχίστηκε και λίγοι προέβλεπαν ανατροπές, τουλάχιστον πριν τις Βουλευτικές του 2026. Γι’ αυτό και αιφνιδίασε η κίνηση Χριστοδουλίδη, με την έλευση του 2025, να καθαρίσει τη θολούρα στη σχέση του με την Πινδάρου. Στη φετινή πρωτοχρονιάτικη συνέντευξή του στον «Φιλελεύθερο» είπε αυτολεξεί: «Θέλω να πω για τον ΔΗΣΥ ότι είναι ξεκάθαρο ότι η ηγεσία του έθεσε το κόμμα στην αντιπολίτευση. Είναι απόλυτα σεβαστό και δεν τίθεται οποιοδήποτε θέμα από τις τοποθετήσεις που γίνονται. Μάλιστα, σε κάποια θέματα η κριτική από τον ΔΗΣΥ είναι πολύ πιο έντονα αντιπολιτευτική από του ΑΚΕΛ. Άρα δεν τίθεται θέμα όσον αφορά την ηγεσία του ΔΗΣΥ. Οι δικές μας αξιολογήσεις είναι ότι μια σημαντική μερίδα του ΔΗΣΥ, όπως και των άλλων κομμάτων, στηρίζει την κυβέρνηση και το έργο της».
Ο Πρόεδρος διαχώρισε την ηγεσία του ΔΗΣΥ από τη βάση. Το μήνυμα ξεκάθαρο: δεν κλείνουν οι πόρτες του Προεδρικού στους Συναγερμικούς. Ταυτόχρονα, πάτησε τον κάλο της Πινδάρου ταυτίζοντάς την με το ΑΚΕΛ. Με τον αιφνιδιασμό του ο Χριστοδουλίδης αναμφίβολα παίρνει ένα ρίσκο, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί πρωτόγνωρα δεδομένα για τον ΔΗΣΥ.
Με εξαίρεση μια σύντομη, άτυπη συνεργασία ΔΗΣΥ-ΑΚΕΛ το 1985, κανένας Συναγερμικός πρόεδρος δεν βρέθηκε στη θέση που κάθεται σήμερα η Αννίτα. Είτε βρίσκονταν στην εξουσία είτε στην αντιπολίτευση, ΑΚΕΛ και ΔΗΣΥ πάντα κάθονταν απέναντι. Σήμερα μοιράζονται την αντιπολίτευση (κι αν είχαμε κοινοβουλευτικό σύστημα, αξιωματική αντιπολίτευση θα ήταν ο ΔΗΣΥ). Επιπλέον, με μοναδική εξαίρεση το δημοψήφισμα του 2004, ουδείς προηγουμένως κατάφερε να προκαλέσει εσωτερικές έριδες στον ΔΗΣΥ. Τουναντίον, η Πινδάρου ήταν αυτή που για δεκαετίες διασπούσε το ΔΗΚΟ του Σπύρου Κυπριανού.
Το πετύχαινε για δύο βασικούς λόγους: ο πρώτος ήταν ότι ο Κυπριανού είχε, νωρίς, απογοητεύσει μερίδα στελεχών του με σαφές κοινωνικο-ιδεολογικό στίγμα. Προτού καν ο ΔΗΣΥ γίνει εξουσία, τρία κύματα στελεχών του ΔΗΚΟ, που εξέφραζαν την κεντροδεξιά, αστική, επιχειρηματική τάξη, το εγκατέλειψαν για να συναντήσουν τον ΔΗΣΥ. Ο Λεόντιος Ιεροδιακόνου είχε εκλεγεί με το ΔΗΚΟ το 1976, αλλά το 1977 αποχώρησε και το 1980 προσχώρησε στον ΔΗΣΥ. Λίγους μήνες αργότερα, ομάδα βουλευτών του ΔΗΚΟ υπό τον τότε πρόεδρο της Βουλής Αλέκο Μιχαηλίδη δημιούργησαν τη ΝΕΔΗΠΑ, δεν πέτυχαν είσοδο στη Βουλή και το 1988 προσχώρησαν στον ΔΗΣΥ. Το 1983 ο Νίκος Ρολάνδης, υπουργός Εξωτερικών του Κυπριανού, παραιτήθηκε λόγω διαφωνιών στο Κυπριακό, ίδρυσε το κόμμα των Φιλελευθέρων και συνεργάστηκε με τον ΔΗΣΥ στις Βουλευτικές του 1991. Αυτές οι συνεργασίες άνοιξαν τον δρόμο στον Γλαύκο Κληρίδη να εκλεγεί στην Προεδρία της Δημοκρατίας το 1993, με τη στήριξη πλέον και του επίσημου ΔΗΚΟ.
Ο δεύτερος λόγος επιτυχίας του ΔΗΣΥ ήταν το δέλεαρ της εξουσίας. Το ακροατήριο στο ΔΗΚΟ ήταν πάλι η κεντροδεξιά: Στις Προεδρικές του 1998 το επίσημο ΔΗΚΟ εγκατέλειψε τον Κληρίδη και συνεργάστηκε με το ΑΚΕΛ. Ο Κληρίδης, όμως, επανεξελέγη με τη στήριξη στελεχών όπως ο Αλέξης Γαλανός και ο Ντίνος Μιχαηλίδης.
Σήμερα η Αννίτα είναι αντιμέτωπη, ταυτόχρονα, και με τα δύο φαινόμενα. Από τη μια ο Χριστοδουλίδης χειρίζεται με δεξιότητα το δέλεαρ της εξουσίας απέναντι σε μια Συναγερμική βάση, που είναι πλέον τόσο εθισμένη στα προνόμια της διακυβέρνησης όσο οι ΔΗΚΟϊκοί των 90s. Από την άλλη, υπάρχει ένα κομμάτι του ΔΗΣΥ, με παρόμοια χαρακτηριστικά μ’ εκείνα των αποσχισθέντων ΔΗΚΟϊκών στελεχών των 80s και 90s που (δικαιολογημένα ή όχι είναι άλλη ιστορία), αισθάνεται ότι η σημερινή ηγεσία στην Πινδάρου δεν τους εκφράζει.
Το ζητούμενο για την Αννίτα –εν μέσω και των άλλων σημαντικών εσωτερικών συμπληγάδων, όπως οι αποσχίσεις προς ΕΛΑΜ– είναι αν έχει το αντίδοτο στο δέλεαρ της εξουσίας και στην απογοήτευση μιας σημαντικής σε μέγεθος και επιρροή μερίδας του κόμματός της.