«Ο Αρχιεπίσκοπος πρέπει να έχει λόγο στο εθνικό και την Παιδεία» δήλωσε πρόσφατα σε ραδιοφωνικό σταθμό ο μητροπολίτης Πάφου. Σε ένα σύγχρονο κοσμικό κράτος η φράση αυτή θα ήταν αφορμή για έντονες παραστάσεις της Πολιτείας προς την Εκκλησία ότι η θρησκευτική ηγεσία δεν μπορεί να έχει λόγο σε θέματα που αφορούν το κράτος. Στην Κύπρο η φράση αυτή μοιάζει να είναι φυσιολογική για τους αρχιερείς αλλά –δυστυχώς– και για ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου και ακόμα χειρότερα, για ένα μεγάλο μέρος των εκπαιδευτικών και των πολιτών.
Το ερώτημα που τίθεται από την πιο πάνω φράση αφορά στην ιδιότητα που θεωρούν οι αρχιερείς, και όχι μόνο αυτοί, ότι έχει η Εκκλησία της Κύπρου. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι τόσο πολύπλοκη όσο και η ίδια η ιστορία της Κύπρου. Ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου αλλά και ένα σύνολο πολιτικών δυνάμεων, πολύ συχνά επιχειρηματολογούν για τον «εθνικό πολιτικό» ρόλο που θέλει να διαδραματίζει σήμερα η Εκκλησία της Κύπρου, επικαλούμενοι την ιστορικότητα ενός τέτοιου ρόλου. Έτσι ήταν από πάντα, έτσι πρέπει να είναι για πάντα! Ωστόσο, η Ιστορία φαίνεται να τεκμηριώνει κάτι άλλο.
Ο πολιτικός ρόλος των αρχιερέων της Εκκλησίας της Κύπρου έχει την αφετηρία του στον τρόπο λειτουργίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στην ανάθεση κοσμικών εξουσιών στις πνευματικές ηγεσίες των θρησκευτικών κοινοτήτων. Για να γίνει αυτό στην περίπτωση των ορθοδόξων Κυπρίων, αμέσως μετά την οθωμανική κατάκτηση της Κύπρου οι Οθωμανοί έπρεπε πρώτα να επαναφέρουν την καταργημένη από τους Φράγκους θέση του Αρχιεπισκόπου Κύπρου. Με λίγα λόγια, οι ορθόδοξοι αρχιερείς αποκτούν πολιτική και οικονομική εξουσία σε ένα οθωμανικό ισλαμικό αυτοκρατορικό πλαίσιο. Εξουσία που τους επιτρέπει να λειτουργούν σε ένα δεύτερο επίπεδο ως Οθωμανοί αξιωματούχοι, οι οποίοι επιδεικνύουν την πίστη τους προς τον Οθωμανό σουλτάνο και παράλληλα διεκδικούν περισσότερη εξουσία σε ένα πλαίσιο ενδυνάμωσης των τοπικών οθωμανικών εξουσιών από τον δέκατο έβδομο αιώνα και έπειτα. Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου οι αρχιερείς δεν αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους αλλά ούτε και ήταν εκπρόσωποι ενός εθνικού συνόλου, για τον απλό λόγο ότι η κυρίαρχη ταυτότητα ήταν η θρησκευτική. Η εθνικοποίηση των ορθοδόξων Κυπρίων, συχνά με την έντονη αντίδραση των αρχιερέων, είναι μια διαδικασία που θα ξεκινήσει στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, λίγο πριν από τη μεταβίβαση της διοίκησης της Κύπρου στη Βρετανία.
Αμέσως μετά την εγκατάσταση της βρετανικής διοίκησης, οι Κύπριοι αρχιερείς – αντιλαμβανόμενοι ότι το βρετανικό αυτοκρατορικό πλαίσιο απλά διαδέχεται το οθωμανικό – διεκδικούν το αυτονόητο γι’ αυτούς. Τη συνέχιση των πολιτικών κοσμικών τους εξουσιών και τη λειτουργία τους ως διοικητικής αρχής και στο διάδοχο αυτοκρατορικό πλαίσιο. Δύο δεδομένα όμως διαφοροποίησαν εντελώς το τοπίο της οθωμανικής περιόδου. Πρώτον, η επίδραση του ελληνικού εθνικισμού στην Κύπρο έχει ως αποτέλεσμα τη σταδιακή διαμόρφωση ενός εθνικοποιημένου συνόλου. Και, δεύτερον, η Βρετανική Αυτοκρατορία δεν είναι η Οθωμανική, δεν λειτουργεί δηλαδή με τον ίδιο τρόπο και κυρίως, δεν αντιλαμβάνεται τους αρχιερείς ως πολιτική Αρχή. Το πλαίσιο είναι αποικιοκρατικού τύπου αλλά πιο νεωτερικό. Έτσι, η ελέω αυτοκράτορα εξουσία των αρχιερέων φαίνεται να μην είναι δεδομένη και ακόμα χειρότερα, καταργείται η οθωμανική κρατικοποίηση της εκκλησιαστικής φορολογίας πράγμα που σημαίνει ότι οι Κύπριοι δεν είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν φόρους στους αρχιερείς τους όπως γινόταν στους τρεις αιώνες της οθωμανικής περιόδου. Σε ένα μη οθωμανικό και πολύ διαφορετικό κόσμο, οι αρχιερείς της Εκκλησίας της Κύπρου φαίνεται να επιδεικνύουν μια αξιοθαύμαστη προσαρμοστικότητα. Εθνικοποιούν τη ρητορική τους στην προσπάθεια τους να κερδίσουν τον ορθόδοξο πληθυσμό και προσπαθούν να διατηρήσουν την οθωμανική αυτοκρατορική τους εξουσία ως ηγεσία ενός υπό διαμόρφωση εθνικού συνόλου σε ένα αποικιοκρατικό πλαίσιο.
Σε αυτό τον νέο κόσμο οι αρχιερείς για να διατηρήσουν την εξουσία τους έπρεπε να μεταβληθούν σε «εθνικούς εκπροσώπους» ενός υπό διαμόρφωση ελληνορθόδοξου συνόλου. Παράλληλα, σε μια πιο νεωτερική πραγματικότητα πια, οι αρχιερείς φαίνεται να μεταμορφώνουν την ίδια την Εκκλησία σε ισχυρό πολιτικό κόμμα με τους ίδιους να λαμβάνουν μέρος στις εκλογές για τους αντιπροσώπους στο Νομοθετικό Συμβούλιο και να κερδίζουν αρκετές έδρες. Στο ίδιο πλαίσιο, οι μουσουλμάνοι Κύπριοι καθίστανται ξαφνικά για τους αρχιερείς ο άλλος, ο αντίπαλος, ο εχθρός. Παρά το γεγονός ότι για τρεις αιώνες ο μουσουλμάνος σουλτάνος νομιμοποιούνταν ως εξουσία και μέσα από τη ρητορική των αρχιερέων, παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι οι αρχιερείς αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους και ως αξιωματούχους του οθωμανικού κράτους, στα πρακτικά των συνεδριάσεων των πρώτων δεκαετιών του Νομοθετικού Συμβουλίου μπορεί κανείς να δει την εχθρική στάση των αρχιερέων αντιπροσώπων προς τους μουσουλμάνους της Κύπρου και την αγωνία τους να αναδειχθούν οι ίδιοι ως εκπρόσωποι ενός εθνικού συνόλου. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι η Εκκλησία κατά τη διάρκεια της αποικιακής διοίκησης επιδιώκει διατήρηση του ρόλου της στην εκπαίδευση – μια οθωμανική πραγματικότητα – καθιστούσε την αναπαραγωγή συγκεκριμένης ανάγνωσης της Ιστορίας μια εύκολη υπόθεση.
Με αυτήν τους την προσαρμοστικότητα και την έντονη πολιτική δράση τους οι Κύπριοι αρχιερείς παρουσιάζουν τον εαυτό τους ως τη φυσική πολιτική ηγεσία των Ορθοδόξων και διεκδικούν από το βρετανικό πλαίσιο την αναγνώριση ενός τέτοιου ρόλου. Για την εμπέδωση ενός τέτοιου ρόλου βοηθάει και η συγκεκριμένη ανάγνωση της ιστορίας. Μιας ιστορίας που σε μεγάλο βαθμό γράφεται από ανθρώπους που ανήκουν στον κύκλο της Εκκλησίας και κινείται γύρω από έναν άξονα που ανήκει περισσότερο στη σφαίρα της επίδρασης του εθνικισμού και του μύθου και όχι της ιστορικής πραγματικότητας: Σε αυτό το αφήγημα η Εκκλησία ήταν από πάντα «εθνική ηγεσία» και γι’ αυτό πρέπει να είναι για πάντα. Η εκλογή του Αρχιεπισκόπου της Εκκλησίας της Κύπρου στη θέση του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας πρέπει να αναλύεται ως το αποτέλεσμα μιας μακράς πορείας, καθώς και της προσαρμοστικότητας εκ μέρους των αρχιερέων, ένα αποτέλεσμα που διαιώνιζε μια αυτοκρατορική εξουσία στο πλαίσιο ενός σύγχρονου κράτους.
Στο σύγχρονο κυπριακό κράτος όμως, με όλες τις ελλείψεις του και τα κάθε λογής προβλήματά του, ούτε αυτοκρατορική σουλτανική εξουσία υπάρχει, ούτε και αποικιακή διοίκηση. Υπάρχει όμως ο εθνικισμός που διαβάζει την ιστορία όπως ακριβώς την διάβαζαν οι Κύπριοι αρχιερείς τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα: Η Εκκλησία ήταν από πάντα «εθνικός» θεσμός άρα πρέπει να είναι για πάντα! Και για να φαίνεται αυτό φυσιολογικό σ’ ένα κράτος του 21ου αιώνα το σημαντικότερο είναι ο έλεγχος της Παιδείας. Μόνο που κάτι τέτοιο δεν είναι ούτε φυσιολογικό αλλά ούτε και έχει την ιστορικότητα που η ίδια η Εκκλησία του προσδίδει.
Επιστρέφοντας στη φράση του μητροπολίτη Πάφου, η απάντηση εκ μέρους της Πολιτείας, των εκπαιδευτικών οργανώσεων, των ιεραρχών που θεωρούν ότι έχουν πνευματικό ρόλο και όχι πολιτικό, αλλά και των πολιτών, θα έπρεπε να ήταν: Ο Αρχιεπίσκοπος δεν πρέπει να έχει λόγο στο εθνικό και την Παιδεία, γιατί εδώ και χρόνια δεν είναι αξιωματούχος σ’ ένα αυτοκρατορικό πλαίσιο, δεν είναι πολιτική ηγεσία αλλά απλώς εκκλησιαστική ηγεσία όσων είναι Ορθόδοξοι σε ένα σύγχρονο κράτος με εκλεγμένη πολιτική διοίκηση. Μια τέτοια απάντηση όμως προϋποθέτει ανάγνωση της Ιστορίας, απελευθέρωση της εκπαίδευσης από τον έλεγχο της Εκκλησίας και λειτουργία ενός κοσμικού και όχι ημι-θεοκρατικού κράτους.
Ο κ. Μιχάλης Ν. Μιχαήλ είναι αναπληρωτής καθηγητής οθωμανικής ιστορίας στο Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.