ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η μεγάλη των Νίκων σχολή

Της ΚΟΥΛΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

Η ιστορία αυτή είναι αληθινή, αν πιστεύετε τους παραμυθάδες. Θα μπορούσε να είχε διαδραματιστεί τρεις ημέρες μετά την κοίμηση του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β΄. Θα μπορούσε να συνοδευτεί μετά μουσικής υπόκρουσης του άσματος της Αρλέτας «Το μπαρ το ναυάγιο». Και δεν θα μπορούσε πουθενά αλλού να λάβει χώρα εκτός από το προαύλιο και το κτίριο της Θεολογικής Σχολής της Εκκλησίας Κύπρου, παραπλεύρως της Αρχιεπισκοπής. Η αφήγηση θα ήταν σε τρίτο πρόσωπο και ο αφηγητής θα ήταν παντογνώστης, λες και είχε στην ιδιοκτησία του σύστημα παρακολούθησης και υποκλοπών, ώστε να γνωρίζει με πάσα λεπτομέρεια τις πράξεις, τις λέξεις, τις σκέψεις και τα συναισθήματα των ηρώων. Αν δεν πιστεύετε στην ύπαρξη τέτοιων προηγμένων λογισμικών, καλύτερα να μη συνεχίσετε την ανάγνωση, αφού προφανώς πρόκειται για προϊόν μυθοπλασίας.

Ο Νίκος, ο Νικόλας και ο Νίκος έδωσαν ραντεβού στο κυλικείο της σχολής γύρω στις δέκα το πρωί. Τα σοβαρά κι αυστηρά πρόσωπα τριών φοιτητών που απολάμβαναν στο διπλανό τραπέζι το αχνιστό τσάι βοτάνων φωτίστηκαν, μόλις αναγνώρισαν τον Πρόεδρο να παραγγέλνει ουισκάκι και τα ταιριαστά του. Ζεστό φουρνιστό σισαμένιο ψωμί, ελιές τσακιστές, ντοματίνια, αγγουράκι χωραφιού. Γύρισαν και κοιτάχτηκαν μεταξύ τους έκπληκτοι. Του είπαν «παππούλη, τι ζητάς εδώ, δεν είναι μέρος για έναν άγιο αυτό». Ο Πρόεδρος περιέφερε το βλέμμα στο προαύλιο έξω από το παράθυρο, μήπως εμφανίζονταν τα άλλα δύο μέλη της παρέας. Τελικά το γλυκό έδεσε με τους τρεις τους. Πατήρ, υιός και άγιο πνεύμα. Κι ας μιλούσε ο άλλος για σκιές. Στη σκέψη αυτή θύμωσε όπως οργιζόταν τα παλιά χρόνια ο Δίας. Βλέποντας, όμως, τους τρεις νεαρούς φοιτητές να τον κοιτάζουν κρεμασμένοι από τα χείλη του, ηρέμησε, δρόσισε τον λαιμό του με ακόμα λίγο ουισκάκι και απευθύνθηκε σε αυτούς με γλυκύτητα: «Τέκνα, κάνετε μέγα λάθος. Εδώ είναι ο φόβος των ανθρώπων και το πάθος».

Ο μικρός Νικόλας έφτασε με δέκα λεπτά καθυστέρηση. Φορούσε πάντα ένα πριγκιπικό χρυσό χαμόγελο βγαλμένο από τα παραμύθια της εποχής των διαδόχων. Ρώτησε ευγενικά τον Πρόεδρο Νίκο πού είναι ο άλλος Νίκος και ο Πρόεδρος του έκανε νόημα να καθίσει στο διπλανό σκαμπό. Συνεχίζοντας τη θεία κοινωνία με ουίσκι και νερό, ενημέρωσε τον μικρό Νικόλα ότι ο Νίκος καθυστέρησε στην υπογραφή του βιβλίου συλλυπητηρίων, μα είναι καθ΄οδόν. Ο μικρός Νικόλας ανησύχησε για τις δηλώσεις που ακολούθησαν στα δίκτυα. Ο Πρόεδρος τον καθησύχασε. Ο Νίκος μαθαίνει εύκολα, είπε. Έπραξε και δήλωσε όσα του ζητήσαμε. Εξέφρασε τη θλίψη του, σημειώνοντας την ιστορική παρακαταθήκη της ενίσχυσης του Αυτοκεφάλου. Ωραία, μουρμούρισε ο μικρός Νικόλας. Ο ίδιος θα τα έλεγε καλύτερα, σκέφτηκε, μα δεν έπρεπε να το παραδεχτεί μπροστά στον Πρόεδρο. Ο ίδιος θα έπρεπε να ήταν υποψήφιος. «Ο άλλος; Τι δήλωσε ο άλλος;» ρώτησε ο μικρός Νικόλας. «Πως ο μακαριστός είχε απέχθεια πάντα στην υποκρισία».

Ο Πρόεδρος –στη μνήμη του μακαριστού– ρούφηξε ακόμα ένα ουισκάκι. Θυμήθηκε που ο Χρυσόστομος τον συνεβούλευε δημόσια να σταματήσουν να κλέβουν. Είχε έναν τρόπο να τα λέει ο μακαριστός. Μεταξύ σοβαρού κι αστείου. Α ρε μπαγάσα, περνάς καλά εκεί πάνω;

Ο Νίκος έφτασε με είκοσι λεπτά καθυστέρηση. Είχε έναν αέρα στο βάδισμα. Ένας Νίκος για τη νίκη. Κοίταξε γύρω του στεγνούς και μεθυσμένους και σκέφτηκε πόσο αγαπάει τους κολασμένους. Δεν πήγε πρώτα στη δική του παρέα. Μαθαίνει γρήγορα, όπως όλοι του λένε. Κάθισε πρώτα στο τραπέζι των τριών φοιτητών. Αφιέρωσε πέντε λεπτά ακριβώς. Να ακούσει τα παράπονα και τα όνειρά τους. Τους υποσχέθηκε να τα κάνει πραγματικότητα. Οι φοιτητές της Θεολογικής Σχολής είναι το αύριο αυτού του τόπου. Ο μακαριστός, στον οποίο οφείλεται η ίδρυση και η οικονομική ενίσχυση αυτής της σχολής, θα τους βλέπει από ψηλά χαρούμενος, αν πάρουν τη σκυτάλη και τιμήσουν την κληρονομιά που άφησε στον τόπο.

Όταν ο Νίκος πλησίασε τον Πρόεδρο Νίκο και τον μικρό Νικόλα, τους αγκάλιασε εγκάρδια και θέλησε να εξομολογηθεί σε αυτούς τον προβληματισμό του. Έστρεψε το πρόσωπο στον Πρόεδρο, που αισθανόταν πάντα ως πνευματικό του πατέρα. «Αν ερωτηθώ, πάτερ, για τις 300.000 που πήρε ο μακαριστός γι’ αυτήν εδώ τη σχολή, για να μεσολαβήσει, ώστε ο Μαλαισιανός εγκληματίας να εξασφαλίσει κυπριακό διαβατήριο, τι θα απαντήσω;», ο Πρόεδρος χαμογέλασε, ρούφηξε ακόμα λίγο από το ποτό του, χτύπησε πατρικά τον Νίκο στην πλάτη και του ζήτησε να πάρει σημειώσεις για μία ακόμα φορά: «Νίκο, υιέ μου, αν θες να αγιάσεις πρέπει να αμαρτήσεις. Ε! κι αν προλάβεις να μετανοήσεις».

Ο Νίκος προβληματίστηκε ακόμα περισσότερο. Ήξερε, βέβαια, όλα όσα συνέβαιναν. Κι ας έκλεινε τα μάτια. Κλείνοντας τα μάτια, τα όνειρα γίνονται πιο γρήγορα αληθινά. Είχε χρέος απέναντι στους νέους. Να τους δώσει έμπρακτο παράδειγμα ότι μπορείς να κλείνεις τα μάτια, να μιλάς χωρίς να λες τίποτα και να ανεβαίνεις ψηλά, να πετάς στους ουρανούς των ονείρων σου, να φτάνεις στο υψηλότερο σκαλί, να χτυπάει στο στήθος σου το χρυσό μετάλλιο της Νίκης. Όλο ετούτο το φιλοσοφικό κατασκεύασμα θα είναι η δική του κληρονομιά στην κυπριακή νεολαία. Συγκίνηση. Δάκρυσε με ένα δάκρυ όμοιο του προέδρου του 2004.

Προτού αποχωρήσουν, ύψωσαν τα ποτήρια για τελευταία φορά. Ο μικρός Νικόλας ήπιε στην υγειά της Νέας Στρατηγικής του 2018. Ο Νίκος ήπιε στην υγειά της Θεοδώρας, γυναίκας του Ιουστινιανού. Ίσως, σκέφτηκε, έχει κι ο ίδιος στο πλάι του μια άλλη Θεοδώρα. Ο Πρόεδρος Νίκος ήπιε στην υγειά της νίκης και στην τρίτη θητεία του.

Η κα Κούλα Στυλιανού είναι φιλόλογος.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση