Έγραφα στο προηγούμενο άρθρο μου («Πώς υπονομεύεται το κύρος των θεσμών», «Καθημερινή», 7/1/24) ότι, με βάση το πόρισμα των ελεγκτών της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς και ανακοινώσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, ο βοηθός γενικός εισαγγελέας κ. Σάββας Αγγελίδης, αποφασίζοντας την αναστολή ποινικής δίωξης κατηγορουμένου, αγνόησε την καταφανή σύγκρουση συμφέροντος που εν προκειμένω είχε (ο κατηγορούμενος ήταν πρώην πελάτης του στο δικηγορικό γραφείο που εργαζόταν και νυν πελάτης τού πρώην δικηγορικού γραφείου του, στο οποίο εργάζεται η σύζυγός του). Τι συμβαίνει σε θεσμικά ώριμες χώρες όταν υπάρχουν αποδείξεις, ή ακόμη και υποψίες, για σύγκρουση συμφέροντος στη λήψη αποφάσεων ενός δημόσιου αξιωματούχου; Ιδού τρία παραδείγματα.
Πρώτο παράδειγμα. Το 2015, ο επικεφαλής της Υπηρεσίας Δικαστικής Επιτήρησης (Chief Probation Officer) του Ηνωμένου Βασιλείου κ. Πολ Μακντάουελ παραιτήθηκε από το αξίωμά του (με αμοιβή 135.000 στερλίνες ετησίως) όταν αποκαλύφθηκε ότι εταιρεία της συζύγου του κέρδισε συμβόλαια για έργα που έτρεχε η υπηρεσία του. Στην επιστολή παραιτήσεώς του, ο κ. Μακντάουελ, έγραψε, μεταξύ άλλων: «Είναι επιτακτική ανάγκη η Υπηρεσία και να είναι ανεξάρτητη και να φαίνεται ότι είναι. Παρά το ότι έχουμε λάβει μέτρα για τη διαχείριση τυχόν σύγκρουσης συμφερόντων και εκτελούσα πάντοτε τα καθήκοντά μου χωρίς φόβο ή εύνοια, είναι σαφές ότι η αντίληψη (perception) περί σύγκρουσης συμφέροντος αναφορικά με τη θέση μου παραμένει. Είναι, συνεπώς, σωστό να παραιτηθώ» («Guardian», 2/2/2015).
Δεύτερο παράδειγμα. Πέρυσι, ο κ. Ρίτσαρντ Σαρπ παραιτήθηκε από τη θέση του προέδρου του BBC, όταν διαπιστώθηκε ότι παραβίασε τους κανόνες για τον διορισμό σε δημόσιους διορισμούς. Έρευνα του επιτρόπου για Δημόσιους Διορισμούς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κ. Σαρπ δεν είχε δηλώσει τη μεσολάβησή του να δοθεί προσωπική εγγύηση δανείου ύψους 800.000 στερλινών από γνωστό του στον τότε πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον. O κ. Σαρπ δήλωσε ότι δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι έπρεπε να δηλώσει τη μεσολάβησή του κατά τη διαδικασία πρόσληψης. «Η παραβίαση ήταν ακούσια», είπε.
Ο επίτροπος αποφάνθηκε ότι, ανεξαρτήτως προθέσεων, μη δηλώνοντας την εμπλοκή του, ο κ. Σαρπ δημιούργησε μια «δυνητική θεωρούμενη σύγκρουση συμφερόντων». Η έρευνά του διαπίστωσε ότι ο κ. Τζόνσον είχε εγκρίνει προσωπικά τον διορισμό του κ. Σαρπ, «ενώ τα άτομα που διεξήγαγαν την υποτιθέμενη ανεξάρτητη διαδικασία πρόσληψης για τη θέση είχαν ήδη ενημερωθεί ότι ο Σαρπ ήταν ο μόνος υποψήφιος που θα υποστήριζε η κυβέρνηση» («Guardian», 28/4/23). Η έρευνα του επιτρόπου αναφέρει επίσης ότι άλλοι υποψήφιοι για τη θέση του προέδρου αποθαρρύνθηκαν να υποβάλουν υποψηφιότητα, καθότι κυκλοφορούσε η φήμη ότι η θέση είχε δοθεί στον κ. Σαρπ, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, ήταν χορηγός του κυβερνώντος Συντηρητικού Κόμματος.
Τρίτο παράδειγμα. O ανακριτής στην υπόθεση του σκανδάλου Qatargate κ. Μισέλ Κλεζ, στο οποίο φέρονται αναμεμειγμένοι ευρωβουλευτές (μεταξύ των οποίων και η Ελληνίδα κ. Εύα Καϊλή), παραιτήθηκε από την υπόθεση, μετά από καταγγελία συνηγόρου τού ύποπτου ευρωβουλευτή κ. Μαρκ Ταραμπέλα. Η καταγγελία αφορούσε στο γεγονός ότι ο γιος τού κ. Κλεζ και ο γιος τής ευρωβουλεύτριας κ. Μαρίας Άρενα, της οποίας το όνομα είχε αναφερθεί στο σκάνδαλο, χωρίς όμως να θεωρηθεί ύποπτη ή να της απαγγελθούν κατηγορίες, είχαν συστήσει εταιρεία και γνωρίζονταν για μακρύ χρονικό διάστημα («Politico», 19/6/23).
Στην ανακοίνωσή της η ομοσπονδιακή εισαγγελία του Βελγίου αναφέρει: «Προκειμένου να επιτραπεί στο δικαστικό σύστημα να συνεχίσει το έργο του απρόσκοπτα και να διατηρηθεί ο απαραίτητος διαχωρισμός μεταξύ της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και των επαγγελματικών υποχρεώσεων, ο ανακριτής Μισέλ Κλεζ μάς ενημέρωσε ότι αποφάσισε απόψε να αποσυρθεί από την υπόθεση. Αυτό συμβαίνει παρά την απουσία οποιουδήποτε πραγματικού στοιχείου που θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση την εντιμότητα οποιουδήποτε από τα εμπλεκόμενα μέρη και το σημαντικό έργο που έχει επιτελέσει ο ίδιος και οι ανακριτές στην υπόθεση αυτή» («Καθημερινή», 19/6/23).
Αυτά συμβαίνουν στη βόρεια Ευρώπη: σε χώρες όπου η μακρά θεσμική παράδοση του κράτους δικαίου έχει δημιουργήσει ένα σύνολο από αυτονόητες παραδοχές αναφορικά με τη συμπεριφορά δημόσιων αξιωματούχων. Οταν, εν προκειμένω, υπάρχει έστω και υπόνοια, πόσω μάλλον απόδειξη, ότι ο αξιωματούχος έλαβε αποφάσεις ενόσω είχε σύγκρουση συμφέροντος, ο αξιωματούχος οφείλει να παραιτηθεί. Ο λόγος είναι απλός: δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε την ακεραιότητα της κρίσης του. Η απόφασή του φέρει σκιές. Δεν γνωρίζουμε αν πρυτάνευσε το προσωπικό ή θεσμικό συμφέρον.
Αντιθέτως, σε θεσμικά ανώριμες χώρες, ο αξιωματούχος συνεχίζει να ασκεί το λειτούργημά του σαν να μη συνέβη τίποτε. Δεν διανοείται να εκστομίσει τη φράση: «είναι, συνεπώς, σωστό να παραιτηθώ». Κανένας αρμόδιος δεν του τραβά το αφτί. Ακόμα και η αρμόδια Ανεξάρτητη Αρχή κατά της Διαφθοράς αποδέχεται τις καταγέλαστα αυτοεξυπηρετικές δικαιολογίες του.
Στην ομιλία του στην τελετή διαβεβαίωσης των νέων υπουργών, μετά τον πρόσφατο ανασχηματισμό, ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης είπε, μεταξύ άλλων ηθικοπλαστικών νουθεσιών: «Υπηρετούμε το δημόσιο και όχι το ιδιωτικό συμφέρον» («Καθημερινή», 10/1/23). Πολύ σωστά. Όταν, όμως, ένας αξιωματούχος δεν πείθει ότι όντως υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, τι σας υπαγορεύει ο θεσμικός σας ρόλος να κάνετε κ. πρόεδρε;
Ρητορικό το ερώτημα. Ελπίδα δεν υπάρχει στη Λευκωσία, ίσως στις Βρυξέλλες.
Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και αντεπιστέλλον μέλος της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών.