Του ΝΙΚΟΛΑ ΑΙΜΙΛΙΟΥ
Μνημονεύουμε αυτές τις μέρες μία επέτειο με ισχυρούς συμβολισμούς που υπερβαίνει την παρούσα συγκυρία, καθώς ανατρέχει σε ένα κορυφαίο γεγονός της ιστορίας της Κύπρου από καταβολής της ανεξαρτησίας της, την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας το 2004 στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με την ένταξη στην Ε.Ε., όσον αφορά τους θεσμούς και το κράτος δικαίου, καταφέραμε το ζητούμενο να γίνει αυτονόητο. Σε μια χώρα που η εμπέδωση των δημοκρατικών θεσμών ήταν νωπή, που τα δημοκρατικά δικαιώματα δεν ήταν δεδομένα για όλους, όπου οι ανεξάρτητες αρχές και μηχανισμοί δημοκρατικού ελέγχου είτε έλειπαν είτε υπολειτουργούσαν, η Ευρώπη βοήθησε την Κύπρο των ελλειμματικών θεσμών να εξελιχθεί σε μια χώρα με ισχυρά δημοκρατικά θεμέλια. Η συνταγματική μας τάξη και δημοκρατική μας πρακτική όχι μόνο εμπλουτίστηκε από τις ευρωπαϊκές αξίες, αλλά οι θεσμοί μας άντεξαν και το μεγάλο βάρος των πρόσφατων πολυκρίσεων.
Το κράτος δικαίου ορίζεται στο πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης τόσο ως αρχή, στο προοίμιο του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (η Ε.Ε. «ερείδεται στις αρχές της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου») όσο και ως αξία, στο άρθρο 2 ΣΕΕ. Η συνταγματοποίηση αυτή σημαίνει δύο πράγματα: πρώτον, η ίδια η Ένωση διαμορφώνεται ως ένωση δικαίου κατά το πρότυπο του κράτους δικαίου και, δεύτερον, η Ένωση, ως νομικοπολιτικός οργανισμός, συντίθεται από κράτη μέλη τα οποία στηρίζονται στην αρχή του κράτους δικαίου. Μεταξύ, μάλιστα, των αξιών που απαριθμεί το άρθρο 2 ΣΕΕ, το κράτος δικαίου αποκτά ιδιαίτερη σημασία, αφού πρόκειται για συνταγματική αρχή με διττό περιεχόμενο, τυπικό και ουσιαστικό. Ακριβέστερα, οι εκφάνσεις του κράτους δικαίου δεν συνιστούν απλώς τυπικές και διαδικαστικές επιταγές ως προς την οργάνωση και την άσκηση της δημόσιας εξουσίας, αλλά αποτελούν το μέσον της εφαρμογής και του σεβασμού της δημοκρατικής αρχής και των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Είναι γεγονός ότι η ποσοτική και ποιοτική σημασία της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και των εθνικών δικαστηρίων για τον σεβασμό του κράτους δικαίου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα τελευταία χρόνια, είτε με την ευκαιρία προδικαστικών αποφάσεων είτε κατόπιν προσφυγών λόγω παραβάσεως που άσκησε η Επιτροπή, διαμόρφωσαν προοδευτικά ένα στέρεο, ακριβές και συνεκτικό πλαίσιο για τον ορισμό των επιταγών του κράτους δικαίου.
Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποβάλλει σε ετήσια βάση έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη της κατάστασης του κράτους δικαίου σε κάθε κράτος μέλος. Η έκθεση καλύπτει τέσσερις πυλώνες: εθνικά συστήματα δικαιοσύνης, πλαίσια για την καταπολέμηση της διαφθοράς, πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης και άλλοι θεσμικοί έλεγχοι και ισορροπίες.
Όσον αφορά την Κύπρο, κατόπιν γόνιμου διαλόγου με τα θεσμικά όργανα της Ένωσης λήφθηκαν ή λαμβάνονται σειρά μέτρων, ορισμένα εκ των οποίων ριζοσπαστικά, για την εμπέδωση της αρχής του κράτους δικαίου στη χώρα μας. Ενδεικτικά αυτά τα μέτρα αφορούν: (α) την εκ βάθρων αναδιοργάνωση του δικαστικού συστήματος, προκειμένου να αντιμετωπισθεί, μεταξύ άλλων, το χρόνιο πρόβλημα των καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης. (β) Την δημιουργία και έναρξη λειτουργίας της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς και η δρομολόγηση της εφαρμογής της εθνικής στρατηγικής για την καταπολέμηση της διαφθοράς. (γ) Την ενίσχυση του ρυθμιστικού πλαισίου σχετικά με τη διαφάνεια του ιδιοκτησιακού καθεστώτος στον τομέα των οπτικοακουστικών μέσων, όσον αφορά τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα.
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Επιτροπής περαιτέρω θα πρέπει να ληφθούν, μεταξύ άλλων, μέτρα: (α) για την ενίσχυση της ανεξαρτησίας και τη λογοδοσίας της εισαγγελικής αρχής λαμβάνοντας υπόψη τα ευρωπαϊκά πρότυπα. (β) Τη θέσπιση κανόνων σχετικά με τη δημοσιοποίηση περιουσιακών στοιχείων από τους αιρετούς αξιωματούχους ώστε να καθιερωθεί η τακτική και ολοκληρωμένη υποβολή δηλώσεων, σε συνδυασμό με αποτελεσματικούς, τακτικούς και πλήρεις ελέγχους. (γ) Να διασφαλίσει ότι η πρόσφατα συσταθείσα Ανεξάρτητη Αρχή κατά της Διαφθοράς διαθέτει τους οικονομικούς, ανθρώπινους και τεχνικούς πόρους για την αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων της.
Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι, χάρη και στη συμβολή του ΔΕΕ και των εθνικών δικαστηρίων, η ΕΕ έχει πολύ υψηλά πρότυπα στους τομείς των θεμελιωδών δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Όμως οι αξίες αυτές δεν θα πρέπει ποτέ να θεωρούνται δεδομένες. Η προώθηση και η προάσπιση του κράτους δικαίου απαιτεί επαγρύπνηση και συνεχή βελτίωση, επειδή υπάρχει πάντα κίνδυνος οπισθοδρόμησης. Βεβαίως, οι βασικές αρχές του κράτους δικαίου είναι κοινές σε όλα τα κράτη μέλη: νομιμότητα, ασφάλεια δικαίου, απαγόρευση της αυθαίρετης άσκησης των εκτελεστικών εξουσιών, πραγματική δικαστική προστασία από ανεξάρτητα και αμερόληπτα δικαστήρια με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, διάκριση των εξουσιών, μόνιμη υπαγωγή όλων των δημόσιων αρχών σε καθιερωμένους νόμους και διαδικασίες, και ισότητα έναντι του νόμου. Αυτές κατοχυρώνονται στα εθνικά συντάγματα και μετουσιώνονται σε νομοθεσία, αλλά το κράτος δικαίου αποτελεί μια από τις συμφυείς με την ιδία την ουσία της Ένωσης αξίες. Ο σεβασμός του κράτους δικαίου συνεπάγεται συμμόρφωση με το δίκαιο της Ε.Ε. και την αρχή της υπεροχής του.
O κ. Νικόλας Αιμιλίου είναι γενικός εισαγγελέας στο Δικαστήριο της Ε.Ε.