Είθισται στις δημοσκοπήσεις τα θέματα που αφορούν στην καθημερινότητα ή ανακλούν πάγιες κοινωνικές αντιλήψεις να καταγράφονται στην κορυφή των προτεραιοτήτων των πολιτών, ακόμα και εις βάρος κρίσιμων ζητημάτων, των οποίων οι επιπτώσεις είναι μεσομακροπρόθεσμες και έτσι δυσδιόρατες στους μη ειδικούς. Στην κατηγορία αυτή ανήκει, δυστυχώς, το μείζον εθνικό πρόβλημα του Ελληνισμού εδώ και μερικές δεκαετίες, το δημογραφικό, η αδιαφορία (ή άγνοια) για το οποίο παρατηρείται και στις μετρήσεις εν όψει των προεδρικών εκλογών, αφού δεν φαίνεται να απασχολεί σοβαρά κανέναν υποψήφιο.
Κοινή πεποίθηση στις τάξεις όσων ασχολούμαστε με την αντιμετώπιση του προβλήματος αποτελεί η διαπίστωση πως η κατάσταση έχει προ πολλού καταστεί απογοητευτική και τείνει να γίνει μη αναστρέψιμη, σε όλον σχεδόν τον δυτικό κόσμο. Στον χαρακτηριστικό Δείκτη Γονιμότητας (Fertility Rate), ο οποίος πρέπει να είναι τουλάχιστον 2,10 παιδιά ανά γυναίκα ώστε να ανανεώνεται υγιώς ο πληθυσμός, η Ευρωπαϊκή Ένωση καταγράφει μέσον όρο 1,49 καθώς πολλές χώρες αντιμετωπίζουν ήδη έντονο δημογραφικό πρόβλημα. Κατά κοινή ομολογία, η Ευρώπη είναι μια ήπειρος που γερνάει.
Στην Ελλάδα η τιμή του Δείκτη Γονιμότητας έπεσε για πρώτη φορά κάτω από το 2,10 (στο 2,09) το 1981, για να ακολουθήσει έκτοτε πτωτική πορεία, φτάνοντας το 1,28 το 2021 και εκτιμώμενη στο 1,27 για το 2022. Τοιουτοτρόπως, σε συνδυασμό και με τη μετανάστευση λόγω οικονομικής κρίσης, ο πληθυσμός μειώθηκε από περίπου 10,82 εκατομμύρια το 2011 σε 10,43 εκατομμύρια το 2021 και αναμένεται να συρρικνωθεί ακόμα και στα 8 εκατομμύρια ως το 2050, σύμφωνα με τις δυσμενέστερες προβλέψεις, ενώ και η σύνθεσή του από ολοένα μεγαλύτερο ποσοστό ηλικιωμένων (και αλλοδαπών, για να μην παραβλέπουμε την απειλή τής ανεξέλεγκτης μετανάστευσης) προοιωνίζεται εφιαλτικό μέλλον για τις επόμενες γενιές.
Αντιστοίχως, στην Κύπρο ο Δείκτης Γονιμότητας έπεσε κάτω από 2,10 (στο 2,07) για πρώτη φορά το 1996, ήταν 1,31 το 2021 και φέτος αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω σε μόλις 1,30 παιδιά ανά γυναίκα. Σχετική Έρευνα της Eurostat (2021) προβλέπει κυπριακό πληθυσμό περίπου 1 έως 1,1 εκατομμυρίων ώς το 2050, αυξημένο κατά μόλις 10% - 20% σε σχέση με τα 0,9 εκατομμύρια τού 2021 και με παρόμοια προβλήματα λόγω διαρκούς γήρανσης (και μετανάστευσης, συμπληρώνω). Η Μεγαλόνησος, δηλαδή, ακολουθεί κατά πόδας τις αρνητικές επιδόσεις της Ελλάδας, με 15 χρόνια καθυστέρηση (έναρξη το 1996 αντί για το 1981).
Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να πληροφορηθεί αναλυτικότερα από το Διαδίκτυο τις αρνητικές προεκτάσεις του δημογραφικού σε κρίσιμους εθνικούς τομείς, όπως το εκπαιδευτικό σύστημα (σχολεία χωρίς παιδιά), η κοινωνική πολιτική (αυξημένες δαπάνες πρόνοιας για έναν πληθυσμό που διαρκώς γερνάει), η αγορά εργασίας (δραστική μείωση του ενεργού εργατικού δυναμικού), η οικονομία (συρρίκνωση ΑΕΠ και κρατικών εσόδων), το ασφαλιστικό (αδυναμία αναχρηματοδότησης των συντάξεων) και, αναπόφευκτα, η ασφάλεια (πλημμελής στελέχωση Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας). Γίνεται, λοιπόν, εύκολα κατανοητό πως η έκταση και η περιπλοκότητα των επιπτώσεων του προβλήματος τρομάζουν όποιον αποπειράται να αναζητήσει πιθανές λύσεις, με συνέπεια οι πολιτικές ηγεσίες είτε να μην ασχολούνται καν, ή να αρκούνται σε αποσπασματικά, βραχυπρόθεσμα και, εν τέλει, αναποτελεσματικά μέτρα – δοθέντος και του ότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, η κοινή γνώμη ελάχιστα δείχνει να συγκινείται.
Παρά τη συνεχιζόμενη αδιαφορία, όμως, οι συνέπειες του δημογραφικού καθίστανται πλέον αρκούντως εμφανείς, ώστε η περιρρέουσα άγνοια να ελαχιστοποιείται. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, η μεγάλη οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας επέβαλε στον δημόσιο διάλογο τις συνέπειες του προβλήματος στο ασφαλιστικό σύστημα, λόγω έλλειψης κρατικών χρηματοδοτικών πόρων. Στην Κύπρο η κατάσταση ίσως δεν είναι τόσο δραματική ακόμα, αλλά με απλή αριθμητική αντιλαμβάνεται κανείς ότι σύντομα θα γίνει. Άλλωστε, η σχετική επιστήμη της Δημογραφίας στηρίζεται σε ικανό βαθμό στα μαθηματικά, όπου δεν χωρούν παρερμηνείες, και συνεπώς ουδείς από τους ιθύνοντες δικαιούται να επικαλείται έκπληξη.
Το θετικό είναι πως υπάρχουν πρακτικές, εφαρμόσιμες και δοκιμασμένες λύσεις, τα αποτελέσματα των οποίων γνωρίζουμε από άλλες χώρες, αλλά και από την Ελλάδα, όποτε υιοθετήθηκαν. Ασφαλώς, πρωτεύον συστατικό τέτοιων λύσεων, με τις οποίες αξίζει να ασχοληθούμε σε ειδικότερο σημείωμα, αποτελεί το υψηλό οικονομικό κόστος, που όμως είναι συνολικά πολύ μικρότερο από το να αφεθεί η κατάσταση να συνεχίζεται διαρκώς επιδεινούμενη. Η ευαισθητοποίηση και ο προσανατολισμός τής κοινής γνώμης συνιστά επίσης μέτρο εκ των ων ουκ άνευ. Προϋπόθεση όλων, όμως, είναι η μακροχρόνια και διακομματική δέσμευση της πολιτικής ηγεσίας στην αναζήτηση και εφαρμογή των ενδεδειγμένων μέτρων, προτού η κατάσταση καταστεί μη αναστρέψιμη.
Αν η πολιτική ηγεσία της Κύπρου δεν βρίσκει το κίνητρο να ασχοληθεί σοβαρά με το δημογραφικό, λόγω χαμηλού ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης, τουλάχιστον κάθε νυν ή μελλοντικός υποψήφιος για την Προεδρία ας αναλογιστεί ότι η εικόνα του/της ως ηγέτη (η οποία σίγουρα επηρεάζει καίρια τη δημοτικότητά του/της) σφυρηλατείται από τις θέσεις και τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει στα μεγάλα εθνικά θέματα. Ιδού λοιπόν πεδίο δόξης λαμπρόν για τον επόμενο Πρόεδρο αλλά και για τη Βουλή των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας!
Επίμετρο: Σε πρόσφατη προεκλογική εκστρατεία, της οποίας είχα την ευθύνη, συνεργάτις που με άκουσε να προτείνω ενασχόληση με το δημογραφικό, σχολίασε αυθόρμητα ότι «αυτό δεν είναι πιασάρικο». Βεβαίως την αγνόησα και, με ατζέντα που τοποθετούσε το ζήτημα στην κορυφή (συν πολλή ακόμα δουλειά, φυσικά), το 2019 η Βουλή των Ελλήνων απέκτησε ένα νέο μέλος, εκλεγμένο για πρώτη φορά. Ίσως πρέπει να το τολμήσουν και στην Κύπρο οι πολιτικοί. Σίγουρα δεν θα χάσουν!
Δημήτρης Τερζής
Μηχανικός Η/Υ (PhD) - Πολιτικός Επιστήμων (MSc)