Ηταν φανερό από την αποτυχία του ΑΚΕΛ στην πενταετία Χριστόφια και αυτήν του ΣΥΡΙΖΑ να «φέρει την ελπίδα» στην Ελλάδα, πως η Αριστερά – ιδιαίτερα στην Ευρώπη– διέρχεται μια δύσκολη εποχή.
Ελαφρυντικά προφανώς και υπάρχουν τόσο για το ΑΚΕΛ όσο και για τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς το πολιτικό περιβάλλον σε Κύπρο και Ελλάδα οδηγεί την Αριστερά στην απομόνωση, ενώ η μιντιακή περιρρέουσα τείνει και αυτή να είναι εχθρική, είτε λόγω ιδεολογικής ταύτισης με τη Δεξιά, είτε επειδή αυτό επιτάσσουν τα οικονομικά συμφέροντα των εκδοτών.
Τα ελαφρυντικά αυτά, όμως, δεν μπορούν να αποτελούν δικαιολογία για την οπισθοχώρηση της Αριστεράς. Όταν ο Δημήτρης Χριστόφιας αναλάμβανε την προεδρία της Δημοκρατίας το 2008, το ΑΚΕΛ βρισκόταν λίγο πιο κάτω από το απώγειό του: στις βουλευτικές εκλογές τον Μάιο του 2011, το κόμμα που θέλει να εκπροσωπεί την κυπριακή Αριστερά λάμβανε 32,7% και ήταν μόλις 1,6% πίσω από τον ΔΗΣΥ. Δέκα χρόνια μετά, η εκλογική επιρροή έχει συρρικνωθεί στο 22,3% και η ψαλίδα από τον ΔΗΣΥ –που συμπληρώνει δεύτερη θητεία στην εξουσία– άνοιξε στο 5,4%, με το πολιτικό σκηνικό να μετατοπίζεται όλο και δεξιότερα.
Η οπισθοχώρηση αυτή γίνεται ακόμα περισσότερο δυσνόητη, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο «ανεπτυγμένος κόσμος» βρίσκεται ουσιαστικά σε ένα φαύλο κύκλο κρίσεων από το 2008: κατάρρευση της Lehman Brothers στις ΗΠΑ, χρηματοπιστωτική και δημοσιονομική κρίση στην Ευρωζώνη, προσφυγική κρίση στη Μεσόγειο, κορωνοϊός, εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Οι κρίσεις αυτές έχουν οδηγήσει σε φτωχοποίηση εκατομμύρια ανθρώπους και έχουν διευρύνει τα κοινωνικά χάσματα, αφανίζοντας σε πολλές περιπτώσεις την άλλοτε μεσαία τάξη.
Θα ανέμενε κανείς σε αυτές τις συνθήκες την Αριστερά να ανθίζει. Αντί αυτού δείχνει να μαραίνεται, αδυνατώντας να προτάξει εφικτές λύσεις στα τρέχοντα καυτά ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες κοινωνίες. Από τα μισόλογα των Εργατικών στο δημοψήφισμα για το Brexit το 2016 (που ουδέποτε έπρεπε να γίνει), στο «όχι» των Ελλήνων στα τότε μέτρα της Τρόικα που ο ΣΥΡΙΖΑ μετέτρεψε σε «ναι» στο ελληνικό δημοψήφισμα το 2015 (που και αυτό δεν έπρεπε να γίνει), στο «όχι για να τσιμεντώσουμε το ναι» του ΑΚΕΛ στο δημοψήφισμα για το Σχέδιο Ανάν το 2004 (που έγινε βιαστικά και εκβιαστικά, με την ελληνοκυπριακή ηγεσία να αντιτίθεται σχεδόν σύσσωμη και τους πολίτες εντελώς ανενημέρωτους), διαφαίνεται μια ατολμία της θεσμικής Αριστεράς να αναλύσει τα σύγχρονα ζητήματα και να πάρει ξεκάθαρες θέσεις.
Αυτή η ατολμία στοιχίζει. Δεν μπορεί το 2022, η Αριστερά να εξαντλείται σε παρελθοντολογία και σε ιδεολογικές τοποθετήσεις. Η σχεδόν ψυχαναγκαστική τάση να ερμηνεύουμε ιστορικές προσωπικότητες της Αριστεράς στο σήμερα, δεν μπορεί κατ’ ανάγκην να δώσει λύσεις στα τρέχοντα ζητήματα. Ούτε είναι χρήσιμο για την Αριστερά ν’ ανασύρει αριστερόμετρο, εάν θέλει να κάνει συμμαχίες για να κυβερνήσει. Διότι προφανώς, ούτε το 34,7% που λάμβανε το ΑΚΕΛ το 2001, ούτε το 36,3% που λάμβανε ο ΣΥΡΙΖΑ τον Γενάρη του 2015 ήταν «καθαρόαιμ@» αριστερ@. Φτάνει οι όποιες συμμαχίες να γίνονται βάσει των αρχών και των αξιών που η Αριστερά θέλει και πρέπει να υπηρετεί. Κάτι που δεν ίσχυε ούτε με το ετερόκλητο δίδυμο Τσίπρα – Καμμένου στην Ελλάδα, ούτε με τις καιροσκοπικές συμμαχίες του ΑΚΕΛ το 2003 και το 2008 στην Κύπρο.
Στην περίπτωση της Κύπρου τουλάχιστον, υπάρχει ένα σεβαστό ποσοστό πολιτών –και αυτό διαφάνηκε περίτρανα στις κινητοποιήσεις του Ως Δαμέ– το οποίο διψά για προοδευτική αλλαγή, αλλά επιλέγει συνειδητά να απέχει από την εκλογική διαδικασία, μια επιλογή σεβαστή, αλλά και με κόστος τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Όσο το όποιο ΑΚΕΛ επιμένει στην ατολμία, στην οποία εμφανέστατα συγκαταλέγεται και η επιλογή Μαυρογιάννη, τόσο θα αποξενώνει αυτό το κομμάτι της κοινωνίας, το οποίο αργά ή γρήγορα θα αναγκαστεί να αναζητήσει εναλλακτικές εκτός του παρόντος πολιτικού συστήματος.
ΥΓ.: Η μόνη φορά που το ΑΚΕΛ βγήκε κερδισμένο τα τελευταία 11 χρόνια, ήταν όταν ρίσκαρε να κατεβάσει τον Νιαζί Κιζίλγιουρεκ στις ευρωπαϊκές εκλογές του 2019.