Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η σύσταση σημαντικών θεσμών στο πλαίσιο λειτουργίας της Δικαστικής Εξουσίας, υπό την ευρεία έννοια και ιδιαίτερα στον τομέα ενίσχυσης των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, είναι άκρως σημαντική για την λειτουργία ενός σύγχρονου δημοκρατικού κράτους.
Σημείο αναφοράς αποτέλεσαν η ψήφιση σε νόμο των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου το 1999, η εισαγωγή του θεσμού του Επιτρόπου Διοικήσεως το 1991, αλλά και η σύσταση του Διοικητικού Δικαστηρίου και την αποσύνδεση του με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος από τις εξουσίες του Ανώτατού Δικαστηρίου και την ανάθεση των διοικητικών διαφορών στα Διοικητικά Δικαστήρια. Σταδιακά λοιπόν αρχίζει και η Κύπρος να συμβάλλει σημαντικά προς την ανάπτυξη του κράτους δικαίου, καθιερώνοντας ένα σημαντικό θεσμό, αυτό της Διοικητικής Δικαιοσύνης .
Για να μπορέσει όμως να ανταποκριθεί στα σημερινά προτάγματα και τις σύγχρονες συνταγματικοπολιτικές συνθήκες και εξελίξεις, οφείλει αφενός να βελτιώσει τις σημερινές δυσλειτουργίες και αφετέρου να προβεί σε συγκεκριμένες, αναγκαίες αλλαγές. Αλλαγές που θα συμβάλουν στην περαιτέρω ενίσχυση και διασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών των πολιτών, με την αντιμετώπιση της καθυστέρησης στην εκδίκαση των υποθέσεων και συνολικά στην ορθή και αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης, με την υιοθέτηση νέων μεθόδων και τεχνικών.
Σε ένα σημαντικό βήμα έχει προχωρήσει πρόσφατα η Βουλή των Αντιπροσώπων, με δική μας πρωτοβουλία στο πλαίσιο της ψήφισης της Δικαστικής Μεταρρύθμισης. Με την τροπολογία που καταθέσαμε και η οποία υιοθετήθηκε τελικά ομόφωνα από την Ολομέλεια της Βουλής, εισάγεται συνταγματικά και με την ψήφιση σχετικής νομοθεσίας, θα παρέχεται η δυνατότητα επέκτασης των αρμοδιοτήτων των Διοικητικών Δικαστηρίων και στον έλεγχο διαφορών ουσίας και να μην περιορίζεται μόνο στον ακυρωτικό έλεγχο, όπως συμβαίνει σήμερα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο έλεγχος της ουσίας, ασκείται υπό του διοικητικού δικαστηρίου σήμερα, μόνο για φορολογικά ζητήματα και από το δικαστήριο διεθνούς δικαιοδοσίας ζητήματα διεθνούς προστασίας κατά το δίκαιο της ΕΕ.
Είναι γεγονός ότι η δικαστική προστασία που θα παρέχεται στον διοικούμενο, στην περίπτωση των διοικητικών διαφορών ουσίας, θα είναι πληρέστερη από εκείνη που παρέχεται στην περίπτωση της ακυρωτικής διαφοράς, αφού θα ερευνά και τα πραγματικά περιστατικά την ουσίας της υπόθεσης.
Στον ακυρωτικό έλεγχο το δικαστήριο ελέγχει την νομιμότητα της διοικητικής πράξης, ή διαπιστώνει την έκδοση της πράξης κατά παράβαση ή όχι της νομοθεσίας και απλώς ακυρώνει, εξαφανίζει την πράξη.
Με βάση το ισχύον δίκαιο, διαμορφώθηκε στην διοικητική δικαιοσύνη ένα σύστημα που αντί να συμπυκνώνει, πολλαπλασιάζει τις δίκες και ανακυκλώνει τις υποθέσεις. Με τη νέα νομοθεσία, το Διοικητικό Δικαστήριο εξοπλίζεται με νέες εξουσίες για την όσο το δυνατόν αμεσότερη και καθολικότερη επίλυση της διαφοράς και ασφαλώς με στόχο την αποτελεσματικότερη προστασία των δικαιωμάτων και έννομων συμφερόντων των πολιτών, παράλληλα με την σταθερότητα της διοικητικής δράσης.
Αυτό που απομένει σήμερα να πραγματοποιηθεί, είναι η ανάληψη πρωτοβουλίας από την Υπουργό Δικαιοσύνης και τον Γενικό Εισαγγελέα για την έναρξη ενός διαλόγου και διαβουλεύσεων μεταξύ των αρμοδίων φορέων, ώστε να καθοριστούν τα ζητήματα στα οποία θα επεκταθεί ο έλεγχος επί της ουσίας μιας διοικητικής διαφοράς και να οδηγηθεί το νομοσχέδιο ενώπιον της Βουλής το συντομότερο, για συζήτηση και ψήφιση.
Με την υλοποίηση αυτής της βαθιάς και σημαντικής τομής στην καρδιά του Διοικητικού μας Δικαίου, θα επιτευχθεί πληρέστερη απονομή της δικαιοσύνης, αφού επιπρόσθετα οι δικαστές μας θα αποκτήσουν μεγαλύτερη εξειδίκευση. Θα κατανοούν από την μια καλύτερα την Διοικητική Λειτουργία και από την άλλη θα καθοδηγούν τη διοίκηση, προστατεύοντας τους διοικούμενους ενισχύοντας το αίσθημα δικαίου και την εμπιστοσύνη στη Διοίκηση.
Παράλληλα με την επέκταση της αρμοδιότητας των Διοικητικών Δικαστηρίων, αναμφίβολα θα ενισχυθεί ο έλεγχος, στον τρόπο άσκησης της λειτουργίας ορισμένων Διοικητικών Οργάνων του Κράτους, όπως η ΕΠΑ, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κ.α.
Ένα άλλο πολύ σημαντικό βήμα το οποίο παρέμεινε μετέωρο, είναι να προχωρήσει το συντομότερο και να ολοκληρωθεί η συζήτηση του νομοσχεδίου και των προτάσεων νόμου, που βρίσκονται ενώπιον της Βουλής εδώ και χρόνια και αφορούν το θέμα της μη συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις ακυρωτικές αποφάσεις των Διοικητικών Δικαστηρίων.
Η ανάγκη προστασίας των διοικουμένων, καθίσταται πιο επιτακτική στις αποφάσεις αυτές, αφού όπως ήδη έχουμε περιγράψει πιο πάνω, ο ακυρωτικός δικαστής δεν αντικαθιστά την ακυρωθείσα πράξη, ούτε την μεταρρυθμίζει, ούτε η απόφαση του αναπληρώνει την παρανόμως παραληφθείσα ενέργεια. Η υποχρέωση αυτή απορρέει ασφαλώς και επιτάσσεται από την αρχή του κράτους δικαίου, αποτελεί μορφή υποχρεωτικής και όχι μόνο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης.
Συνεπώς, η ανυπαρξία μέτρων καταναγκασμού της Διοίκησης να συμμορφωθεί με τις ακυρωτικές αποφάσεις, όπως και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου κ. Κώστας Παρασκευάς αναφέρει, στο σχετικό του σύγγραμμα, « είναι πρωταρχικής σημασίας, και είναι εδώ που θα πρέπει ο νομοθέτης να επέμβει με ανάλογες νομοθετικές ρυθμίσεις.
Εμείς δηλώνουμε έτοιμοι να συμβάλουμε εποικοδομητικά σε ένα διάλογο για την προώθηση και ψήφιση ενός τέτοιου νόμου, που να διασφαλίζει την προστασία των δικαιωμάτων των διοικούμενων.
O Πανίκος Λεωνίδου είναι Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος του ΔΗΚΟ, Νομικός, Μέλος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών.