Του Νίκου Κωνσταντάρα
Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ να καταργήσει το δικαίωμα στην άμβλωση, αφήνοντας κάθε πολιτεία να κρίνει το ζήτημα μόνη, έχει πολλούς «πατέρες». Μεταξύ αυτών είναι ακραίες πολιτικές οργανώσεις με άφθονη χρηματοδότηση από ακτιβιστές δισεκατομμυριούχους, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, η Καθολική Εκκλησία και το κίνημα των ευαγγελιστών. Για να εκτιμήσουμε πώς μπορεί να εξελιχθεί η κατάσταση, οφείλουμε να ρίξουμε μια ματιά σε αυτούς τους παράγοντες και στο γενικότερο πλαίσιο της αμερικανικής πολιτικής και κοινωνίας.
Στην προεκλογική εκστρατεία του 2016, η Χίλαρι Κλίντον δήλωσε ότι ως πρόεδρος θα διόριζε στο Ανώτατο Δικαστήριο μόνο δικαστές που θα στήριζαν την απόφαση του 1973, που εξασφάλιζε το δικαίωμα στην άμβλωση. Ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε το αντίθετο. Ως πρόεδρος, διόρισε τρεις από τους έξι δικαστές που υπερψήφισαν την κατάργηση του δικαιώματος. Η υπόσχεση του Τραμπ είχε στόχο την ικανοποίηση της μεγάλης κοινότητας μελών των Εκκλησιών ευαγγελιστών. Δύο από τους δικαστές του Τραμπ είναι ρωμαιοκαθολικοί, ενώ εικάζεται ότι και ο τρίτος είναι (ο ίδιος δεν το έχει διευκρινίσει). Ομως, και οι τρεις παλιότεροι της πλειοψηφίας είναι ρωμαιοκαθολικοί (όπως και ένα μέλος της μειοψηφίας των τριών).
Οι λόγοι της διαφωνίας της Καθολικής Εκκλησίας με το δικαίωμα στην άμβλωση, και η παρέμβασή της σε ό,τι αφορά τη σεξουαλικότητα, είναι γνωστοί. Πέρα από τη «θεολογική» διάσταση που προβάλλουν οι πιστοί, οι παρεμβάσεις αφορούν την άσκηση εξουσίας πάνω στο σώμα του ανθρώπου και την ανάγκη πολλών γεννήσεων. Οπως σχολίασε η Γερμανίδα θεολόγος Ούτα Ράνκε-Χάινεμαν (Uta Ranke-Heinemann) στο βιβλίο «Ευνούχοι για το Βασίλειο του Ουρανού: Η Καθολική Εκκλησία και η σεξουαλικότητα» (1988), «η Εκκλησία παρέχει μεγαλύτερη προστασία σε υποθετικά, μελλοντικά παιδιά απ’ ό,τι στα πραγματικά, νεαρά παιδιά που βρίσκονται κοντά στον θάνατο και στην κόλαση του πολέμου, σύμφωνα με το ανυπόφορο, διεστραμμένο καθολικό δόγμα ότι τα πραγματικά εγκλήματα της ανθρωπότητας διαπράττονται στην κρεβατοκάμαρα των παντρεμένων και όχι στα πεδία του πολέμου και στους μαζικούς τάφους».
Η εκστρατεία που άρχισε πριν από δεκαετίες από ακραίους οικονομολόγους και πολιτικούς, με τη στήριξη μεγιστάνων που θέλουν την κατάργηση του κράτους, στοχεύει στην ύπαρξη μεγάλης δεξαμενής εξαθλιωμένων ανθρώπων για την αγορά εργασίας και τις ανάγκες του πολέμου. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την κατάλληλη διαμόρφωση περιφερειών και με άλλα εκλογικά μέτρα, με τον στρατηγικό διορισμό δικαστών, με τη στέρηση δικαιωμάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πολιτείες που ήδη έσπευσαν να απαγορεύσουν τις αμβλώσεις είναι αυτές που παρέχουν τη μικρότερη στήριξη σε γονείς και παιδιά. Αυτή η πτυχή της υπόθεσης δεν κρύβεται πια. Μπορεί η νίκη των ακραίων συντηρητικών να έχει πολλούς «πατέρες», όμως, η κοινωνία έχει πολλές «μητέρες», μεταφορικά και κυριολεκτικά. Γυναίκες και άνδρες που σήμερα βλέπουν τον άμεσο κίνδυνο να βρεθούν χωρίς δικαιώματα, χωρίς φωνή, χωρίς ελπίδα. Δεν τους μένει παρά να αντισταθούν.