ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Δεύτερη εισβολή: Η συγγνώμη του Μεχμέτ και το φιλί του Κώστα

Η συνάντηση του Τούρκου δεκανέα του ’74 με τον Ε/κ που έσωσε από την εκτέλεση

Τρίτη 27 Μαρτίου 2007, ο 50χρονος Κώστας Γιάννακας κατέβαινε τα δέκα σκαλιά που οδηγούσαν στην υπόγεια αίθουσα του παλιού παραδοσιακού εστιατορίου «Μπούλγκαρσκι», στην καρδιά της Σόφιας. Το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο, τα μάτια του υγρά και το στόμα του είχε στεγνώσει. Κάνοντας δεξιά μετά το τελευταίο σκαλί θα έβλεπε, μετά από 33 χρόνια, τον Μεχμέτ Μερτζάν. Τον Τούρκο δεκανέα που τον Αύγουστο του 1974 τον έσωσε από την εκτέλεση... Η πολυήμερη αγωνία και προσμονή για τη «μυστική συνάντηση» μετέτρεψε τα συναισθήματα σε φορτωμένα σύννεφα. Δεν ακολούθησε μπόρα, παρά μόνο μια λυτρωτική βροχή... Η νύχτα εκείνη έμελλε να είναι ανεπανάληπτη. Μοναδική. Και μάλλον ιστορική!

Τρίτη 27 Μαρτίου 2007 ο Μεχμέτ Μερτζάν και ο Κώστας Γιάννακας συναντώνται για πρώτη φορά μετά από την 14η Αυγούστου 1974 όταν ο πρώτος έσωσε τον δεύτερο από σίγουρη εκτέλεση

Σε «ουδέτερο έδαφος»

Η προετοιμασία του ιστορικού ραντεβού, άρχισε ήδη από την ημέρα που ο Κώστας Γιάννακας διαβάζοντας τη συνέντευξη του Μεχμέτ Μερτζάν στις 13 Μαρτίου στον «Πολίτη», στην οποία ο Τούρκος δεκανέας περιέγραφε το περιστατικό με τον 16χρονο που είχε τραβήξει έξω από τη μαύρη μερσεντές, και το ερώτημα του Μερτζάν κατά πόσον ζει και αν τον θυμάται. Ο Κώστας συγκινημένος απάντησε θετικά στην πρόσκλησή μας για συνάντηση των δύο, την επόμενη μέρα.

Το γεγονός ότι ο Κώστας με τη Βουλγάρα σύζυγό του θα ταξίδευαν για τη Βουλγαρία περί τα τέλη Μαρτίου είχε ήδη προδικάσει και το χώρο συνάντησης. Σε «ουδέτερο έδαφος» μάς βόλευε όλους και για άλλους, προφανείς και μη λόγους.

Το κομπιούτερ του Θεού

Η συνάντηση είχε προγραμματιστεί για το βράδυ της Τρίτης 27 Μαρτίου. Φύγαμε από την Πόλη με την Άννα Ανδρέου -ανταποκρίτρια τότε του «Π»,-- και τον Μερτζάν, την προηγούμενη μέρα. Στο αεροπλάνο ο Μεχμέτ μάς έλεγε ότι το συναίσθημα ήταν πολύ δυνατό: «Δεν θα μπορούσα ποτέ να το φανταστώ. Όλα έγιναν λες και ο Θεός πάνω στο τεράστιο κομπιούτερ του τα είχε προγραμματίσει, ανεξάρτητα αν οι άνθρωποι στα μικρά τους κομπιουτεράκια, έκαναν άλλους υπολογισμούς...». Ομολογώ πως βρήκα την εικόνα πολύ πρωτότυπη!

Ο Κώστας δίνει στον Μεχμέτ τα δώρα που του πήγε, μεταξύ τους και το αγαλματίδιο της Αφροδίτης

Μάγκωσε η Τρίτη

Το αεροπλάνο των Κυπριακών Αερογραμμών θα έφτανε στη Σόφια από τη Λάρνακα στις οκτώ το βράδυ. Οι τρεις που ήδη ήμασταν στην πόλη του ραντεβού, όπου έκανε αρκετό κρύο, ζούσαμε στον πυρετό της αναμονής, όμως η μέρα από το πρωί λες και είχε μπει στο «σλόου μόσιον». Περπατήσαμε αρκετές ώρες στη βουλγαρική πρωτεύουσα μιλώντας περί ανέμων και... υδάτων που τα κύματά τους έβγαζαν πάντα στον ίδιο παρονομαστή. Στη συνάντηση του εισβολέα με το θύμα ή μήπως του σωτήρα με τον σωθέντα. Κι η Τρίτη, λες και το έκανε σκοπίμως, έσερνε τα βήματά της στους πλακόστρωτους δρόμους της Σόφιας, σαν σε μια κόντρα με το ρολόι...

Η αυθεντικότητα

Το απόγευμα με την Άννα σκεφτήκαμε ότι δεν θα έπρεπε να αφήσουμε να χαθεί η αυθεντικότητα εκείνης της πρώτης στιγμής όταν ο Κώστας θα συναντούσε τον Μεχμέτ, στο φουαγιέ του ξενοδοχείου ή στην αίθουσα υποδοχής του αεροδρομίου. Έτσι συμφωνήσαμε, η Άννα να πάρει τον Μερτζάν σε ένα εστιατόριο όπου είχαμε κλείσει ειδικά μια αίθουσα για τη συνάντηση κι εγώ να πήγαινα στο αεροδρόμιο να παραλάβω τον Γιάννακα και τη σύζυγό του καθώς και τους συναδέλφους που θα κάλυπταν τη συνάντηση για λογαριασμό τότε του "ΜΕΓΑ" Κύπρου, Λουκά Φουρλά και Χρίστο Κούμα. Ούτω και εγένετο.

Άννα Ανδρέου μεταφράζει τα όσα ο ένας έλεγε για τον άλλο και τις αφηγήσεις τους για τις τραγικές μέρες του ’74, πριν ακόμα οι δυο τους ανακαλύψουν μια κοινή αγγλοβουλγαρική «διάλεκτο»

Δύσκολες στιγμές

Καθ’ οδόν από το αεροδρόμιο στο ξενοδοχείο, όπου θα αφήναμε τις αποσκευές, ο Κώστας ήταν μια χαρά. Μας έλεγε μάλιστα πόσο ωραία ένιωθε που θα συναντούσε τον Μεχμέτ και ότι του πήρε και δώρα. Όταν όμως το ταξί πήρε το δρόμο για το εστιατόριο και η αντίστροφη μέτρηση είχε πλέον φτάσει στους μονοψήφιους, του απηύθυνα την ερώτηση που μισώ να υποβάλλω... Και όμως δεν υπήρχε άλλη: «Πώς νιώθεις;»... Στην απάντηση άκουγες πρώτα τη γλώσσα του στεγνή να κολλά στον ουρανίσκο και μετά τις λέξεις: «Δύσκολες στιγμές. Ανάμειχτα τα συναισθήματα. Tριάντα τρία χρόνια και όμως οι πληγές παραμένουν. Στην ψυχή, αν με καταλαβαίνεις... Περάσαμε πολλά. Όμως από την άλλη σκέφτομαι πως αν δεν ήταν εκείνος ο άνθρωπος δεν θα ήμουν σήμερα ζωντανός, ούτε θα είχα πέντε παιδιά ούτε και το εγγονάκι μου, ούτε...», κατάπιε με δυσκολία. Τον άκουγα από τη θέση του συνοδηγού αλλά δεν έστρεψα πίσω το βλέμμα...

Αργήσαμε...

Οι συνάδελφοι της τηλεόρασης έφυγαν για το εστιατόριο πριν από μας, να προλάβουν να στήσουν την κάμερα. Η Άννα, η οποία από τις εννέα καθόταν μπροστά στο στρωμένο οβάλ τραπέζι με τον Μεχμέτ, μου μετέδιδε διά τηλεφώνου την αγωνία της αναμονής από την άλλη πλευρά. Μέχρι να ξεμπλέξουμε από τα διαδικαστικά είχε πάει δέκα. Το ταξί σταμάτησε μπροστά στο εστιατόριο στις δέκα και δέκα λεπτά. Είχαμε αργήσει στο ραντεβού μία ώρα και δέκα λεπτά. Τίποτα, μπροστά στην αιωνιότητα της στιγμής. Εξάλλου είχαν περάσει ήδη 33 ολόκληρα χρόνια.

Τα μάτια, αδιάψευστοι μάρτυρες, της ψυχής τους και της αλήθειας που κουβάλησε εκείνη η συνάντηση

Όλα έτοιμα

Βγαίνοντας από το ταξί ο παγωμένος αέρας που μας χτύπησε στα πρόσωπα ήταν μάλλον αυτό που χρειαζόταν για να συνέλθουμε. Η αντίστροφη μέτρηση δεν ήταν πλέον αριθμοί, ήταν βήματα ή καλύτερα σκαλιά. Μπήκαμε στο εστιατόριο. Ένας καλαίσθητος χώρος με παλιές μαυρόασπρες φωτογραφίες της «προσοσιαλιστικής» Βουλγαρίας, με πρώτη φιγούρα κάποιο βασιλιά. Το γκαρσόνι «μιλημένο» μας έδειξε με το χέρι τη σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο. Κατέβηκα πρώτος με γοργά βήματα και τη φωτογραφική μηχανή στο χέρι. Με μια γρήγορη ματιά είδα ότι ήσαν όλα έτοιμα. Κάμερες, μαγνητόφωνα, φωτογραφικές. Τώρα θα βλέπαμε πόσο έτοιμες ήταν και οι ψυχές των πρωταγωνιστών της πρωτόγνωρης και ιστορικής αυτής συνάντησης.

Η συγκλονιστική συνάντηση και το μυστικό τους

Η αίθουσα της συνάντησης ήταν στα δεξιά της σκάλας έτσι ήταν αδύνατον κατεβαίνοντας να έχεις οπτική επαφή. Όντας όρθιος στην είσοδο της αίθουσας, έβλεπα τον Κώστα να κατεβαίνει ακολουθούμενος από τη σύζυγό του Νέβη και τον Μεχμέτ όρθιο πια να κοιτάζει προς τα εκεί που ακούγονταν τα βήματα του τότε 16χρονου ή καλύτερα προς το σημείο όπου ο χρόνος θα κάλυπτε μέσα σε μια μονάχα στιγμή ένα χάσμα 33 χρόνων. Ο Κώστας κατέβηκε και το τελευταίο σκαλί και μπήκε στην αίθουσα. Για κλάσματα του δευτερολέπτου κοιτάχτηκαν στα μάτια λες και ήθελαν να εξακριβώσουν εάν όντως ο ένας ήταν ο τότε δεκανέας και ο άλλος ο τότε 16χρονος. Εξάλλου τα μάτια είναι τα μόνα που δεν γερνούν, που δεν αλλάζουν χρώμα, που δεν λένε ψέματα.

Ακολούθησε μια θερμή χειραψία και μετά μια ακόμα πιο θερμή αγκαλιά. «Τα μάτια του, το βλέμμα του είναι το ίδιο. Το θυμάμαι πολύ καλά», ήταν οι πρώτες λέξεις του Μεχμέτ Μερτζάν. «Ένα ευχαριστώ δεν είναι τίποτα. Τι να πω; Πώς να το πω;» ψέλλισε ο Κώστας Γιάννακας, εμφανώς τρακαρισμένος και αναψοκοκκινισμένος. Η Άννα μετέφρασε. Ο Μεχμέτ συνέχισε: «Ήταν τότε 16 χρονών... η συνείδησή μου δεν μπορούσε να το δεχτεί. Ήθελα να βοηθήσω. Ήταν και ο πατέρας σου στο λεωφορείο τραυματισμένος...». «Δεν ήταν ο πατέρας μου ο τραυματίας» διευκρίνισε ο Κώστας. Μια λεπτομέρεια σχεδόν ασήμαντη σήμερα που ίσως να απέβη και σωτήρια τότε...

Οι πρωταγωνιστές Μεχμέτ Μερτζάν καθήμενοι και οι αυτόπτες μάρτυρες της συνάντησης ιστάμενοι Άννα Ανδρέου, Λουκάς Φουρλάς, Ανδρέας Παράσχος και η Νέβι Γιάννακα

Η ρακία βοήθησε

Το γκαρσόνι γέμισε τα ποτήρια όλων μας με παγωμένη ρακίασλίβκα, όπως διέταξε ο Κώστας. Τα ποτήρια σηκώθηκαν, οι ευχές διασταυρώθηκαν και οι ψυχές λύθηκαν. Κι ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή όλα γίνονταν με τη διαμεσολάβηση της μετάφρασης της Άννας, ανακαλύψαμε μετά το δεύτερο ποτήρι ότι η ρακία δημιούργησε διαδρόμους συνεννόησης. Ένα κράμα αγγλικών και βουλγαρικών λέξεων, επιδοκιμαστικών επιφωνημάτων και χειραψιών βοήθησε και τους δύο να επικοινωνούν θαυμάσια, με την παγωμένη ρακία να βάζει το χεράκι της και την ατμόσφαιρα να γίνεται ολοένα και πιο θερμή. Οι υπόλοιποι κοιταχτήκαμε σχεδόν συνωμοτικά και τους αφήσαμε μόνους τους. Όσο υπέροχο ήταν να τους βλέπεις άλλο τόσο υπέροχο ήταν να τους ακούς. Σαν μωρά παιδιά που ενώ δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα και που όταν τα αφήσεις μόνα, παίζουν και συνεννοούνται μια χαρά. Κι εδώ παιζόταν το παιγνίδι της ζωής στο μεγάλο όντως κομπιούτερ του Θεού, του Αλλάχ, της μοίρας... δεν έχει και τόση σημασία.

H ρακία ρέει άφθονη λύνοντας γλώσσες και ψυχές

Μας «ανακάλυψαν»

Όταν τα είπαν οι δυο τους και άδειασαν και τα ποτήρια τους, «ανακάλυψαν» ότι γύρω από το ίδιο τραπέζι υπήρχαμε και εμείς. Μας κοίταξαν με ένα ύφος επιτηδευμένα απορημένο λες και είχαν συνεννοηθεί, λύθηκαν στα γέλια και γέμισαν και ξανασήκωσαν τα ποτήρια τους.

Ευκαιρίας δοθείσης, έπεσαν οι πρώτες ερωτήσεις, πριν η ρακία αφοπλίσει πλήρως τους πολεμιστές. Τα ανοικτά μικρόφωνα για τον Μερτζάν δεν είναι πρόβλημα, το αντίθετο. Για τον Γιάννακα όμως δεν είναι ό,τι καλύτερο. Εξάλλου το γεγονός ότι ο Κώστας δεν είχε αγγίξει καθόλου το φαγητό του όλο το βράδυ ίσως να λέει όσα δεν είπε ο ίδιος στα μικρόφωνα.

Η συγγνώμη

Λοιπόν, συνάντηση μετά από 33 χρόνια, τι θα ήθελες να ξέρει ο κόσμος ότι είπες απόψε στον Κώστα, ρωτήσαμε τον Μερτζάν: «Θέλω σε όλους να πω, ότι έκαμα το καθήκον μου ως άνθρωπος. Υπήρχαν και καλές και κακές, βεβαίως, στιγμές. Εγώ προσπάθησα όσο μπορούσα να βοηθήσω τους ανθρώπους. Και είμαι ευτυχισμένος γι’ αυτό. Οι άνθρωποι όμως κάνουν και λάθη. Υπήρχαν άνθρωποι που έκαναν τότε λάθη. Φίλοι μου που ίσως έκαναν λάθη. Οι άνθρωποι πρέπει όμως να αναγνωρίζουν τα λάθη τους και όταν χρειαστεί να ζητούν και συγγνώμη. Εξ ονόματός τους ζητώ συγγνώμη τόσο προς τους Τουρκοκύπριους όσο και προς τους Ελληνοκύπριους. Θέλω φιλία, αδελφοσύνη, ευτυχία. Ο πλανήτης μάς χωράει όλους. Γιατί να καβγαδίζουμε; Γιατί να πολεμάμε;».

Αν δεν ζούσα;

Στρέψαμε το βλέμμα στον Κώστα. Τα λόγια του ακούστηκαν σαν μονόλογος: «Αν δεν ζούσα; Κι όμως έζησα. Είναι δύσκολο να το διανοηθεί κάποιος εκείνο που συνέβη κι αυτό που συμβαίνει. Είναι από τις σπάνιες στιγμές, από τις πολύ λίγες στιγμές που κάτι τέτοιο συμβαίνει στους ανθρώπους...». Κομπιάζει, παρεμβαίνει ο Μεχμέτ: «Μακάρι να μπορούσα να έκανα περισσότερα, όμως ήταν πόλεμος. Οι πόλεμοι γίνονται για πολιτικά συμφέροντα και την πληρώνουν αθώοι άνθρωποι» και στρέφει το βλέμμα στον Κώστα: « Ακριβώς έτσι είναι»... Σιωπή... «Δύσκολες στιγμές, τα συναισθήματα ανάμικτα, πολύ δυνατά. Τι να σας πω; Πώς να σας τα πω;»...

Εκείνη η μέρα

Τους ζητήσαμε να ανακαλέσουν στη μνήμη την 14η Αυγούστου 1974. Άρχισε πρώτα ο Μερτζάν: «Στον πόλεμο, τον θανατηφόρο, το τελευταίο πράγμα που σκέφτεσαι είναι να σώσεις άλλους. Εγώ το ’74, τη γλίτωσα έξι φορές. Εκείνη τη μέρα είδα τον πατέρα του Κώστα - έτσι νόμιζα τουλάχιστον - τραυματισμένο, πλησίασα το παιδί και το ρώτησα στα αγγλικά αν ήταν όντως ο πατέρας του, το πήρα μετά από το χέρι και το ανέβασα στο λεωφορείο από το οποίο και κατέβασα κάποιον άλλο»... Ο Κώστας συνεχίζει: «Εκείνο που πολύ έντονα θυμάμαι ήταν όταν με πήρε ο Μεχμέτ από το χέρι και με τράβηξε έξω από τη μαύρη μερσεντές. Δεν θυμάμαι αν με ρώτησε ή τι με ρώτησε. Με πήγε και με ανέβασε στο λεωφορείο. Αν δεν με ανέβαζε ποιος ξέρει;»

Και η κατάληξη από τον Μερτζάν: «Χαίρομαι πολύ που ζει, που είναι γερός, που παντρεύτηκε που έκαμε παιδιά, που είναι ευτυχισμένος».

Το φιλί

Ο «μυστικός δείπνος» είχε τελειώσει. Ο Κώστας έδωσε στον Μεχμέτ κάποια δώρα που του είχε πάρει από την Κύπρο. Και βγήκανε από το εστιατόριο αγκαλιασμένοι. Ψιλόβρεχε. Εμείς, περιμένοντας τα ταξί να έρθουν, «οχυρωθήκαμε» κάτω από ένα παλιό πλατύ μπαλκόνι. Οι δύο τους στέκονταν στη βροχή και μιλούσαν ως να ήταν μόνοι τους πάνω στη γη. Στα πειράγματά μας απάντησαν με μια απροσδόκητη κίνηση. Ο Μεχμέτ άπλωσε τα χέρια του αγκάλιασε ξανά τον Κώστα και ο Κώστας τον φίλησε στο μάγουλο. Στην ερώτησή μας τι σχεδιάζουν μυστικά, μας απάντησε ο Κώστας. Την επόμενή μας συνάντηση... χωρίς εσάς!

Στέκονταν στη βροχή και μιλούσαν ως να ήταν μόνοι τους πάνω στη γη. Στα πειράγματά μας απάντησαν με μια απροσδόκητη κίνηση. Ο Μεχμέτ άπλωσε τα χέρια του, αγκάλιασε ξανά τον Κώστα και ο Κώστας τον φίλησε στο μάγουλο

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Πολιτική: Τελευταία Ενημέρωση

Πώς ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος μπορούσε να «ευλογήσει» εθνικά τον βασιλιά Παύλο και τη βασίλισσα Φρειδερίκη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο ...
Του Ανδρέα Χατζηκυριάκου
 |  ΠΟΛΙΤΙΚΗ