
Kathimerini.gr
Δημήτρης Αθηνάκης
Ισως καθόταν σιωπηλός εκεί όπου σήμερα τέθηκε η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα· σε ένα λιτό –που απηχούσε τον ίδιο– δωμάτιο που δεν εγκατέλειψε ποτέ στην Κάζα Σάντα Μάρτα. Εκεί, ίσως, επέστρεψε στα δικά του λόγια – όχι μέσω μιας ομιλίας ούτε μιας εγκυκλίου· μέσα από ένα βιβλίο. «Ελπίδα».
©REUTERS/Yara Nardi
Απομνημονεύματα; Ναι. Ωστόσο, είναι περισσότερο μια εξομολόγηση, το δικό του βήμα μπροστά για την Καθολική Εκκλησία· σαν ένα έσχατο ξεκαθάρισμα με πάσης φύσεως ενοχές, ένα θερμοκήπιο πίστης και ελπίδας.
«Σε κάθε σελίδα, σε κάθε βήμα, είναι συνάμα το βιβλίo όσων βάδισαν μαζί μου, όσων προηγήθηκαν και όσων θα ακολουθήσουν. Μια αυτοβιογραφία δεν είναι το ιδιωτικό μας αφήγημα, είναι περισσότερο οι αποσκευές μας για το ταξίδι. Και οι αναμνήσεις δεν είναι μόνο αυτό που θυμόμαστε, αλλά αυτό που μας περιέχει».
Στην αυτοβιογραφία του, που συντάχθηκε με τη βοήθεια του δημοσιογράφου Κάρλο Μούσο και κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδ. Gutenberg σε μετάφραση Αννας Παπασταύρου, ο Πάπας Φραγκίσκος έρχεται με την ιδιαίτερη σοβαρότητα ενός αποχαιρετισμού.
«Εμείς οι χριστιανοί οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι η ελπίδα δεν εξαπατά και δεν απογοητεύει: όλα γεννιούνται για ν’ ανθίσουν σε μια αιώνια άνοιξη».
Αποχαιρετισμός και απολογισμός. Δι’ αυτούς, καλεί την Εκκλησία –και ίσως την Ιστορία– να επανεξετάσει τον άνθρωπο, τον ιερέα, τον Ποντίφικα. Η «Ελπίδα» είναι ένα αποφασιστικό κείμενο ομολογίας, πίστης και ανοίγματος στο φως του «καρδιναλίου των φτωχών»· του Πάπα που κινείτο διαρκώς στα άκρα.
«Χρειάζεται ταπεινότητα για να εκφράσεις την περίπλοκη εμπειρία της ζωής».
Η ελπίδα ως διαθήκη
Τα απομνημονεύματα των διεθνούς βεληνεκούς ηγετών μοιάζουν συχνά με μια… σούμα της ζωής τους. Η «Ελπίδα» όχι. Αντιθέτως, το βιβλίο εστιάζει περισσότερο στον ηθικό βηματισμό του Φραγκίσκου παρά στην ιστορική αλληλουχία των γεγονότων.
Ο Πάπας Φραγκίσκος σε τοίχο του Μπουένος Αϊρες. (©AP Photo/Mario De Fina)
Οι ιστορίες κινούνται πέρα δώθε, σε ένα αφηγηματικό πηγαινέλα, διατρέχοντας παιδικές αναμνήσεις στη γειτονιά Φλόρες του Μπουένος Αϊρες, απροσδόκητες στιγμές τρυφερότητας κατά τις παπικές επισκέψεις, όπως στην Κινσάσα του Κογκό, όπου ένα κορίτσι 17 ετών τού είχε μιλήσει για τον Γολγοθά του βιασμού της από τα 14 από τους αντάρτες.
«Εχω σοκαριστεί, μένω σιωπηλός μπροστά σ’ εκείνη την άβυσσο οδύνης. […] Στην Κινσάσα φιλώ χέρια και πόδια ακρωτηριασμένα».
Ο Πάπας Φραγκίσκος κατά τη διάρκεια γεύματος με άστεγους, μετανάστες, ανέργους και φτωχούς, στην Αίθουσα Παύλου ΣΤ΄ στο Βατικανό, την Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2019. (©AP Photo/Alessandra Tarantino)
Δεν θα βρει κανείς ίντριγκες του Βατικανού, ούτε έναν απολογισμό των μεταρρυθμίσεων. Τα απομνημονεύματα του Φραγκίσκου φέρουν τη μορφή αυτού που ο ίδιος έχει συχνά επαινέσει: una cultura dell’incontro – μια κουλτούρα της συνάντησης.
«Η κουλτούρα της συνάντησης απαιτεί να είμαστε διατεθειμένοι όχι μόνο να δίνουμε, αλλά και να δεχόμαστε από τους άλλους, και μας παρακινεί να βγούμε από τον εαυτό μας και να γίνουμε προσκυνητές».
Οι άνθρωποι που θυμάται είναι πληγωμένοι, ξεχασμένοι, περιθωριακοί. Η θεολογία του αναδύεται όχι με δηλώσεις αλλά με εικόνες.
Πιστή προσεύχεται μέσα στη Βασιλική του Σαν Χοσέ ντε Φλόρες, μετά την ανακοίνωση του θανάτου του Πάπα Φραγκίσκου από το Βατικανό. (©REUTERS/Martin Cossarini)
«Η πραγματικότητα φαίνεται καλύτερα από την περιφέρεια παρά από το κέντρο. Σε αυτήν περιλαμβάνεται και η πραγματικότητα ενός ανθρώπου, η υπαρξιακή του περιφέρεια».
Η «Ελπίδα» είναι η καρδιά της παποσύνης του Φραγκίσκου, που έβλεπε την Εκκλησία όχι ως φρούριο, αλλά ως νοσοκομείο του πεδίου της μάχης. Τα απομνημονεύματα είναι γεμάτα από αυτά τα νοσοκομεία πεδίου – συναντήσεις όπου η δύναμη ενός εκκλησιαστικού άνδρα εξαϋλώνεται στην ακρόαση, στην παρουσία, στη συνενοχή στον πόνο.
«Κάθε ιστορία έκρυβε ένα δράμα. Κάθε δράμα διηγείτο μια ιστορία. Μερικές φορές με αίσιο τέλος».
Ακόμα και η γλώσσα του αντανακλά αυτό. Είναι οικεία, λιγότερο φιλτραρισμένη από τις εγκυκλίους του. Το βιβλίο διαβάζεται σαν μια πράξη πνευματικής συμπόρευσης με τον αναγνώστη, όχι σαν διδασκαλία. Ο εξομολογητής γίνεται εξομολογούμενος.
«Η έκφραση της πνευματικότητας του Aγίου Ιγνατίου, “να αναζητείτε και να βρίσκετε τον Θεό μέσα σε όλα τα πράγματα”, μπορεί να υλοποιηθεί ακόμα και στις μικρές μας νευρώσεις, αν τις αφήνουμε να φωτίζονται από την ευσπλαχνία Εκείνου. Εχω κι εγώ μερικές: μία από αυτές είναι ότι είμαι λίγο υπερβολικά προσκολλημένος στο περιβάλλον μου».
Ο Πάπας του περιθωρίου
«Ο αποκλεισμός που βασανίζει εκατομμύρια ανθρώπους δεν μπορεί να διαρκέσει για πολύ ακόμη. Η κραυγή τους δυναμώνει και αγκαλιάζει όλη τη γη. Οπως έγραφε ο δον Πρίμο Ματσολάρι, ένας από τους σπουδαίους εφημερίους της Ιταλίας, μορφή προφητική, φωτεινή και “ανεπιθύμητη” για έναν μη κληρικό κλήρο: “Ο φτωχός είναι μια διαρκής διαμαρτυρία ενάντια στις αδικίες μας· ο φτωχός είναι μια πυριτιδαποθήκη. Αν της βάλεις φωτιά, ο κόσμος θα εκραγεί”».
Η παποσύνη του Φραγκίσκου αφορούσε πάντοτε τα περιθώρια της ζωής και των ανθρώπινων κοινωνιών. Στην «Ελπίδα», αυτή η γεωγραφία καθίσταται πιο οικεία. Η αφήγηση του Ποντίφικα επιστρέφει στην παιδική του ηλικία στο Φλόρες, μια εργατική γειτονιά γεμάτη μετανάστες και εντάσεις. Εκεί όπου έμαθε πώς μοιάζει η αξιοπρέπεια όταν κανείς δεν τη βλέπει. Επιστρέφει επίμονα στις αφηγήσεις του παππού του, που του έμαθε τη φρίκη του πολέμου και τι αφήνει πίσω του ένας πόλεμος, όπως Α΄ Παγκόσμιος.
Στο μνημείο θυμάτων της ατομικής βόμβας στο Ναγκασάκι, το 2019. (©AP Photo/Gregorio Borgia)
«Τι αφήνει πίσω του ένας πόλεμος, τελικά; Τον μακάβριο απολογισμό του, πάνω απ’ όλα. […] Αδικία πάνω στην αδικία. […] Συνήθως τους σπόρους για μια νέα σύγκρουση, για περισσότερη βία, για περισσότερα λάθη και φρικαλεότητες. […] Το μίσος σκοτώνει την ψυχή. Γι’ αυτό πρέπει να αντιδρούμε με αποφασιστικότητα σε κάθε νοοτροπία αποκλεισμού, ξενοφοβίας, απομονωτισμού και, ακόμα χειρότερα, μίσους. […] Και τα όπλα, όλα τα όπλα, δεν είναι μονάχα αγγελιαφόροι θανάτου: είναι και θερμόμετρο της αδικίας. […] Ο πόλεμος είναι πάντα ακατανόητος. Ο πόλεμος είναι πάντα μια ανώφελη σφαγή. Με πονούσε και με πονάει, τον νιώθω στη σάρκα μου».
Ευχαριστώ – Παρακαλώ – Συγγνώμη
Εξ ου και ο Πάπας Φραγκίσκος είχε πάντοτε ως πυξίδες το «ευχαριστώ», το «παρακαλώ» και τη «συγγνώμη» – και, βέβαια, τη θεία χάρη της ευγένειας. Ο ίδιος πίστευε ότι, αν δεν συγχωρέσουμε, δεν θα συγχωρεθούμε· αν δεν αγαπήσουμε, δεν θ’ αγαπηθούμε.
«Ηταν και αυτό, πολύ απλά, το νόημα του “καλησπέρα”, που απεύθυνα σε έναν έναν ξεχωριστά τους αδελφούς και τις αδελφές όταν, στις 13 Μαρτίου 2013, βγήκα για πρώτη φορά στον εξώστη του Αγίου Πέτρου ως επίσκοπος Ρώμης, επίσκοπος που οι αδελφοί μου καρδινάλιοι είχαν φτάσει σχεδόν στην άκρη του κόσμου για να με φέρουν εκεί».
Ο τότε καρδινάλιος της Αργεντινής Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο φιλάει το πόδι του Κριστιάν Μαρσέλο Ρεϊνόσο κατά τη διάρκεια Λειτουργίας με νέους που προσπαθούν να ξεπεράσουν τον εθισμό τους στα ναρκωτικά, στο Μπουένος Αϊρες της Αργεντινής, Πέμπτη 20 Μαρτίου 2008. (©AP photo)
Οι αναφορές στην πολυπολιτισμική και πολυθρησκευτική γειτονιά του Μπουένος Αϊρες φανερώνουν τις βάσεις που είχε πάρει ώστε να μεταμορφωθεί, θα έλεγε κανείς, σε μιαν ανοιχτή αγκαλιά για όλους.
«Στη γειτονιά, κανονικότητα ήταν οι διαφορές και υπήρχε αλληλοσεβασμός. […] Οπως και η υπαίθρια αγορά, η συνοικία ήταν μια πολυπληθής και πολυποίκιλη ανθρωπότητα. Εργατική, βασανισμένη, αφοσιωμένη, κεφάτη».
Μια αγκαλιά που για μια στιγμή είχε ο ίδιος κλείσει όταν είχε πάει να τον επισκεφθεί μία πολύ παλιά του φίλη όταν έγινε πρύτανης στο Ανώτατο Κολέγιο του Σαν Μιγκέλ στην Κόρδοβα και ο ίδιος είχε ζητήσει να της μεταφέρουν ότι είχε δουλειά. Οπως εξομολογείται στην «Ελπίδα»,
«Ηταν μια ελαφρότητα που για καιρό δεν συγχώρησα στον εαυτό μου. […] Η συγχώρεση δεν είναι προδοσία ούτε αδυναμία, κάθε άλλο».
Και ο ίδιος το παραδέχεται:
«Είμαι αμαρτωλός. Αυτός είναι ο πιο ορθός ορισμός. Και δεν είναι τρόπος του λέγειν, λεκτικό κατασκεύασμα, στοιχείο λογοτεχνίας, θεατρική ατάκα. Είμαι σαν τον Ματθαίο στον πίνακα του Καραβάτζο: ένας αμαρτωλός στον οποίο έστρεψε το βλέμμα Του ο Κύριος».
Και εφαρμόζει την εξομολόγηση, αφήνοντας υπονοούμενα για τους «σκληρούς» της Εκκλησίας:
«Οι άνθρωποι ευλογούνται, όχι οι σχέσεις. Είναι η βούληση να μην επηρεαζόμαστε από ειδικές συνθήκες και καταστάσεις, γυρίζοντας την πλάτη σε όσους ζητούν φώτιση και ευλογία. Ολοι στην Εκκλησία είναι ευπρόσδεκτοι, και οι διαζευγμένοι και οι ομοφυλόφιλοι και οι τρανσέξουαλ. […] Η αντίσταση στα ανοίγματα των ποιμένων συχνά αποκαλύπτει […] την υποκρισία. […] Παράδοση σημαίνει να πηγαίνουμε μπροστά. […] Προχωρώ μπροστά σημαίνει αλλάζω».
Εσωτερική απογύμνωση
Κι όμως, αν υπάρχει μια αθέατη διαδρομή σε όλη την αφήγηση του Ποντίφικα, αυτή είναι η διαδρομή προς την εσωτερική απογύμνωση. Το κείμενο δεν κορυφώνεται· πλέει. Ο Πάπας μιλά λιγότερο για τις εξουσίες που κατέχει και περισσότερο για τις ευθραυστότητες που τον συντροφεύουν.
©AP Photo/Alessandra Tarantino
Σε μία από τις πιο στοχαστικές σελίδες του βιβλίου, σημειώνει:
«Πάντα με συντρόφευε στη ζωή μου η μελαγχολία, όχι διαρκώς βέβαια, πάντως ήταν ένα κομμάτι της ψυχής μου, ένα συναίσθημα που με συνόδεψε και που έμαθα να το αναγνωρίζω. […] Ομως πρέπει να αποφεύγουμε πάση θυσία να βυθιζόμαστε στη μελαγχολία, να μην της επιτρέπουμε να μας αρρωσταίνει την καρδιά. […] Η δυσθυμία δεν είναι ποτέ σημάδι αγιότητας, κάθε άλλο».
Δεν είναι η μόνη στιγμή όπου αποσύρει την παπική λαλιά και εμφανίζεται ο άνθρωπος. Μιλά για την υπόσχεση που έδωσε το 1990 να μην ξαναδεί τηλεόραση:
«Δεν βλέπω τηλεόραση από το 1990, σεβόμενος έναν όρκο που έδωσα στην Παναγία της Καρμήλου, τη νύχτα της 15ης Ιουλίου εκείνου του χρόνου. […] Εκείνη την υπόσχεση ελάχιστες φορές την αθέτησα: τη μέρα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, για παράδειγμα, ή της πτώσης του αεροπλάνου στο Μπουένος Αϊρες το 1999, κάνα-δυο ακόμα».
Ακόμα και σε αυτήν την αφήγηση μικρής λεπτομέρειας, διακρίνει κανείς ένα είδος εσωτερικής πειθαρχίας. Μιας μοναχικής, οριακά μοναστικής, συνέπειας. Αλλά και κάτι άλλο: την απομάκρυνση από τις εικόνες ενός κόσμου που πληγώνει. Η μελαγχολία αυτή διαπλέκεται και με την τρυφερότητα. Για την Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, για παράδειγμα, γράφει:
«Είναι όλοι τους καθημερινά στις σκέψεις μου, στις προσευχές μου, κάποιες φορές και στο κλάμα μου».
Ο Πάπας Φραγκίσκος κλαίει μιλώντας για την Ουκρανία, καθώς παρευρίσκεται στην προσευχή για τον εορτασμό της Αμωμης Σύλληψης στην Πιάτσα ντι Σπάνια στη Ρώμη, στις 8 Δεκεμβρίου 2022. (©REUTERS/Yara Nardi)
Ισως εκεί βρίσκεται η πιο θεμελιακή διαφορά του Φραγκίσκου από τους προκατόχους του: μια πνευματικότητα που δεν αποστρέφεται το τραύμα, αλλά το κάνει προσευχή.
Αλλά η αφήγηση δεν είναι μόνο πένθος. Είναι και χαρά. Είναι, τελικά, μια μακρά εκπαίδευση στην ταπεινότητα – ακόμα και στο γέλιο:
«Για όλα εμάς τα αδέλφια, μια διαπαιδαγώγηση στην έννοια της χαράς, σε μια υγιή ειρωνεία, στο αστείο, θεωρείτο κάτι σημαντικό. […] Η ειρωνεία είναι φάρμακο, όχι μόνο για να ανεβάζουμε ψυχολογικά και να φωτίζουμε τους άλλους, αλλά και για τον εαυτό μας, γιατί ο αυτοσαρκασμός είναι ισχυρό εργαλείο για να νικήσουμε τον πειρασμό του ναρκισσισμού. […] Το χιούμορ είναι επίσης γνήσια σοφία. Και είναι και ανθρώπινη σχέση, γιατί είναι εύκολο να γελάμε μαζί και σχεδόν αδύνατον να γελάμε μονάχοι».
Η ειρωνεία ως φάρμακο, ο αυτοσαρκασμός ως ανάχωμα απέναντι στον ναρκισσισμό. Είναι αποστάγματα βαθιάς, σχεδόν πατερικής σοφίας. Και είναι μέρος αυτού του διαφορετικού τρόπου να σκέφτεται την πίστη:
«Ο νους δεν μπερδευόταν, ίσα ίσα που άνοιγε διάπλατα, ανοιγόταν σ’ έναν απέραντο ανθρωπισμό».
©AP Photo/Gregorio Borgia
Τα σκάνδαλα των άλλων και οι υπόνοιες για τα δικά του
Οταν μιλά για τα σκάνδαλα κακοποίησης, δεν προσπαθεί να εξηγήσει. Δεν υπερασπίζεται. Γράφει με οργή:
«Βρήκα έναν τρόπο να πω ότι ο αντίλαλος της βουβής κραυγής των μικρών παιδιών, τα οποία αντί να βρουν στο πρόσωπο εκείνων πατρική στοργή και πνευματική καθοδήγηση βρήκαν δήμιους, θα κάνει να τρέμουν οι αναισθητοποιημένες από την υποκρισία και την εξουσία καρδιές».
Είναι ίσως η πιο βίαιη φράση σε ολόκληρο το βιβλίο – και μεταφέρεται με τόνο που δεν αφήνει περιθώριο για συμψηφισμούς. Εδώ, ο Πάπας δεν είναι διαμεσολαβητής. Είναι προφήτης.
©AP Photo/Alessandra Tarantino
Αλλά αν η «Ελπίδα» προσφέρει τον παπικό τόνο, αντηχεί επίσης και ορισμένες σιωπές. Πριν από σχεδόν δύο δεκαετίες, το «El Silencio», ένα καυστικό βιβλίο του δημοσιογράφου Χοράσιο Βερμπίτσκι, κατηγόρησε τον τότε καρδινάλιο Μπεργκόλιο για συνενοχή με τη στρατιωτική δικτατορία της Αργεντινής. Η υπόθεση επικεντρώθηκε σε δύο Ιησουίτες ιερείς, τον Ορλάνδο Γιόριο και τον Φραντς Γιάλιτς, οι οποίοι απήχθησαν το 1976. Ο Βερμπίτσκι ισχυρίστηκε ότι ο καρδινάλιος του Μπουένος Αϊρες, τότε επαρχιακός προϊστάμενος των Ιησουιτών στην Αργεντινή, είχε αποσύρει την προστασία του.
Ο Φραγκίσκος έχει από καιρού, έτσι κι αλλιώς, αρνηθεί τους ισχυρισμούς. Ο ίδιος ο Γιάλιτς, πριν από τον θάνατό του, δήλωσε δημοσίως ότι συμφιλιώθηκε με τον Μπεργκόλιο και δεν πίστευε πλέον ότι τον είχε προδώσει. Αλλά για χρόνια, η σκιά παρέμενε: γιατί ο άνθρωπος που τώρα γιορτάζεται για τη συμπόνια του παρέμεινε δημόσια σιωπηλός για τόσο πολύ καιρό;
Στην «Ελπίδα», ο Φραγκίσκος επιτέλους την αντιμετωπίζει – όχι με νομική ακρίβεια, αλλά με τον δικό του τρόπο, κατεβάζοντας τους τόνους.
«Δοκίμασα τα πάντα. Μέχρι και να τελέσω λειτουργία προς τιμήν του Βιδέλα. […] Θέλω να επιστρέψουν ζωντανοί».
Δεν κατονομάζει τον Βερμπίτσκι, ασφαλώς. Ούτε καταρρίπτει τις κατηγορίες με σημείο προς σημείο αντίκρουση. Αντιθέτως, αναδιατυπώνει την εμπειρία ως εμπειρία αδυναμίας. Μιλάει για φίλους που βασανίστηκαν, για άλλους που εξαφανίστηκαν. Για την εποχή του φόβου που φίμωνε ακόμα και όσους ήθελαν να φωνάξουν.
«Καταβροχθίζουν τον λαό μου σαν να ήταν ψωμί».
Η λεπτότητα είναι εντυπωσιακή. Η «Ελπίδα» δεν είναι κατ’ ουδένα τρόπο απάντηση στο «El Silencio». Μετατοπίζει, όπως όλα δείχνουν, το πλαίσιο από τη συνενοχή στην πνευματική ασάφεια, από την πολιτική ιστορία στην ποιμενική αναμέτρηση. Ο Φραγκίσκος δεν υπερασπίζεται κάθε πράξη. Απλώς ζει μαζί τους.
Η παρακαταθήκη
Αυτό που μένει, λοιπόν, δεν είναι μια κληρονομιά που σφραγίζεται με θρίαμβο. Η «Ελπίδα» δεν επιχειρεί να λύσει ερωτήματα και σκοτεινά σημεία. Δεν κλείνει τις συζητήσεις που ταλανίζουν την Εκκλησία. Δεν γυαλίζει την εικόνα του Πάπα. Αν μη τι άλλο, εξανθρωπίζει τις αβεβαιότητές του.
©AP Photo/Andrew Medichini
«Ενας βοσκός πρέπει να μυρίζει τα πρόβατά του», είπε κάποτε ο Φραγκίσκος. Στην «Ελπίδα», τα πρόβατα είναι συχνά πληγωμένα, μπερδεμένα, μισοχαμένα. Το ίδιο και ο βοσκός. Αλλά αυτό που αναδύεται είναι μια Εκκλησία όχι της καθαρότητας αλλά της παρουσίας.
«Πρέπει να είμαστε ταπεινοί, ν’ αφήνουμε χώρο στον Κύριο, όχι στην ψεύτικη σιγουριά μας. Δεν είναι αδυναμία η στοργή: είναι αληθινή δύναμη. Είναι ο δρόμος που διήνυσαν οι πιο δυνατοί και θαρραλέοι άνθρωποι. Ας τον διανύσουμε, λοιπόν, ας αγωνιστούμε με στοργή και με θάρρος. Διατρέξτε τον, αγωνιστείτε με στοργή και θάρρος… Εγώ είμαι ένα βήμα μοναχά».