Το χωριό Μιά Μηλιά που εφάπτεται της Λευκωσίας στην περιοχή ΣΟΠΑΖ, στις 14 Αυγούστου του 1974 βρέθηκε στο επίκεντρο της επίθεσης των στρατευμάτων εισβολής καθώς ήταν επί της γραμμής κατάπαυσης του πυρός της πρώτης εκεχειρίας. Μόλις έσπασε η γραμμή το πρωί της 14ης Αυγούστου, κάτοικοι του χωριού καθώς και στρατιώτες βρέθηκαν περικυκλωμένοι από Τούρκους στρατιώτες, ανήμποροι να διαφύγουν ή να αντιδράσουν. Υπήρξαν βαριές απώλειες ενώ πολλοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι και μεταφέρθηκαν στη συνέχεια στην Τουρκία.
Για την κόλαση που έζησαν εκείνη την πρώτη μέρα της 2ης φάσης της εισβολής, θα αφήσουμε την αφήγηση στον Κώστα Γιάννακα από τη Μια Μηλιά και σήμερα στη Λεμεσό. Πρόκειται για ένα 17χρονο τότε παιδί που πέρασε μπροστά από εκτελεστικό απόσπασμα αλλά τον έσωσε από του Χάρου τα δόντια ένας καλός Τούρκος (το θέτω σε αντιπαραβολή ακραίο «Καλός Τούρκος, ο νεκρός Τούρκος», του ΕΛΑΜ και συχνά και της ΕΦ) δεκανέας του τουρκικού στρατού, ο Μεχμέτ Μερτζάν από την Κωνσταντινούπολή, που από τις μαρτυρίες προκύπτει ότι έσωσε πολλούς. Με τον Κώστα συναντηθήκαμε 33 χρόνια μετά, τον Μάρτη του 2007, με αφορμή το γεγονός ότι είχαμε εντοπίσει στην Πόλη τον Μερτζάν, ο οποίος του είχε στείλει κι ένα μήνυμα. «Θέλω να μου τα πεις όλα», είπα προστακτικά. "Από την αρχή; Μα είναι πολλές οι περιπέτειες". Ο χρόνος τώρα είναι σύμμαχος τού απάντησα και φύγαμε για τις 14 Αυγούστου του 1974.
Με τον Κώστα Γιάννακα συναντηθήκαμε 33 χρόνια μετά, τον Μάρτη του 2007, με αφορμή το γεγονός ότι είχαμε εντοπίσει στην Πόλη τον Μεχμέτ Μερτζάν (φωτο), ο οποίος του είχε στείλει κι ένα μήνυμα.
Έσπασε η γραμμή
Ανάβει τσιγάρο, κατεβάζει μια γεμάτη γουλιά καφέ, συνοφρυώνεται λες κι ήθελε να πάρει δύναμη και μπαίνει στο παρελθόν. "Γύρω στις έξι το πρωί έσπασε η γραμμή έξω από τη Μια Μηλιά. Εγώ είχα βγάλει τη νύχτα με τους στρατιώτες. Μόλις έσπασε η γραμμή έτρεξα στο χωρίο, στο σπίτι του παππού μου του παπά-Κωνσταντίνου. Εκεί ήταν οι γονείς μου και τα τέσσερα μου αδέλφια. Τους είπα ότι πρέπει να φύγουμε αλλά ο παππούς επειδή είχε τον γιο, τον Σοφοκλή, με ειδικές ανάγκες που σκότωσαν, όπως ήδη γράψατε οι Τούρκοι, είπε ότι θα μείνει με την παπαδιά στο χωριό. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο του πατέρα μου και κατευθυνθήκαμε προς τις μάντρες του Καϊμακλίου. Εκεί είχαν μαζευτεί ήδη περίπου 300 άνθρωποι από τα γύρω χωριά, αφού υπολόγισαν ότι τα κατοχικά στρατεύματα θα έφταναν μέχρι τον παλιό δρόμο. Εγώ επέμενα να φύγουμε να πάμε προς το ΣΟΠΑΖ που ήταν 200 μέτρα παρακάτω αλλά οι δικοί μου ήθελαν να μείνουμε μαζί με τους υπόλοιπους".
“Το σούρουπο εμφανίστηκαν Τ/κ με στρατιωτικές φόρμες. Κρατούσαν λίστες και αναζητούσαν ονομαστικά κάποιους Ε/κ. Από τους 150 άντρες που ήμασταν πήραν μια ομάδα από 6-7, μπορεί και 10 και τους πήγαν πιο κάτω να μην τους βλέπουμε. Σε λιγότερο από μισή ώρα ακούσαμε πυροβολισμούς".
"Ελληνικά" τανκς
Ανάβει άλλο τσιγάρο. Η γυναίκα του Βενεδίνα, Βουλγάρα την καταγωγή, αφού έβαλε το παιδάκι τους για ύπνο έρχεται και κάθεται δίπλα του στον καναπέ και τον ακούει με δέος. Ο Κώστας όπως μας είχε προηγουμένως πληροφορήσει είχε στα 49 του χρόνια κάμει 4 γάμους και είχε πέντε παιδιά. Το τελευταίο 3 χρονών με τη Βενεδίνα. Η γεμάτη γουλιά του αχνιστού καφέ έμοιαζε σαν καύσιμο για τη συνέχεια της αφήγησης: "Σε λίγο άρχισαν να περνούν από δίπλα μας τανκς χωρίς να σταματήσουν με κατεύθυνση προς την Αμμοχώστου. Επειδή τα τανκς δεν είχαν διακριτικά, άρχισε μια συζήτηση αν είναι ελληνικά ή τουρκικά. Εγώ επειδή είδα τα τανκς όταν έσπαζε η γραμμή, να είναι σειρά στις Χαμίτ Μάντρες, τους είπα ότι είναι τουρκικά, όμως ήμουν νεαρός και οι πιο θερμόαιμοι δεν με πίστευαν. Επέμεναν ότι ήταν ελληνικά. Τα τανκς προχωρούσαν και έκαναν μια φάλαγγα με το ένα να απέχει από τα άλλο 500 περίπου μέτρα. Ήταν καθαρό ότι έκοβαν τη γραμμή. Ένας τότε, στρατιώτης, αποφάσισε ότι είναι ελληνικά και είπε ότι θα πάει να δει. Ξεκίνησε να κινείται προς το άρμα και φώναζε του άντρα στον πυργίσκο. Εκείνος δεν απαντούσε παρά μόνο του έγνεφε με το χέρι να πλησιάσει. Μόλις έφτασε κι ακούμπησε στην ερπύστρια, ο Τούρκος έβγαλε το πιστόλι και τον σκότωσε. Τότε πάγωσαν όλοι. Και οι ισχυρογνώμονες πείστηκαν ότι τα τανκς ήταν τουρκικά".
"Εμείς μείναμε δεμένοι, νηστικοί και διψασμένοι στο χωράφι από τις 3 μ.μ. που μας συνέλαβαν μέχρι την άλλη μέρα την ίδια περίπου ώρα όταν ήρθαν τα λεωφορεία. Σχεδόν όλοι βρέξαμε τα παντελόνια μας αφού ούτε για τις φυσικές μας ανάγκες δεν μας άφηναν να σηκωθούμε. Ήταν μαρτύριο”…
Λίστες εκτέλεσης
"Σε μια περίπου ώρα, γύρω στις 3 μ.μ., ήρθε το τουρκικό πυροβολικό, μας περικύκλωσαν και μας αιχμαλώτισαν. Έβαλαν τα γυναικόπαιδα στις μάντρες και τους άντρες μας έδεσαν τα χέρια και μας άφησαν στο διπλανό χωράφι. Το σούρουπο εμφανίστηκαν Τ/κ με στρατιωτικές φόρμες που ήταν μάλιστα και αξιωματικοί. Κρατούσαν λίστες και αναζητούσαν ονομαστικά κάποιους Ε/κ. Από τους 150 άντρες που ήμασταν πήραν μια ομάδα από 6-7, μπορεί και 10 και τους πήγαν πιο κάτω να μην τους βλέπουμε. Σε λιγότερο από μισή ώρα ακούσαμε πυροβολισμούς". Τον ρώτησα αν ήξερε κάποιον από εκείνους. Απάντησε καταφατικά: ''Ήξερα τον Γιώργο Μίθυλλο από τη Μιά Μηλιά, είναι συγγενής μου".
Η μαύρη μερσεντές
Δραματικές ώρες που η αφήγηση αδυνατεί να αποδώσει: "Εμείς μείναμε δεμένοι, νηστικοί και διψασμένοι στο χωράφι από τις 3 μ.μ. που μας συνέλαβαν μέχρι την άλλη μέρα την ίδια περίπου ώρα όταν ήρθαν τα λεωφορεία. Σχεδόν όλοι βρέξαμε τα παντελόνια μας αφού ούτε για τις φυσικές μας ανάγκες δεν μας άφηναν να σηκωθούμε. Ήταν μαρτύριο. Έφεραν λοιπόν κάμποσα λεωφορεία το απόγευμα της 15ης Αυγούστου για να μας μεταφέρουν κάπου. Μας έβαλαν όλους μέσα και στη συνέχεια ένας Τούρκος κατέβασε εμένα, τον Άγγελο Χριστοδούλου και τον Μάκη Σεργίδη. Ήμασταν με δεμένα τα χέρια και τα μάτια. Οι Τούρκοι κάτι συζητούσαν έντονα. Σε λίγο έφτασε μια μαύρη μερσεντές και μας έβαλαν μέσα και μπήκαν δεξιά κι αριστερά δύο Τούρκοι στρατιώτες. Έξω συζητούσαν ο μεγάλος Τούρκος αξιωματικός, ο Τ/κ αξιωματικός και ένας δεκανέας (ο Μεχμέτ Μερτζάν). Τους έβλεπα κάτω από το ρούχο όταν έγερνα πίσω το κεφάλι. Μετά μας ανέκριναν μέσα στο αυτοκίνητο.
Τον Άγγελο, που ήταν στρατιώτης τον ρώτησαν για το τάγμα του, τον διοικητή του, τι όπλο κρατούσε και πώς βρέθηκε εκεί. Τους είπε ότι όταν έσπασε η γραμμή έφυγε και βρέθηκε εκεί. Στη συνέχεια άρχισαν να ανακρίνουν τον Μάκη Σεργίδη, (γιο τέως προέδρου της Επιτροπής Αγνοουμένων), ο οποίος ήταν υπαξιωματικός και είχε βγάλει τα διακριτικά αλλά φαίνονταν τα σημάδια στο πουκάμισο. Όταν τους είπε ότι ήταν απλός στρατιώτης τον χτύπησαν άγρια. Μετά άρχισαν να ανακρίνουν εμένα. Τους είπα ότι είμαι μαθητής, ότι ήμουν 17 χρονών (γεννήθηκα 25/2/57) αλλά επειδή φορούσα καφέ ρούχα νόμισαν ότι ήμουν στρατιώτης. Με ρώτησαν αν σκότωσα αλεξιπτωτιστές και πόσους. Εξήγησα ότι ήμουν μαθητής και ότι έφτασα εδώ μετά που άρχισαν να βομβαρδίζουν το χωριό μου. Εκεί έγινε και η μεγάλη συζήτηση για την ηλικία μου και κατά πόσον ήμουν στρατεύσιμος, μεταξύ του Τούρκου αξιωματικού, του Τ/κ αξιωματικού και του δεκανέα, του Μεχμέτ Μερτζάν.
Ο τελευταίος άνοιξε την πόρτα της μερσεντές, με τράβηξε έξω, με ανέβασε στο λεωφορείο και με έβαλε δίπλα στον πατέρα μου. Στη συνέχεια κατέβασε έναν άλλο χωριανό μας. Ο παχουλός, όπως τον περιγράφει ο Μερτζάν, ήταν ο Νίκος Κολοκάσης, θείος μου - κατ' ακρίβεια, εξάδελφος του πατέρα μου. Τον κατέβασε και τον πήγε στη μερσεντές - όπου στη συνέχεια πήγαν και τον ιερέα Θεόκλητο Κυριάκου, τον οποίον όμως τράβηξε έξω και έσωσε ο Τούρκος αξιωματικός. Τελικά με τη μερσεντές πήγαν μόνο τους τρεις, τον Άγγελο Χριστοδούλου, τον Μάκη Σεργίδη και τον Νίκο Κολοκάση που είναι μέχρι σήμερα αγνοούμενοι. Όταν μας πήγαν στις φυλακές του Σεραγίου, έψαξα και ρώτησα Τουρκοκύπριους αλλά δεν ήξεραν οτιδήποτε για το θείο μου τον Κολοκάση"...
"Γύρω στις έξι το πρωί της 14ης Αυγούστου, έσπασε η γραμμή έξω από τη Μια Μηλιά. Εγώ είχα βγάλει τη νύχτα με τους στρατιώτες. Μόλις έσπασε η γραμμή έτρεξα στο χωρίο, στο σπίτι του παππού μου του παπά-Κωνσταντίνου. Εκεί ήταν οι γονείς μου και τα τέσσερα μου αδέλφια. Τους είπα ότι πρέπει να φύγουμε» αφηγείται ο Κώστας Γιάννακας!
Στο δρόμο προς τα Άδανα
''Στο Σεράι μας κράτησαν μια βδομάδα. Στη συνέχεια μας έβαλαν στα λεωφορεία να μας πάνε στην Κερύνεια για να μας στείλουν στην Τουρκία. Εγώ ήμουν στο τελευταίο λεωφορείο. Εκεί στην Κερύνεια το καράβι γέμισε κι εμάς μας έστρεψαν πίσω στη Λευκωσία, στο γκαράζ "Παυλίδη". Τον πατέρα μου τον πήγαν στην Αμάσεια. Σε δύο βδομάδες έφεραν περίπου 800 Ε/Κ αιχμαλώτους από την Καρπασία και έγινε το αδιαχώρητο. Χίλια άτομα σε ένα χώρο 400 τετραγωνικών μέτρων. Αύγουστος, κατακαλόκαιρο, με δύο μόνο τουαλέτες. Αντιλαμβάνεστε το μαρτύριο. Εμάς στη συνέχεια μας φόρτωσαν και πάλι στα λεωφορεία και μας πήγαν στο καράβι και από κει στα Άδανα".
Τόχνη και μαρτύριο
"Όταν μας έβαλαν στα λεωφορεία για να μας πάνε στην Κερύνεια έφτασε το μήνυμα ότι οι δικοί μας σκότωσαν δεκάδες Τ/κ στην Τόχνη. Μπήκε μέσα στο λεωφορείο ένας Τ/κ και μας είπε: "Τωρά κατύσιη σας". Τότε μέσα στο λεωφορείο έπεσε άγριο ξύλο, μας έσβηναν τσιγάρα στα κορμιά μας και μας κτυπούσαν με τους υποκόπανους των όπλων. Και όταν μας κατέβασαν για να μας βάλουν στο καράβι συνέχισαν να μας κακοποιούν. Και μέσα στο αμπάρι του πλοίου ζήσαμε μια κόλαση. Αν δεν ήμασταν δηλωμένοι στον Ερυθρό Σταυρό, δεν θα γλυτώναμε. Θα μας έτρωγε το μαύρο χώμα. Μα και στις λίστες που είχαν γράψει οι Τ/κ αξιωματικοί που ήταν το δεξί χέρι των Τούρκων αξιωματικών, και έπαιρναν κόσμο και εκτελούσαν, οι περισσότεροι που ήταν τα ονόματά τους γραμμένα για να τους σκοτώσουν ήταν Ε/κ, με τους οποίους είχαν λογαριασμούς από το 1963. Είτε που είχαν σκοτώσει Τ/κ είτε που είχαν πειράξει περιουσίες είτε, είτε, είτε... Ξέρουμε κι εμείς από τις περιοχές τις δικές μας ποιους είχαν γραμμένους στις λίστες...".
Η γεμάτη γουλιά του αχνιστού καφέ έμοιαζε σαν καύσιμο για τη συνέχεια της αφήγησης: "Σε λίγο άρχισαν να περνούν από δίπλα μας τανκς χωρίς να σταματήσουν με κατεύθυνση προς την Αμμοχώστου. Επειδή τα τανκς δεν είχαν διακριτικά, άρχισε μια συζήτηση αν είναι ελληνικά ή τουρκικά.
Η επιστροφή
''Στα Άδανα μείναμε - νομίζω - πέντε μέρες. Αν μας άφηναν περισσότερες μέρες ή θα πεθαίναμε ή θα γυρνούσαμε πίσω τρελοί, σαλεμένοι. Εκτός από τις κακουχίες, μας έδιναν μια φέτα ψωμί και τέσσερις ελιές, δυο φορές την ημέρα. Πρωί και μεσημέρι. Το τι πόλεμος γινόταν και το τι ξύλο έπεφτε μεταξύ μας, όταν έφευγαν οι δεσμοφύλακες, για τα ψίχουλα που έπεφταν στο πάτωμα όταν μας μοίραζαν το ψωμί, δεν λέγεται.
Ήταν ώρες και μέρες αλγεινές. Φτάσαμε να γλείφουμε εντελώς τα κουκούτσια των ελιών και μετά τα τρίβαμε στο τσιμεντένιο πάτωμα για να ρουφήξουμε ό,τι υπήρχε μέσα. Ήταν εφιαλτικές μέρες. Μετά, στις πέντε μέρες, φόρτωσαν μαθητές και καθηγητές, δύο λεωφορεία κόσμο και μας έφεραν στην Κύπρο. Μας πήγαν στην "Παλαίστρα", ένα χώρο με ξύλινες κερκίδες. Εκεί μείναμε δύο μέρες και στη συνέχεια μας έφεραν στο Λήδρα Πάλας. Ήταν 26-27 του Σεπτέμβρη και από εκεί μας πήγαν στην ξενοδοχειακή Σχολή. Κάναμε μπάνιο, μας έδωσαν ρούχα και από τρεις λίρες στον καθένα. Αυτό είναι το μόνο "επίδομα" που πήρα ως αιχμάλωτος πολέμου...".
Ο Κώστας Γιάννακας μας υποδέχθηκε στο σπίτι του στη Λεμεσό και ξετύλιξε το κουβάρι των εφιαλτικών εικόνων εκείνων ημερών που έσπασε η γραμμή στη Μια Μηλιά.
Μήνυμα στον Μερτζάν
Ο Κώστας τέλειωσε την αφήγηση του, αναστέναξε βαθιά λες κι έφυγε ένα βάρος από το στήθος του και πήρε ένα πιο ήπιο ύφος. "Τώρα τι;" τον ρωτάω. "Τώρα θέλω κι εγώ να στείλω ένα μήνυμα στον Μεχμέτ Μερτζάν. Θέλω να του πω ένα μεγάλο ευχαριστώ. Μέσα σε εκείνες τις συνθήκες αυτό που έκαμε για μένα φυσικά και δεν χωρά σε ένα ευχαριστώ. Το περιστατικό με τη μερσεντές δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Το σκέφτομαι πολλές φορές ενώ άλλα περιστατικά τα έχω προσπεράσει".
-Όπως;
"Ξέρεις πόσες φορές μας έστησαν στον τοίχο να μας εκτελέσουν εκείνες τις μέρες; Εφτά φορές. Και ο αξιωματικός έτοιμος να δώσει το παράγγελμα. Το στρατόπεδο των καταδρομέων στο ΣΟΠΑΖ για να το καταλάβουν οι Τούρκοι μας έβαλαν εμάς 150 πλάσματα ανθρώπινη ασπίδα μπροστά και προχωρούσαν. Οι δικοί μας αναγκάστηκαν να σταματήσουν να πυροβολούν και εγκατέλειψαν το στρατόπεδο. Είναι εμπειρίες που δύσκολα διαγράφονται. Όμως η μαύρη μερσεντές είναι κολλημένη πάνω στην ψυχή μου...". Τα μάτια του είναι υγρά αλλά η φωνή του δεν σπάει. Συνεχίζει: "Και είναι σημαντικό το γεγονός ότι τα διηγήθηκε σε εσάς ο Μερτζάν. Τώρα που πέρασαν 33 χρόνια και βλέπουμε τα πράγματα με διαφορετικό φακό, άνθρωποι σαν τον Μερτζάν που ξέρουν ενδεχομένως πού χάθηκαν ή σκοτώθηκαν άνθρωποι στον πόλεμο, θα ήταν πολύ καλό να το πουν. Για να βοηθήσουν να βρεθούν έστω και οι τάφοι αγνοουμένων, να γίνουν εκταφές και να πληροφορηθούν οι συγγενείς. Να ησυχάσουν τα πλάσματα. Γι' αυτό είναι μεγάλη η συμβολή του Μεχμέτ Μερτζάν. Να είναι καλά". Ρωτήσαμε τον 50χρονο σήμερα Κώστα Γιάννακα αν θέλει να συναντηθεί με τον Μεχμέτ Μερτζάν: "Φυσικά και θέλω. Άμα προτιμά μπορούμε να τον φιλοξενήσουμε και στην Κύπρο. Θέλω όμως να πω ότι δεν πρέπει κάτι τέτοιο να τύχει πολιτικής εκμετάλλευσης, διότι έτσι θα πολιτικοποιηθεί ξανά το θέμα των αγνοουμένων και θα το χαντακώσουν, όπως γινόταν τόσα χρόνια".
O Μεχμέτ Μερτζάν μπήκε στο Google Earth και εντόπισε την Μια Μηλιά ενώ μας έδειξε επίσης πως κινήθηκαν εκείνη την ημέρα τα τουρκικά τανκς
Οι βιασθείσες και «Το κατηγορώ» του Κώστα Γιάννακα
"Θέλω να γράψεις κι αυτά που θα σου πω τώρα". Η φωνή του Κώστα ακούστηκε σαν διαταγή. "Λέγε" απάντησα: "Για τους αγνοούμενους φταίνε πολλοί. Κυρίως εκείνοι που τόσα χρόνια ήταν επιφορτισμένοι να επιλύσουν το ζήτημα. Το έπαιρναν από γραφείο σε γραφείο και από συνεδρίαση σε συνεδρίαση. Ούτε για τους αιχμαλώτους ενδιαφέρθηκε κανένας τόσα χρόνια ουσιαστικά. Ούτε πολιτεία ούτε κυβερνήσεις. Άμα δεις ανθρώπους που ήταν αιχμάλωτοι θα καταλάβεις και τι σου λέω. Όσοι ήταν μαζί μου και τότε ήσαν 30-40 χρονών και τους βλέπω και σήμερα, έχουν μεγάλα προβλήματα υγείας από τις κακουχίες. Και ψυχολογικά προβλήματα αλλά και προβλήματα διαύγειας πνεύματος...
Με αντιλαμβάνεσαι έτσι; Εμείς αντέξαμε τα βασανιστήρια γιατί ήμασταν νέοι.
Και ακόμα κάτι που είναι εντελώς ασυγχώρητο. Ενώ το κράτος ξέρει ποιες είναι εκείνες οι γυναίκες που βιάστηκαν, ξέρουν τουλάχιστον τις περισσότερες, διότι τότε τις πήγαν στο Γεν. Νοσοκομείο Λευκωσίας και τις περιέθαλψαν, ούτε ενδιαφέρονται για τα προβλήματα υγείας που ακόμα έχουν ούτε για την ψυχική τους υγείας. Τι νομίζουν, ότι οι πληγές εκείνες επουλώθηκαν; Ας τις ρωτήσουν τις ίδιες. Που ήταν κοριτσόπουλα 14, 15, και 16 χρονών και τις βίασαν τόσες φορές. Εγώ ξέρω για να σας λέω. Εκεί που βρισκόμασταν εμείς στις μάντρες στο Καϊμακλί, βίασαν περισσότερες από τις μισές γυναίκες. Ακούγαμε τα ουρλιαχτά τους τη νύχτα όταν εμείς ήμασταν χειροπόδαρα δεμένοι στα διπλανά χωράφια... Ποιος ενδιαφέρεται σήμερα για εκείνες τις γυναίκες;
Και άμα για τους αιχμαλώτους δεν ενδιαφέρονται, πώς θα ενδιαφερθούν για τους αγνοούμενους που δεν υπάρχει κανείς να μιλήσει εκ μέρους τους; Και μη μου πεις ότι μιλούν οι πολιτικοί και οι γραφιάδες, γιατί τριάντα χρόνια ακούσαμε πολλά και είδαμε ελάχιστα. Το κράτος λανθασμένα πολιτικοποίησε το ζήτημα των αγνοουμένων. Και το λάθος το πληρώνουν οι συγγενείς και όχι εκείνοι που το έκαμαν...".
ΑΥΡΙΟ Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΜΕΧΜΕΤ ΜΕΡΤΖΑΝ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛH ΚΑΙ ΤΙ ΜΑΣ ΕΙΠΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΓΙΑΝΝΑΚΑ, ΤΗΝ ΕΙΣΒΟΛΗ ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΕΣΩΣΕ.