Ο Μάρτιος του 2020 σήμανε την έναρξη της πανδημίας COVID-19 στην Κύπρο. Καινούριες λέξεις μπήκαν τότε στο λεξιλόγιό μας: «εγκλεισμός/lockdown», «rapid test» και «δείκτες θετικότητας», σύγκριση εμβολίων και ποσοστών αποτελεσματικότητας. Με τα πρώτα κρούσματα, τα Πανεπιστήμια σταμάτησαν την κανονική λειτουργία τους στις 13 Μαρτίου 2020, ενώ η χώρα μας είχε τον πρώτο εγκλεισμό στις 23 Μαρτίου 2020. Τα Πανεπιστήμια επένδυσαν στις πλατφόρμες για εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση και κατάφεραν μέσα σε λίγες μέρες να μετατρέψουν όλα τα προγράμματα τους σε διαδικτυακά. Τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας ανταποκρίθηκαν άμεσα στην αλλαγή.
Ποιες ήταν οι επιπτώσεις του πρώτου εγκλεισμού στην ποιότητα ζωής της πανεπιστημιακής κοινότητας; Η έρευνα που διεξήχθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας δίνει πολλές απαντήσεις (βλ. επιστημονικά άρθρα Tsangari, H., Michailidou, C., Charalambous, L. and King, C., 2022, 2023). Η έρευνα έγινε διαδικτυακά σε δείγμα 308 ατόμων, κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού (217 φοιτητές/τριες και 91 Ακαδημαϊκοί, 105 άντρες και 203 γυναίκες, με μέση ηλικία τα 28.8 χρόνια).
Πρώτα, εξετάστηκαν οι αλλαγές στις καθημερινές συνήθειες. Υπήρξε σημαντική μείωση στην κατανάλωση αλκοόλ, όπου οι φοιτητές/τριες είχαν μεγαλύτερη μείωση σε σχέση με τους/τις ακαδημαϊκούς: οι κοινωνικοί παράγοντες που σχετίζονται με την κατανάλωση ποτών έλειπαν κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού, ενώ τα μπαράκια και τα εστιατόρια ήταν κλειστά. Αντίθετα, υπήρξε γενική αύξηση στην κατανάλωση καφεΐνης, στο κάπνισμα, αλλά και στις ώρες ύπνου, ιδιαίτερα για τους/τις φοιτητές/τριες. Σημαντικά υψηλότερο ποσοστό ακαδημαϊκών (89%) σε σχέση με φοιτητές/τριες (75%) είχε αλλαγές στην εργασιακή ρουτίνα: οι ακαδημαϊκοί εργάζονταν περισσότερες ώρες και είχαν λιγότερα διαλείμματα κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού σε σχέση με πριν από την πανδημία.
Ο εγκλεισμός επέβαλε έμμεσα στην πανεπιστημιακή κοινότητα μια καθιστική ζωή, παρατεταμένες ώρες μπροστά από τον υπολογιστή και μεγάλες περιόδους αδράνειας. Γύρω στο 46% του δείγματος βίωσε κάποιο σωματικό πόνο, κυρίως στη μέση, τον αυχένα ή ως πονοκέφαλο/ημικρανία. Ο πόνος κυμάνθηκε σε χαμηλά με μέτρια επίπεδα στην κλίμακα μέτρησης (Short Form McGill Pain Questionnaire (SF-MPQ)), ήταν, όμως, στατιστικά μεγαλύτερος κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού, σε σχέση με πριν από αυτόν. Η σωματική επιβάρυνση μειωνόταν σημαντικά με δραστηριότητες όπως περπάτημα ή τρέξιμο.
Όσον αφορά στην ψυχική υγεία, τα επίπεδα κατάθλιψης και άγχους, που μετρήθηκαν με την κλίμακα Hospital Anxiety and Depression Scale (HADS), ήταν σχετικά χαμηλά (ποσοστό 66% παρουσίασε κανονικά επίπεδα άγχους και 60% κανονικά επίπεδα κατάθλιψης), αλλά ένα ποσοστό 17% ανήκε στις «μη φυσιολογικές» περιπτώσεις. Oι φοιτητές/τριες επηρεάστηκαν περισσότερο ψυχολογικά, σε σχέση με τους/τις ακαδημαϊκούς. Η απομόνωση και η μοναξιά στα φοιτητικά δωμάτια, με περιορισμένες εξωτερικές δραστηριότητες έπαιξε σημαντικό ρόλο.
Η πανεπιστημιακή κοινότητα είχε ικανοποιητικό επίπεδο ποιότητας ζωής κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού (κλίμακα EQ-5D-L). Χαμηλότερη ποιότητα ζωής συσχετιζόταν με αυξημένα επίπεδα κατάθλιψης, άγχους και σωματικού πόνου, ενώ η φυσική άσκηση συνέτεινε σε καλύτερη ποιότητα ζωής. Oι φοιτητές/τριες είχαν χαμηλότερη ποιότητα ζωής σε σχέση με τους/τις ακαδημαϊκούς, αποτέλεσμα που συνάδει με την έλλειψη κοινωνικών συναναστροφών και την ψυχολογική επιβάρυνση των νέων. Τέλος, ο εγκλεισμός επηρέασε πιο αρνητικά τις γυναίκες, σωματικά και ψυχικά, με μεγαλύτερη ένταση πόνου, μείωση της ενέργειας, υψηλότερα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης και χαμηλότερα επίπεδα ποιότητας ζωής, σε σχέση με τους άντρες: κατά τον εγκλεισμό (συνέπεια, ίσως, και των στερεοτύπων που υπάρχουν), είχαν την κύρια φροντίδα των παιδιών, που ήταν στο σπίτι αντί στο σχολείο, ήταν υπεύθυνες για τις οικιακές δουλειές, ενώ παράλληλα εργάζονταν εξ’ αποστάσεως και είχαν περιορισμένες εξωτερικές δραστηριότητες.
Σήμερα η νόσος COVID-19 έχει γίνει πια μέρος της ζωής μας και σε γενικές γραμμές αντιμετωπίζεται με ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Ως θετική συνέπεια της πανδημίας κρατάμε το ότι η εργασία εξ’ αποστάσεως έχει αναγνωριστεί ως αποδοτική. Παρόλα αυτά, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι αρνητικές επιπτώσεις του εγκλεισμού στην ψυχική ή σωματική υγεία έχουν γίνει μακροχρόνιες. Η έρευνα μας υπέδειξε συγκεκριμένες ομάδες κινδύνου στην πανεπιστημιακή κοινότητα. Παρεμβατικές στρατηγικές και έμφαση στην εργασιακή υγεία μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη και προστασία και γενικότερα στη βελτίωση της ποιότητας ζωής.
*Η Χαριτίνη Τσαγκάρη είναι Καθηγήτρια στη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων, στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.